Σύμφωνα με ΜΜΕ όπως η «Wall Street Journal» και το πρακτορείο «Bloomberg», δεν είναι απίθανη η εξαίρεση συγκεκριμένων κλάδων εμπορίου, ενώ και ο ίδιος ο Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε την Παρασκευή ότι «η λέξη ευελιξία είναι μια σημαντική λέξη», όπως και ότι «θα υπάρξει ευελιξία», αν και χωρίς άλλες διευκρινίσεις.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα ανακοίνωνε χθες τους δασμούς στην αυτοκινητοβιομηχανία. Νωρίτερα δεν είχε διαρρεύσει κάτι για το ύψος των δασμών, αλλά από τον Φλεβάρη είχε μιλήσει για 25%. Οι μετοχές των αμερικανικών αυτοκινητοβιομηχανιών πάντως υποχώρησαν μόλις έγινε γνωστό ότι θα υπάρξουν ανακοινώσεις.
Ο επικεφαλής του αμερικανικού εμπορίου, Τζέιμσον Γκριρ, είχε επικοινωνία με τον αντιπρόεδρο της κινεζικής κυβέρνησης, Χε Λιφένγκ, που εξέφρασε «επίσημες ανησυχίες» για τους αμερικανικούς δασμούς και επανέλαβε ότι το Πεκίνο σχεδιάζει «ανταποδοτικούς δασμούς». Σύμφωνα με το κινεζικό πρακτορείο «Σινχουά», οι δύο αξιωματούχοι είχαν μια «ειλικρινή και εις βάθος» ανταλλαγή απόψεων σε κρίσιμα οικονομικά και εμπορικά θέματα, αναφέροντας και ότι συμφωνήθηκε να διατηρηθεί η επικοινωνία.
Σημειωτέον στο μεταξύ ότι το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφάλειας του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου πρόσθεσε άλλους 80 οργανισμούς στη «μαύρη λίστα» (πρακτικά περιπλέκοντας την προμήθειά τους από αμερικανικές επιχειρήσεις χωρίς έγκριση της κυβέρνησης), περιλαμβανομένων πάνω από 50 κινεζικών. Η Ουάσιγκτον υποστηρίζει ότι αυτές εμπλέκονται σε δραστηριότητες ενάντια στην εθνική ασφάλεια και τα συμφέροντα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Στο μεταξύ, σε έκθεσή του για την αμερικανική οικονομία, ο οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας «Moody's» προειδοποίησε ότι «ο πιθανός αρνητικός πιστωτικός αντίκτυπος των συνεχιζόμενων υψηλών δασμών, των μη χρηματοδοτούμενων φορολογικών περικοπών και των σημαντικών κινδύνων για την οικονομία» θα μπορούσε να οδηγήσει τις ΗΠΑ σε υποδεέστερη θέση ως παράγοντα στα παγκόσμια χρηματοοικονομικά όσον αφορά την αντιμετώπιση της «διεύρυνσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και μείωσης της δυνατότητας εξυπηρέτησης του χρέους».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο νοτιοκορεατικός όμιλος «Hyundai» έγινε γνωστό ότι θα ανακοινώσει επένδυση 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην ενσωμάτωση δραστηριοτήτων στις ΗΠΑ. Μεταξύ άλλων αυτά θα αφορούν ένα εργοστάσιο χάλυβα 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Λουιζιάνα, από όπου ο παραγόμενος χάλυβας θα χρησιμοποιείται στα δύο εργοστάσια αυτοκινήτων που η εταιρεία διαθέτει στις ΗΠΑ για την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων.
Στο μεταξύ, την έντονη αντίδραση του Πεκίνου προκάλεσε και η ανακοίνωση Τραμπ ότι όποια χώρα αγοράσει φυσικό αέριο ή πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα θα αντιμετωπίσει δασμούς 25% σε όλες τις εξαγωγές που κάνει προς τις ΗΠΑ, αρχής γενομένης επίσης στις 2 Απριλίου. Με δεδομένο ότι η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής βενεζουελάνικου πετρελαίου (με αγορές που μπορεί να φτάνουν μέχρι και τα περίπου 500.000 βαρέλια τη μέρα - bpd - αργού πετρελαίου και καυσίμων από τη Βενεζουέλα), το κινεζικό ΥΠΕΞ κατήγγειλε «ανάμειξη» της Ουάσιγκτον στις «εσωτερικές υποθέσεις» της Βενεζουέλας και την κάλεσε «να άρει τις παράνομες μονομερείς κυρώσεις (...) και να καταβάλει περισσότερες προσπάθειες για να προωθήσει την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ανάπτυξη στη Βενεζουέλα και άλλες χώρες».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο πρωθυπουργός του Καναδά, Μαρκ Κάρνεϊ, δήλωσε ότι «υπάρχουν εταίροι στην Ασία με τους οποίους μπορούμε να οικοδομήσουμε βαθύτερους δεσμούς», αλλά αυτοί «δεν περιλαμβάνουν την Κίνα».
Ο ίδιος είπε ότι «υπάρχει κάποια δραστηριότητα που θα μπορούσαμε να έχουμε με την Κίνα. Προφανώς έχουμε μεγάλο όγκο εμπορίου μαζί τους, αλλά πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, πολύ μελετημένοι και πρέπει να πληρούν τα καναδικά πρότυπα».
Πριν κάποιες μέρες, το Πεκίνο ανακοίνωσε δασμούς σε καναδικά γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα αξίας άνω των 2,6 δισ. δολαρίων, ανταποδίδοντας τις εισφορές που επέβαλε η Οτάβα σε κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα και προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου πέρσι.
Μάλιστα η Οτάβα προσέφυγε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου κατά των κινεζικών δασμών, κίνηση που το Πεκίνο χαρακτήρισε «λανθασμένη πρακτική», καλώντας τον Καναδά να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για «να διασφαλίσει συνεργασία και ομαλές εμπορικές σχέσεις για τις επιχειρήσεις των δύο χωρών».