Σε αυτές τις συνθήκες, πρόσθεσε, «αποκτήσαμε πολλούς νέους συντρόφους και συντρόφισσες, στην πλειοψηφία τους μισθωτοί και παιδιά εργατικής - λαϊκής καταγωγής και ένταξης, που έκαναν το μεγάλο και περήφανο βήμα να συνδέσουν τη ζωή τους με την πάλη για μια νέα κοινωνία, τον σοσιαλισμό - κομμουνισμό! Τους καλωσορίζουμε θερμά και μέσα από τη σημερινή μας εκδήλωση!
Ολοι μαζί, πλέον, και με τη συλλογική πείρα, μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτά τα βήματα, να ξεπεράσουμε αδυναμίες και καθυστερήσεις και να ριχτούμε ακόμη πιο δυναμικά στη μάχη για Κόμμα μαχητικό και σύγχρονο, ριζωμένο στους τόπους δουλειάς, με γερές Οργανώσεις παντού!».
Εχουμε πλήρη συνείδηση ότι θα είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης, επικεφαλής όλων όσοι υποφέρουν από την εξουσία του κεφαλαίου, και της ουσιαστικής συμμετοχής τους, τόσο στον αγώνα για την κατάκτησή της, όσο και στη διαφύλαξη και στερέωσή της».
Επισήμανε βέβαια πως οι παραπάνω θέσεις «δεν σημαίνει ότι αυτόματα εξασφαλίζουν στο Κόμμα τον ρόλο του οργανωτή και καθοδηγητή της λαϊκής πάλης για την εργατική εξουσία στον 21ο αιώνα», αφού αυτό «είναι ζήτημα που επιβεβαιώνεται στην πράξη καθημερινά».
Υπογράμμισε πως «ο τρόπος για να καθοδηγείται ουσιαστικά και σωστά ένα Κομμουνιστικό Κόμμα από την κοσμοθεωρία του μαρξισμού - λενινισμού είναι μόνο αναπτύσσοντάς την» και ότι το KKE, «όλα τα τελευταία 34 χρόνια της ανασυγκρότησής του, μετά τις κοσμοϊστορικού χαρακτήρα ανατροπές, το προσωρινό ιστορικά πισωγύρισμα και τη μεγάλη εσωκομματική κρίση του, αυτήν τη λενινιστική διδαχή προσπαθεί να τηρεί ως κόρη οφθαλμού».
Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή αποκάλυψε ότι η ένταξη της Ελλάδας στα μνημόνια από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, πριν από 15 χρόνια, αποτελούσε πολιτική επιλογή για να φορτωθεί η καπιταλιστική κρίση στις πλάτες των εργαζομένων και να βγει αλώβητο το μεγάλο κεφάλαιο.
Εμπρακτα, και με όλες του τις δυνάμεις, αντιπάλεψε αυτόν τον στόχο της άρχουσας τάξης, που ακολούθησαν κατά γράμμα, ως δήθεν εθνικό στόχο, και οι μετέπειτα κυβερνήσεις της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ αλλά και μετέπειτα του όλου ΣΥΡΙΖΑ, με τις σημερινές παραφυάδες του, μαζί με τους ακροδεξιούς».
Ευρύτερα για τα διδάγματα αυτής της περιόδου, είπε πως «είναι πολύτιμα, και για τον λόγο ότι σήμερα επιχειρείται το αναποδογύρισμα της πραγματικότητας από τα άλλα κόμματα που ευθύνονται για όσα έζησε και εξακολουθεί να ζει ο λαός μας, μιας και οι βασικοί μνημονιακοί νόμοι μένουν σε ισχύ».
Επανερχόμενος στον ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος τόνισε πως «κρατάμε πάντα σταθερά το τιμόνι στο βασικό γενικό συμπέρασμα που η ιστορική μελέτη, η ίδια η ταξική πάλη επιβεβαιώνει: Η πάλη για την εξουσία είναι αντικειμενική όταν στο ιστορικό προσκήνιο η τάξη που βρίσκεται στην εξουσία αντιπροσωπεύει πλέον έναν ιστορικά παρωχημένο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, ενώ η τάξη που μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία αποτελεί την κινητήρια δύναμη ενός νέου, ανώτερου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού».
Για να σημειώσει στη συνέχεια την κρίσιμη σημασία σύνδεσης του εργατικού κινήματος με την επαναστατική θεωρία που διαμορφώθηκε από επαναστάτες προερχόμενους από την αστική τάξη, τον Μαρξ και τον Ενγκελς. «Στην αυγή της εποχής του ιμπεριαλισμού, αυτό το καθήκον αναλαμβάνει - με τον καθοριστικό ρόλο του Λένιν - ο συλλογικός καθοδηγητής-οργανωτής-διαφωτιστής, το Κομμουνιστικό Κόμμα, που όπως και σήμερα έχει στόχο να ανυψώσει την εργατική τάξη σε τάξη για τον εαυτό της», ανέφερε.
Επιπρόσθετα τόνισε πως «η νίκη του σοσιαλισμού - σαν πρώτης ανώριμης φάσης του κομμουνισμού - ενάντια στον καπιταλισμό έδειξε ότι η εργατική τάξη, ως μόνη πραγματικά επαναστατική τάξη, έχει το ιστορικό καθήκον να πραγματοποιήσει μέχρι τέλους τα βασικά καθήκοντά της», τα όποια και παρέθεσε αναλυτικά.
Ειδικότερα αναφέρθηκε και στο καθήκον κάθε Κομμουνιστικού Κόμματος σήμερα, σε φάση συνολικού πισωγυρίσματος, που «πρέπει να είναι η ένταση της προετοιμασίας της εργατικής τάξης κάθε χώρας, σε καθημερινή βάση, με σκληρή ιδεολογικοπολιτική δουλειά και ταξική δράση, για τις στιγμές της επαναστατικής έξαρσης που μέλλονται να 'ρθουν».
Γιατί, όπως πρόσθεσε, «η εποχή μας εξακολουθεί να είναι εποχή του περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Η εποχή της ανατροπής του καπιταλισμού άνοιξε με τον Οκτώβρη του 1917, εκεί ο δρόμος χαράχτηκε, ξεκίνησε η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Γι' αυτό και δεν τα διπλώνουμε, δεν υποχωρούμε, γι' αυτό είναι βαθιά πεποίθησή μας ότι αυτό το έργο πρέπει να το τελειώσουμε».
Για τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή τόνισε ότι όλες οι αντιθέσεις του συστήματος οξύνονται και πως «έχουμε την υποχρέωση να επιθεωρήσουμε τις δυνάμεις μας και να εκτιμήσουμε τον βαθμό ετοιμότητάς μας, κατά την εξέλιξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου διεθνώς, με πάνω από 50 ενεργές πολεμικές εστίες σε διάφορα σημεία του κόσμου, όπως και την ενδεχόμενη φάση πιο άμεσης και γενικευμένης μορφής εμπλοκής της χώρας μας στην εξέλιξη των ιμπεριαλιστικών πολέμων, στην Ουκρανία και την ευρύτερη Μέση Ανατολή».
Είναι συνθήκες, όπως εξήγησε, που «δημιουργούν μεγαλύτερες προϋποθέσεις αμφισβήτησης συνολικά της κυρίαρχης πολιτικής, με επιπτώσεις στην ίδια τη μέχρι σήμερα "αξιοπιστία", τη "σταθερότητα" του αστικού πολιτικού συστήματος, με τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε κλιμάκωση.
Αντικειμενικά όλα αυτά μπορούν να δημιουργήσουν καταστάσεις μεγάλης κίνησης μαζών, δυνατότητες ακόμα και εξεγέρσεων, πιθανότητα συνθηκών επαναστατικής κατάστασης σε κάποιες ξεχωριστές χώρες ή ομάδες χωρών».
Ο Δ. Κουτσούμπας ξεχώρισε ως κρίσιμο ζήτημα τον συνδυασμό του επαναστατικού Προγράμματος του Κόμματος με την καθημερινή επαναστατική δράση, τονίζοντας πως «βασική λενινιστική διδαχή είναι ότι και σε μη επαναστατική κατάσταση, όπως η σημερινή, μπορεί και πρέπει να διεξάγουμε επαναστατική διαφώτιση, να κάνουμε επαναστατική δουλειά προετοιμασίας με προοπτική.
Μπορεί να μην είναι η στιγμή του σαλπίσματος άμεσης "εφόδου", όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να παραιτούμαστε από τη συστηματική δουλειά, να καθοδηγούμε το κίνημα, να παλεύουμε για να ξεκόψουν οριστικά οι εργάτες και οι λαϊκοί άνθρωποι από κάθε αστική πολιτική, φιλελεύθερη ή σοσιαλδημοκρατική, από τους οπορτουνιστές, να οξύνουν με όλες τους τις δυνάμεις τις διεκδικήσεις τους, τους αγώνες, τις απεργιακές κινητοποιήσεις τους, τις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια, συνολικά το επαναστατικό κίνημα».
«Αλλωστε, "για την επιτυχή εξέγερση χρειάζεται μακροχρόνια, επιδέξια, επίμονη προετοιμασία που στοιχίζει μεγάλες θυσίες". Συνεπώς, είναι απαραίτητη μια τέτοια οργάνωση και αναδιοργάνωση συνεχώς της δουλειάς της πρωτοπορίας, της καθημερινής δουλειάς του Κόμματος», πρόσθεσε και παρέθεσε μια σειρά άξονες για το παραπάνω.
Κλείνοντας την ομιλία του, ο Δ. Κουτσούμπας τόνισε μεταξύ άλλων ότι «οι ίδιες οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, σε όλο τον κόσμο, συμβάλλουν στο να θέτουμε σταθερά στη συζήτηση το Πρόγραμμα του Κόμματος, τη στρατηγική για την ανατροπή του καπιταλισμού, των αδιεξόδων του καπιταλιστικού συστήματος και της δύναμης της ταξικής πάλης, να καλλιεργούμε τις αξίες και τα ιδανικά μας, που παρά τον αρνητικό συσχετισμό, μας γεμίζουν αισιοδοξία για την επιτυχία του στόχου μας η εργατική τάξη να κατακτήσει την εξουσία και να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Συμβάλλουν στο να θέτουμε στο επίκεντρο της συζήτησης, και ειδικά με τους υποψήφιους για στρατολογία στο Κόμμα, την ανάγκη ενός ιδεολογικά - πολιτικά και οργανωτικά ισχυρού ΚΚΕ, ριζωμένου στους βιομηχανικούς χώρους και άλλους χώρους δουλειάς, στους κλάδους, συνολικά στην εργατική τάξη, στις εργατικές - λαϊκές συνοικίες, στη νεολαία. (...)
Σήμερα λοιπόν έχουμε όλα τα εφόδια για να επιταχύνουμε τα βήματα για ΚΚΕ μαχητικό και σύγχρονο, πιο ικανό για τους μεγάλους επαναστατικούς σκοπούς μας. Ο πήχης είναι ψηλά και μπορούμε να ανταποκριθούμε. Βαδίζοντας προς το 22ο Συνέδριο του Κόμματός μας - στα τέλη του χρόνου - δεσμευόμαστε ότι θα τα καταφέρουμε!».