«Τα μεσάνυχτα πώς άλλαξε ο καιρός κι έφερε τα πάνω κάτω... Ενας τρομακτικός αγέρας ταρακουνάει τ' αρχονταρίκι και να λες τώρα θα το συμπαρασύρει στον όλεθρο και στην καταστροφή. Οι γέροντες προσεύχονται. Κάτω μας το χάος. Απέναντι Σελήνη στεφανωμένη. Και συ μετέωρος στην κόγχη. Μόνο στ' ανοιχτά της θάλασσας και στο ύψος της μονής που βρίσκεσαι μπορείς να νιώσεις τι θα πει αγέρας, άνεμος δυνατός, εξουσιαστής.
Το πρωί η μανία πέρασε και πήραμε το δρόμο για τον αρσανά. Ηρθαμε στο Ορος να προσκυνήσουμε την Παναγιά την Πορταΐτισσα, και για κει τραβούσαμε τώρα, στη Μονή Ιβήρων. Στο καΐκι έχεις βολευτεί στην κουπαστή και χάνεσαι στο πέλαγος. Αντικριστά το ιερό βουνό. Ο Αθως. Διπλώνεται και ξεδιπλώνεται απέναντί σου. Τρίκορφος. Πάνω από 2.000 μέτρα μπόι (2.033). Αρχοντικό βουνό. Πανέμορφο. Προκαλεί δέος, μυστήριο και σεβασμό. Χιόνια ακόμα στις αυλακιές, μικρά μαργαριταρένια δάκρυα. Η πιο ψηλή κορφή λογχίζει τα νέφαλα. Σύννεφο καδένα κυματιστή στολίζει το μακρύ λαιμό κι αφήνει κόμη ανεμισμένη. Γαμπρός, άρχοντας και Θεός ο Αθως. Δικό σου κέρδος η γαλήνη και η χαρά να προχωρήσεις.
Μίλησες για τη Μονή Ιβήρων. Για την Παναγιά. Είναι ακόμα μακρύς ο δρόμος σου. Τη συνάντησες όμως, τη συνάντησες πολλές φορές στο Ορος μ' άλλη μορφή. Ηταν σταυρός-σημάδι δρόμων; Ηταν πουλί πετάμενο; Για πέτρινο ακρογιάλι; Ηταν η αντηλιά κι η βάγια στο κοιμισμένο μονοπάτι; Ολάνθιστος μπαξές; Παρεκκλήσι κάτασπρο στη ρεματιά; Κυπαρίσσι πανύψηλο; Κελί ταπεινό, φρεσκοασπρισμένο;
Πότε σαν θαμαστή περιπλάνηση μες στην καρδιά σου κι ήξερες τ' όνομά της. Βρέθηκες μπρος στην πόρτα της. Δε λογάριασες κόπο και κούραση. Μήτε την πείνα και τη στέρηση λογάριασες. Το γένι που πύκνωσε στα μάγουλά σου.
Δεκαπενταύγουστο και πανηγύρι. Λειτουργία, κομποσκοίνι κι αγρύπνια. Μπροστά σου η ξακουστή Μονή των Ιβήρων. Η πόλη της Παναγιάς. Κοντά στο κύμα. Το 'γραψε το ριζικό της. Ο πύργος ξεχωρίζει πάνω απ' το δρόμο. Ζωσμένη με τείχη από τέσσερις μεριές. Κουρσάρικη αρματωσιά. Στην μπούκα του πειρατή.
Ανέβηκες το καλντερίμι και σ' απαντά στεγοπούλα πλακοντυμένη με τις βρυσούλες. Μην ξαποστάσεις στον πυλώνα πριν θαμάσεις τις τοιχογραφίες. Πυλώνας ξεχωριστός σ' όλο το Ορος. Φύλακας και πορτάρισσα η αφεντιά της. Το παρεκκλήσι προστατεύει την παρουσία της. Κι είσαι έτοιμος να προσκυνήσεις το θαύμα. Η Παναγιά η Πορταΐτισσα ολόλαμπρη μπροστά σου. Ουρανόπεμπτη φλόγα. Πύρινη στήλη που γεννοβολούσε το εικόνισμα και χάνονταν στους ουρανούς.
Κι αρμένισε στ' ανοιχτά των Ιβήρων για να σωθεί η άχραντη μορφή της από τους βέβηλους. Μεγάλη ιστορία, όμορφη, τη διηγιέται με σεμνότητα και πίστη ο γέροντας. Εικόνα μεγαλόπρεπη, ασημωμένη. Γυμνό μονάχα το πρόσωπο της Θεοτόκου και του Χριστού. Γύρω χρυσαφένια και ασημιά αφιερώματα και δεκατέσσερα ακοίμητα καντήλια. Αληθινή οικοδέσποινα.
Μετά την τελετή, στην «τράπεζα» θα ψαλεί ο μεγάλος πανηγυρικός και θα σε φιλέψουν τα πιο εκλεκτά που προστάζει η μέρα. Μεγάλη η γιορτή. Μεγάλη η χάρη της. Χαρμόσυνο το σημάδι της καντήλας, πάνω από τη χρυσαφένια λεμονιά με τα κοντυλωτά λεμόνια που χάρισε ο Νικηφόρος Φωκάς για να τιμήσει την αγιοσύνη της.
Μπροστά από την Ωραία Πύλη κρεμάται ασημιά παμπάλαιη καντήλα. Η καντήλα αυτή παρουσιάζει ένα παράξενο φαινόμενο. Κατά τις άγιες μέρες και τις γιορτές κινείται από μόνη της ρυθμικά και οριζόντια. Σημάδι χαράς και ευφορίας της Θεοτόκου. Σαν παρατηρηθεί ότι η καντήλα κινηθεί άναρχα σε μέρες καθημερινές, αυτό είναι κακό σημάδι. Η Παναγιά προειδοποιεί πως κάτι άσχημο θα συμβεί και θα πρέπει οι μοναχοί να προσέχουν. Πολλά και άλλα τέτοια θα συναντήσεις στο περιδιάβα σου στο Ορος.
Ομως κι αν πήρες το καΐκι του γυρισμού από την ανατολική πλευρά για Ιερισσό, δεν τελείωσες με το Αγιον Ορος.
Αν πεις πως δεν είδες τίποτα, κι αν πεις πως δεν έχεις καταλάβει, το Ορος δε σε πρόδωσε. Απλούστατα έκανες μόνο την αρχή».