Κηδεύεται σήμερα στο Νεκροταφείο Ζωγράφου
Σήμερα Τρίτη κηδεύεται στο Νεκροταφείο Ζωγράφου η Πλουσία Λιακατά, που «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 102 ετών. ΕΠΟΝίτισσα, στο Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ στη Ρουμελη με καπετάνιο τον Διαμαντή, πάντα ΚΚΕ και μόνο ΚΚΕ, έχει διηγηθεί η ίδια τη ζωή της και παραθέτουμε το παρακάτω σημείωμα:
«Ημουνα ΕΠΟΝίτισσα στη 13η Μεραρχία του Λόχου Διοίκησης του Γενικού Αρχηγείου στη Ρούμελη, με καπετάνιο τον Διαμαντή. Ο Αρης είχε επιτρέψει να ανέβουν οι γυναίκες στο βουνό, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να φτιάξουμε μια ιδιαίτερη μονάδα.
Οταν μας συνέλαβαν, με δύο ακόμη αντάρτισσες μας πήγαν στην έδρα της Γκεστάπο, σε ένα αρχοντικό στο κέντρο του Μεσολογγίου, για να μας ανακρίνουν και ποιος ξέρει τι άλλο. Εγώ από εκεί κατάφερα να αποδράσω με έναν τρόπο κάπως μυθιστορηματικό. Ηταν ένα κτίριο με στριφτή σκάλα, το οποίο δεν είχε και ιδιαίτερο φωτισμό.
Ενα βράδυ ακολούθησα έναν Γερμανό, ο οποίος κατέβαινε με έναν φακό τη στριφτή σκάλα, και κόλλησα ακριβώς από πίσω του χωρίς να καταλάβει τίποτα. Βγήκαμε στον δρόμο και εγώ έπρεπε να κάνω αριστερά για να μπορέσω να φτάσω στο σπίτι μου.
Φεύγοντας, πρέπει να σας πω, είχα ένα χαρτί από την Γκεστάπο το οποίο τη δεδομένη στιγμή μού φάνηκε κάτι παραπάνω από χρήσιμο. Μόλις άκουσα το "Αλτ" σήκωσα το χαρτί, το οποίο δεν φαινόταν και τόσο καθαρά, αλλά ήταν αυτό που με κράτησε στη ζωή. Είδαν ένα μικρό κοριτσάκι με ένα άσπρο χαρτί στα χέρια και μέσα στη νύχτα ποιος ξέρει τι φαντάστηκαν.
Οταν κατά τις 5 το πρωί επετράπη η κυκλοφορία, με πήρε η μητέρα μου και με πήγε στο κτήμα της θείας μου, το οποίο ήταν στο Λεσίνι, για να μπορέσω να βγω αργότερα στο βουνό. (...)
Το 1948, όταν με συνέλαβαν, με πήγαν αρχικά στην Ικαρία, όπου έμενα με τρεις Αγρινιώτισσες, δύο Κρητικές, την Προυκάκη και την Ζεβελάκη, και την Μυτιληνιά Αννα Σκούφου, που ήταν εκεί με την κόρη της. Στην Ικαρία ζούσαμε διαφορετικά, μπορούσαμε να κάνουμε κατά κάποιο τρόπο τα πάντα σε συνθήκες πιο ανθρώπινες.
Σε αντίθεση με τη Μακρόνησο, όπου τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά, εννοείται προς το χειρότερο. Για να μπορέσεις να επιβιώσεις έπρεπε να νικήσεις τον φόβο, έπρεπε να έχεις πίστη και δύναμη στις ιδέες σου.
Καθεμιά από εμάς είχε τον πατέρα, τον αρραβωνιαστικό, τον αδελφό στη Μακρόνησο. Ημασταν όλοι σαν πεθαμένοι ζωντανοί, λες και ζούσαμε σε έναν ζωντανό τάφο.
Φτάνοντας, μπαίνοντας στη σειρά για όλα εκείνα που κάποιοι θεωρούσαν "απαραίτητα", μπροστά μου ήταν μια κρατούμενη της οποίας βγήκε το παπούτσι και βραδυπόρησε λίγο, σταματώντας την ουρά. Αμέσως ο Αλφαμίτης που ήταν εκεί δίπλα μού δίνει μια στον σβέρκο με μια σιδερένια βέργα και "προσγειώθηκα" σε χρόνο ρεκόρ στη σκηνή.
Οταν σηκώθηκα, ένιωθα πως δεν βλέπω τίποτα. Είχα χάσει πρόσκαιρα την όρασή μου, αλλά δεν το είπα σε κανέναν, για να μη δημιουργηθεί πανικός και σύγχυση. Μόλις η όρασή μου επανήλθε, έκανα μια μικρή αναφορά και δεν ήξεραν πραγματικά τι να μου απαντήσουν. Λίγο αργότερα, αφού τακτοποιηθήκαμε, δεν περνάει καμία ώρα και μας μάζεψαν όλους στο υπαίθριο θέατρο για να μας κάνουν "κατήχηση". Μας είχαν στοιβαγμένους τον έναν δίπλα στον άλλον και ανάμεσά μας υπήρχαν Αλφαμίτες.
Ημασταν παρατεταγμένοι παράλληλα με τη θάλασσα, σαν τους "πεθαμένους που κινούνται". Ημασταν περίπου 1.000 γυναίκες που από τα μεγάφωνα μας προειδοποιούσαν πως αν δεν συμμορφωθούμε δεν θα φύγουμε ζωντανές από εκεί. Μια συγκρατούμενή μας, τη στιγμή που γινόταν το κήρυγμα, άρχισε να κινείται ρυθμικά, θυμίζοντας ρολόι εκκρεμές. Από πίσω ήταν μια άλλη συγκρατούμενη και παραδίπλα ο Αλφαμίτης. Την πιάνει από το πουκάμισο στη μέση για να την κάνει να ηρεμήσει και για να της δώσει να καταλάβει πως δεν είναι μόνη.
Χρόνια στα όνειρα μου βλέπω όνειρα και περισσότερο εφιάλτες από εκείνη την εποχή και το Μακρονήσι. Ακούω την Βαγγελίτσα την Σκευοφύλακα να φωνάζει "Δεν είμαι τίποτα, δεν ξέρω τίποτα", την Παπαγκώγκα από τη Θεσσαλονίκη από τα χτυπήματα που της είχαν προκαλέσει στο κεφάλι να φωνάζει "Η γκλάβα μ' η γκλάβα μ'". Ακούω την ηχώ από τα βογγητά και νομίζω πως γίνονται τώρα.
Θυμάμαι την μεγάλη μας παιδαγωγό, την Ρόζα Ιμβριώτη, που μας μάζευε ένα απόγευμα την εβδομάδα στο σπίτι της στην οδό Σούτσου στου Γκύζη και συζητούσαμε για όλα εκείνα τα περασμένα. Τον άντρα της, Γιάννη Ιμβριώτη, που μας φρόντιζε σαν να είμαστε δικά του παιδιά.
Τα βασανιστήρια που περάσαμε στη Μακρόνησο, πολλά και γραμμένα στις περισσότερες των περιπτώσεων. Ομως για να επιβιώσεις σε τέτοιες καταστάσεις και σε τέτοιες περιπτώσεις έπρεπε να έχεις ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία και να μπορείς να δεις τα πράγματα, όπου χρειάζεται, και με άλλο μάτι.
Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Θυμάμαι μια μάνα που ετοιμαζόταν να δώσει το παιδί της σε έναν Αλφαμίτη και εκείνο ξαφνικά γυρίζει το βλέμμα του σαν να της έλεγε "Μη με δίνεις". Φεύγοντας τα παιδιά από κοντά μας ξέραμε πού τα οδηγούσαν, στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, χωρίς κανείς να ξέρει τη συνέχεια και το πού θα καταλήξουν.
Το δεύτερο περιστατικό, με την γυναίκα του ζωγράφου Χρήστου Δαγκλή, που ήταν κι αυτός Μακρονησιώτης. Πρέπει να σας πως όταν έμπαιναν οι Αλφαμίτες στις σκηνές για τα "απαραίτητα", χτυπούσαν με τα μαστίγια προσπαθώντας να μας σπάσουν το ηθικό. Η γυναίκα του Δαγκλή μια μέρα είχε βγει στην αναφορά, με τα μακριά πλούσια μαλλιά της τα οποία ήταν πιασμένα σε δύο πλεξούδες.
Απειλώντας, βρίζοντας και κρατώντας στο χέρι ο Αλφαμίτης ένα μαστίγιο το οποίο ανεβοκατέβαζε με πολλή δύναμη κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο, οι πλεξούδες τινάζονταν στον αέρα και με τη θάλασσα παραδίπλα σου θύμιζαν σκηνικό από ταινία θρίλερ.
Εγιναν φρικαλεότητες από ανθρώπους οι οποίοι δεν ήταν παρά διεστραμμένες προσωπικότητες και οι οποίοι έβγαζαν όλα τα κτηνώδη ένστικτά τους πάνω σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους.
Για το τι έγινε πραγματικά στη Μακρόνησο, τόσο για τους βασανιστές όσο και για τους βασανιζόμενους, μίλησαν οι πράξεις. Αυτή νομίζω πως είναι η ουσία. Τα άλλα όλα είναι λόγια προς κατανάλωση και παραχάραξη μιας οικτρής πραγματικότητας».