Πώς και γιατί το υπουργείο Γεωργίας αποφάσισε, αυθαιρέτως, την ποσότητα του βαμβακιού που θα δοθεί φέτος επιδότηση
Στην πραγματικότητα, και για να σοβαρευτούμε, η ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας απλώς αποφάσισε εκ των προτέρων - «με το έτσι θέλω» και χωρίς να ρωτήσει κανέναν αγρότη - πόση από την ποσότητα βαμβακιού που θα παράγουν φέτος οι παραγωγοί θα τύχει επιδότησης. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το ότι από το υπουργείο Γεωργίας ανακοινώθηκε πως φέτος σπάρθηκαν και δηλώθηκαν στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Επιδοτήσεων (το διαβόητο ΟΣΔΕ) 3.575.686 στρέμματα...
Δεν το κάνει για πρώτη φορά, αφού το ίδιο προσπάθησε και τελικά πέτυχε και πέρσι, αφήνοντας εκτός επιδότησης πάνω από 140.000 τόνους βαμβακιού. Φαίνεται, όμως, ότι τώρα ενεργεί με μεγαλύτερη προσοχή, ώστε και να μην της ξεφύγει η παραγωγή από την ποσότητα που έχει δηλώσει, ως εκτίμηση, στην Ευρωπαϊκή Ενωση - χτες η Διαχειριστική Επιτροπή της ΕΕ αποδέχτηκε αυτήν την εκτίμηση και καθόρισε ως ελάχιστη προσωρινή τιμή του προϊόντος τις 218 δρχ. το κιλό - αλλά και για να παραπλανήσει τον αγροτικό κόσμο, προλαβαίνοντας τυχόν αντιδράσεις που θα προκληθούν από το αγροτικό κίνημα.
Προς τούτο και στο όνομα του καταστροφικού κανονισμού της ΕΕ, επέβαλε στους βαμβακοκαλλιεργητές - με απόφαση που πήρε πριν αρκετό καιρό, χρησιμοποιώντας εκβιασμούς κι απειλές κι έχοντας αρωγό της μερικούς αγροτοσυνδικαλιστές - συνεταιριστές της ΝΔ - να περικόψουν δραστικά τη βαμβακοκαλλιέργεια.
Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα το υπουργείο αναφέρει, φέτος στο ΟΣΔΕ, έχουν δηλωθεί ότι θα καλλιεργηθούν με βαμβάκι 362.000 στρέμματα λιγότερα από όσα δηλώθηκαν πέρσι και 654.500 λιγότερα από όσα καλλιεργήθηκαν στην πραγματικότητα! Πρόκειται για «κοφτερό δρεπάνι» περιορισμού μιας πολύ δυναμικής καλλιέργειας στη χώρα μας, από τις λίγες που εξακολουθούν να δίνουν κάποιο εισόδημα στον μικρομεσαίο Ελληνα αγρότη. Είναι, δε, φανερό ότι μ' αυτόν τον τρόπο μειώνεται κι άλλο το πενιχρό εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν κι άλλοι πολλοί στο ξεκλήρισμα.
Οι κυβερνώντες ισχυρίζονται - τον ισχυρισμό τους αποδέχεται, επί της ουσίας, η ΝΔ αν και, λόγω της προεκλογικής συγκυρίας, δεν το παραδέχονται δημοσίως τα στελέχη της - ότι η στρεμματική και παραγωγική μείωση της βαμβακοκαλλιέργειας, όχι μόνο δε θα πλήξει το εισόδημα του παραγωγού, αλλά θα το αυγατίσει κιόλας! Και προς επίρρωση των λεγομένων τους, επικαλούνται το γεγονός ότι, σύμφωνα με το νέο κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όσο λιγότερο βαμβάκι παράγει η χώρα μας, τόσο περισσότερες θα είναι οι εισροές της από τις Βρυξέλλες με κονδύλια για επιδοτήσεις. Επομένως, συνεχίζουν οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές, συμφέρει στον Ελληνα βαμβακοπαραγωγό να περιορίσει τα στρέμματα καλλιέργειας - έτσι μειώνει και τα καλλιεργητικά έξοδα - και να μην ξεφύγει από το αρχικό στρεμματικό πανελλαδικό «πλαφόν» παραγωγής των 297 κιλών το στρέμμα που όρισε το υπουργείο Γεωργίας - δε χρειάζεται να κουραστεί και πολύ για να περιποιηθεί το χωράφι του - αφού όσο λιγότερα κιλά παράγει, τόσο μεγαλύτερη τιμή θα πάρει.
Τούτο το αλλόκοτο, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται σωστό - ο κανονισμός της ΕΕ έγινε για να συρρικνωθεί η βαμβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα - πλην, όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι. Διότι ακόμα κι ο πρωτοετής φοιτητής μιας οικονομικής σχολής αντιλαμβάνεται πως χωρίς σοδειά, δεν υπάρχει εισόδημα.
Ακόμα και στην υψηλότερη δυνατή τιμή - τις 370 δρχ. το κιλό περίπου, που αντιστοιχεί σε συνολική παραγωγή 782.000 τόνων, στην οποία δεν επιβάλλεται πρόστιμο συνυπευθυνότητας - να πληρωθεί ο βαμβακοπαραγωγός, αν δεν έχει στρέμματα και κιλά, δεν πρόκειται να εξασφαλίσει εισόδημα.
Αν, π.χ., ένας αγρότης καλλιεργεί 40 στρέμματα με βαμβάκι - μέχρι τόσα καλλιεργεί η συντριπτική πλειοψηφία των βαμβακοπαραγωγών στην Ελλάδα - και παράγει 297 κιλά το στρέμμα - η φετινή μέση στρεμματική παραγωγή μπορεί να είναι και πολύ χαμηλότερη, αν συνεχιστούν οι κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούν - και 370 δρχ. το κιλό να πάρει, το ακαθάριστο εισόδημά του μόλις θα ξεπεράσει τα 4.200.000 δρχ. και το καθαρό δε θα ξεπεράσει τα 2.500.000 δρχ. Ενα εισόδημα, με το οποίο ουδείς μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς την οικογένειά του, ιδιαιτέρως στη σημερινή εποχή της ακρίβειας.
Ολα αυτά τα γνωρίζουν οι αγρότες - δεν τρώνε «κουτόχορτο» στα χωριά - και γι' αυτό αντιδρούν και παλεύουν στους δρόμους για την ανατροπή της αντιαγροτικής πολιτικής της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που επιβάλλει περιορισμούς στις καλλιέργειες και ποσοστώσεις στην παραγωγή, με στόχο τη συρρίκνωση του αγροτικού εισοδήματος, το ξεκλήρισμα της μικρομεσαίας αγροτιάς και το πέρασμα της γης και της παραγωγής στα χέρια καπιταλιστών που θα ενεργοποιούνται στον αγροτικό τομέα...