Η συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό είναι αποκαλυπτική για την αντιλαϊκή συναίνεση της κυβέρνησης της ΝΔ με τη «βολική» αντιπολίτευση, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Ελληνικής Λύσης και λοιπών. Οι τοποθετήσεις τους θα μπορούσαν να είναι γραμμένες κι απ' το ίδιο χέρι, δείχνοντας το κοινό έδαφος - αυτό της στρατηγικής του κεφαλαίου - στο οποίο κινούνται όλοι, τσακίζοντας από κοινού τον λαό για τα κέρδη του κεφαλαίου.
«Ο προϋπολογισμός επιτυγχάνει δημοσιονομική πειθαρχία με δυναμική ανάπτυξη», έλεγε ο εισηγητής της ΝΔ και «επαιρόταν» ότι «το σχέδιο ευθυγραμμίζεται πλήρως με τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, απαραίτητο βήμα για τη διατηρήσιμη, μακροχρόνια ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».
Το ΠΑΣΟΚ έσπευδε να υπερθεματίσει, λέγοντας ότι «όποιος παίζει με τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας είναι αντίπαλός μας», ενώ ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ ...αμφισβητούσε τις προθέσεις για «δημοσιονομική σταθερότητα από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, αυτό το κόμμα που εκτροχίασε προ ολίγων ετών τον προϋπολογισμό επί σειρά ετών και φτάσαμε στη χρεοκοπία του κράτους»!
Δηλαδή, Σύμφωνο Σταθερότητας, ματωμένα πλεονάσματα, «κόφτες δαπανών» και ξερό ψωμί για τον λαό, για να έχει το κράτος να μοιράζει παντεσπάνι στο κεφάλαιο.
Ακόμα και στο ...παντεσπάνι, όμως, ο κοινός τους καημός δεν κρύβεται: «Το επενδυτικό κενό της χώρας μας, ένα μεγάλο δομικό ζήτημα της ελληνικής οικονομίας, θα περιοριστεί», έλεγε ο εισηγητής της ΝΔ και τόνιζε τη συνεισφορά του υπερμνημονίου που ονομάζεται Ταμείο Ανάκαμψης...
Τι λέγανε οι υπόλοιποι; Το ΠΑΣΟΚ έσπευδε να κατηγορήσει την κυβέρνηση ότι «στο κρίσιμο πεδίο της ανάπτυξης, των επενδύσεων και τελικά του εμπορικού ελλείμματος ο προϋπολογισμός σημειώνει σταθερά κακές επιδόσεις» και ζητούσε μέτρα για τους βιομηχάνους για το «τεράστιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας».
Ο ΣΥΡΙΖΑ ότι «οι εκτιμήσεις είχαν τρομακτικές αποκλίσεις σε σχέση με αυτό που συνετελέσθη στην πράξη. Αλλά και οι συγκλίσεις, οι επενδύσεις προς ΑΕΠ δυστυχώς είναι πολύ χαμηλές». Και η ...αντισυστημική Ελληνική Λύση έσκουζε ζητώντας «σωστή χρηματοδοτική πολιτική και με φορολογικά κίνητρα (...) με πολύ χαμηλούς ή ακόμη και με μηδενικούς συντελεστές φόρων εισοδήματος στις παραμεθόριες περιοχές μας για παραγωγικές βέβαια επενδύσεις».
Ζητούσαν δηλαδή κι άλλα προνόμια και φοροαπαλλαγές στους επιχειρηματικούς ομίλους, την ώρα που ο λαός θα πληρώνει κοντά 70 δισ. άμεσων και έμμεσων φόρων. Αλλά και νέο γύρο αντεργατικών μέτρων, που κρύβονται πίσω από τη συζήτηση περί «χαμηλής παραγωγικότητας».
Ολα αυτά με προμετωπίδα το μεγαλύτερο και χρεοκοπημένο ψέμα της καπιταλιστικής «ανάπτυξης για όλους», που αναπαρήγαγαν όλοι μαζί, αφού «οι παραγωγικές επενδύσεις βοηθούν τις ποιοτικές, καλά αμειβόμενες και αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας» (Ελληνική Λύση) και «άλλες επιλογές θα μας έφερναν καλύτερα, γρηγορότερα και με κοινωνική συνοχή πιο κοντά στους στόχους που διαφημίζετε» (ΠΑΣΟΚ). Στόχους τους οποίους προφανώς μοιράζονται όλα τα αστικά κόμματα.
Δεν έχει άλλωστε παρά να δει κανείς την ομοφωνία όλων στην εκτόξευση των πολεμικών δαπανών και συνολικά στην επιτάχυνση της πορείας προς την πολεμική οικονομία, που πάνε χέρι χέρι με τη μεγαλύτερη εμπλοκή στα σχέδια των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ.
Εκεί πια υπήρξε... απογείωση, με τα πανηγύρια της κυβέρνησης ότι «οι δαπάνες για την άμυνα προβλέπονται αυξημένες κατά 73% μέσα σε 5 χρόνια» να συναντάνε τα καλέσματα του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, της Ελληνικής Λύσης για «έναν εθνικό αγώνα, μια εθνική προσπάθεια για να μη μετράνε (στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο) στο ολόκληρο οι αμυντικές δαπάνες», βλέποντας μάλιστα ότι «η έκθεση Ντράγκι ανοίγει προοπτικές με τις προτάσεις της» για δεκάδες δισ. για την πολεμική οικονομία.
Απέναντι σε αυτό το μαύρο μέτωπο ΕΕ - κυβερνήσεων - κεφαλαίου, η πραγματική αντιπολίτευση στην αντιλαϊκή πολιτική βρέθηκε και πάλι στη θέση του: Το εργατικό - λαϊκό κίνημα, με μπροστάρη το ΚΚΕ, που μέσα και έξω από τη Βουλή αναδεικνύει τις μέρες αυτές τον ταξικό χαρακτήρα ενός ακόμη προϋπολογισμού των πολεμικών δαπανών, της φοροληστείας και της ακρίβειας.
Που δείχνει τον δρόμο για να πάρει ο λαός ανάσες, για να περάσουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα στην αντεπίθεση απέναντι στο κεφάλαιο, στις κυβερνήσεις και στα κόμματά του, τη διέξοδο που βρίσκεται στη σύγκρουση με αυτήν την πολιτική, στην πάλη για την ανατροπή της.