Σάββατο 5 Οχτώβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Λαϊκές αγορές, ακρίβεια,...

Ο αγρότης παραγωγός πουλά την ντομάτα το πολύ 0,30 ευρώ το κιλό, αλλά ο εργαζόμενος καταναλωτής την αγοράζει από 1 έως 1,5 ευρώ στη λαϊκή αγορά ή στο μανάβικο. Το σιτάρι είναι η πρώτη ύλη για την παρασκευή ψωμιού, αλλά μόνο κατά 7 - 10% συμμετέχει στη διαμόρφωση της αξίας του δεύτερου. Τα σχετικά παραδείγματα, που θα μπορούσαν να αναφερθούν, είναι πολλά και το συμπέρασμα πάντα το ίδιο: Οι αγρότες, ιδιαίτερα οι μικροί και φτωχοί παραγωγοί, πουλάνε σε φτηνές έως εξευτελιστικές τιμές την παραγωγή τους και οι εργαζόμενοι - καταναλωτές την αγοράζουν ακριβά έως πολύ τσουχτερά.

Ανάμεσα στους πρώτους και τους δεύτερους μεσολαβούν μια σειρά κρίκοι, οι οποίοι, με τον έναν ή άλλο τρόπο και στον ένα ή άλλο βαθμό, ληστεύουν το μόχθο και των αγροτών - παραγωγών και των εργαζομένων - καταναλωτών. Και δεν αναφερόμαστε, βέβαια, κυρίως στους μεταφορείς ή τους όποιους συνοικιακούς λιανοπωλητές αγροτικών προϊόντων (μανάβικα και λαϊκατζήδες). Πρώτα και κύρια, αναφερόμαστε στους μεγαλοχοντρέμπορους (κάθε λογής μεσάζοντες, εξαγωγείς, κλπ.) και τους βιομηχάνους (τροφίμων, ποτών, κλπ.), οι οποίοι διαχειρίζονται και τη συντριπτικά μεγαλύτερη ποσότητα των νωπών οπωροκηπευτικών και των αγροτικών προϊόντων γενικότερα. Θέλει πολύ, άραγε, να καταλάβει ο καθένας, ότι η παρατηρούμενη ακρίβεια οφείλεται, κυρίως, στην ύπαρξη και καθημερινή λειτουργία της ληστρικής αυτής διαδικασίας;

Οι κυβερνώντες, βέβαια, δε βλέπουν έτσι τα πράγματα και χρόνια τώρα υποτίθεται πως παίρνουν μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Η τελευταία, όμως -όπως όλοι ξέρουμε- ζει και βασιλεύει, ενώ, την ίδια στιγμή, οι κυβερνητικές πολιτικές και μέτρα οδηγούν, κατά κανόνα, στη «σουπερμαρκετοποίηση» του εμπορίου και της οικονομίας γενικότερα. Στη συγκέντρωση, δηλαδή, των σχετικών δραστηριοτήτων, σε όλο και λιγότερα χέρια. Τον ίδιον ακριβώς στόχο έχουν και τα τελευταίως προωθούμενα μέτρα, σχετικά με τις λαϊκές αγορές.

Το πρόβλημα, πάντως, της ακρίβειας θα παραμένει και μπορεί να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά και αποφασιστικά μόνο στα πλαίσια μιας ριζικά διαφορετικής πολιτικής, που θα βάλει στο περιθώριο τα συμφέροντα και την απληστία των διαφόρων χοντρεμπόρων και μεγαλοβιομηχάνων. Μιας πολιτικής, που θα αξιοποιεί σχεδιασμένα και αποτελεσματικά τόσο το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, όσο και τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους, προς όφελος όμως των εργαζομένων και της λαϊκής οικονομίας γενικότερα. Μόνο στα πλαίσια αυτής της πολιτικής μπορεί να υπάρξουν επαρκή σε ποσότητα, φτηνά και καλής ποιότητας προϊόντα, είτε αγροτικά είτε βιομηχανικά, ενώ την ίδια στιγμή, ο εργαζόμενος της πόλης και του χωριού θα αμείβεται ικανοποιητικά για τη δουλιά και το μόχθο του. Μόνο στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, μπορούν να έρθουν στο κέντρο της προσοχής και να αντιμετωπιστούν ουσιαστικά τα γενικότερα κοινωνικά προβλήματα. Για παράδειγμα, η αποφασιστική αναβάθμιση της ζωής στην ύπαιθρο.

Ειδικά, βέβαια, για την αγροτική οικονομία, μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι είναι αδύνατη η ουσιαστική αύξηση της αγροτικής παραγωγής, η αποτελεσματική αξιοποίηση σύγχρονων μεθόδων και μέσων, η μείωση του κόστους, κλπ., κλπ., με το σημερινό, κατατεμαχισμένο κλήρο και τη γενικότερη οργάνωσή της. Η ένσταση είναι σωστή και βάσιμη. Αλλωστε, το πρόβλημα αυτό στέκει ήδη μπροστά στους αγρότες -και όχι μόνον- και ζητά επιτακτικά απάντηση και διέξοδο. Και οι απαντήσεις δεν είναι πολλές. Είναι μόνον δύο. Η μία συνοψίζεται στη διέξοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με το ξερίζωμα των μικρών και φτωχών αγροτών και τη συγκρότηση μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Είναι η πολιτική της ΕΕ και των εγχώριων κυβερνώντων, όπως και των κάθε λογής οπαδών των «ευρωμονοδρόμων». Το αποτέλεσμά της το βλέπουμε ήδη στον τομέα του γάλατος και των σχετικών προϊόντων, όπου δυο μεγάλα μονοπώλια (ΦΑΓΕ και ΔΕΛΤΑ) ελέγχουν ήδη το σχετικό κλάδο. Είναι η πολιτική που έχει στο κέντρο της προσοχής της τα συμφέροντα της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας».

Υπάρχει όμως και άλλη απάντηση. Ο δρόμος του σύγχρονου παραγωγικού αγροτικού συνεταιρισμού -στα πλαίσια της προαναφερόμενης πολιτικής της λαϊκής οικονομίας- που μπορεί να προσφέρει όλα όσα κάνει μια καπιταλιστική αγροτική επιχείρηση, στη σύγχρονη οργάνωση και ανάπτυξη της παραγωγής, και πολύ περισσότερα. Και πάνω απ' όλα, μπορεί να γίνει ο βασικός μοχλός για την αποφασιστική αναβάθμιση της αγροτικής οικονομίας, της ζωής του αγρότη και της υπαίθρου γενικότερα, ενώ, είναι η μόνη που οδηγεί σε φτηνά και καλής ποιότητας αγροτικά προϊόντα στον εργαζόμενο της πόλης.


Δ.Τ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ