Κυριακή 20 Οχτώβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Sir Gregory ή καπετάν Γρηγόρης;

Β΄ ΜΕΡΟΣ

Γρηγοριάδης Κώστας

Εβαλα το χαρτί στην τσέπη, χαιρέτησα τον κύριο Μήτσο και βγήκα σαστισμένος στο δρόμο. Η νύχτα ήταν χλιαρή και η ζέστη δε με άφηνε να σκεφτώ. Μάζεψα όσο μπορούσα το μυαλό και σκέφτηκα.

Πρώτον: Ο Βασίλης είχε απόλυτα δίκιο. Η ομολογία του γιατρού δεν άφηνε περιθώριο για αμφιβολίες.

Δεύτερον: Επρεπε να φύγω το ταχύτερο για την Αθήνα. Δεν ήταν δυνατόν να συνυπάρχω με κομπλεξικούς επαρχιώτες που δε χώνευαν τους Εγγλέζους και το έφερναν βαρέως το θέμα του βασιλικού συζύγου.

Τρίτον και το σπουδαιότερο. Ο θείος μού το έκρυβε από αγάπη επειδή φοβόταν μη με χάσει.

Είχα φτάσει μπροστά στο σπίτι, όταν είχα καταλήξει σ' αυτά τα συμπεράσματα. Το φαρμακείο είχε κλείσει και στο πάνω πάτωμα ήταν θεοσκότεινα. Ανέβηκα στις μύτες σχεδόν.

«Γρηγόρη, έλα μέσα, δεν κοιμάμαι».

Ετσι όπως τον είδα στο κρεβάτι του έμοιαζε με γερασμένο αγγελούδι. Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο, αλλά ηλικία; Ω, ναι έχουν δικαίωμα να γερνάνε. Ο θείος Θόδωρος ήταν ένας άγγελος. Του έπιασα με τρυφερότητα το χέρι και είπα σχεδόν ψιθυριστά:

«Σ' αγαπάω θείε, πίστεψέ με. Σ' αγαπάω».

«Και γω παιδί μου, και γω. Εχω σπουδαία νέα. Μου τηλεφώνησε η νονά σου. Σε περιμένει μια θέση στο Υπουργείο Οικονομικών».

Μου ήρθε να φωνάξω από τη χαρά μου. Αλλά δεν είχα φωνή. Να δεις πώς το λέγανε αγγλικά... Public Servant... Δηλαδή. Υπηρέτης του Δημοσίου... Publie Sarvant... Sarvant!!

«Θείε μου αγαπημένε, σε ευχαριστώ που θα με κάνεις υπηρέτη».

«Οχι, Γρηγόρη, άλλο υπηρέτης και άλλο δημόσιος υπάλληλος».

«Ετσι λέγεται αγγλικά. Υπηρέτης. Δεν είναι κακό. Υπηρετώ σημαίνει προσφέρω υπηρεσίες. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Οταν θα πάρεις σύνταξη, θα πάμε μαζί στο Λονδίνο... Θείε, γιατί με κοιτάς παράξενα; Γιατί γούρλωσες τα μάτια σου; Μίλα μου».

Ετσι γαλήνια στην αγκαλιά μου τον ανάπαυσε ο θεός, ίσως τη στιγμή που έκανε όνειρα για μένα, για το ταξίδι μας. Ηταν καλός ο μακαρίτης. Πολύ καλός.

Μια βδομάδα μετά το διορισμό μου με επισκέφτηκε ο Βασίλης στο δωμάτιό μου, για πρώτη και τελευταία φορά. Κάθισε στο ντιβάνι μου, δεν είχα άλλη καρέκλα και μου έδωσε τη φωτογραφία, αυτή που έχω τώρα πάνω στο γραφείο μου.

«Ποιοι είναι;» ρώτησα, ενώ μια ανατριχίλα περνούσε όλο μου το σώμα.

«Ο Γκρέγκορι Πεκ με Αντζελα Πεκ. Ο πρόγονός σου...».

Με χέρια που τρέμανε την περιεργάστηκα με δέος. Η ομοιότητα ήταν εκπληκτική. Αν είχα μουστάκια θα ήμουνα φτυστός.

Τη γύρισα πίσω και διάβασα London 12.3.1880 on Holidays.

«Από τότε είχε ανακαλυφτεί η φωτογραφία... Για σκέψου!»

«Και η φωτογραφία είχε ανακαλυφτεί και το χαστούκι. Ορίστε τι μου έκανε η γιαγιά μου, μόλις με είδε να τη βουτάω απ' τα χαρτιά της».

Τέσσερις κατακόκκινες δαχτυλιές, χαλκομανία στο μάγουλό του.

«Γιατί το έκανε;».

«Δεν ξέρω, υποπτεύομαι ότι είναι σοβινίστρια. Εγώ πάντως έκανα το χρέος μου, σε έμαθα από πού κρατάει η σκούφια σου. Την άλλη εβδομάδα πάω φαντάρος. Ισως κάνουμε πολύ καιρό να ιδωθούμε. Αντε, καλή τύχη Γρηγόρη».

Τον έβγαλα μέχρι έξω και για να σταματήσω ένα δάκρυ, έκανα πως τάχα κάτι μου είχε μπει στο μάτι. Δεν έδειξα τη συγκίνησή μου. Ημουνα φλεγματικός, ομολογουμένως.

Στο Υπουργείο οι μέρες, οι βδομάδες, ακόμα και τα χρόνια κύλησαν ήρεμα, σχεδόν ευτυχισμένα. Οι εκάστοτε προϊστάμενοί μου με εκτιμούσαν ιδιαίτερα, γιατί ήμουνα τυπικός στην ώρα μου και προσεκτικός στη δουλιά μου. Κι άλλωστε πάντα τους... ενημέρωνα για ό,τι συνέβαινε τις ώρες που εκείνοι απουσίαζαν. Πραγματικό φίλο δεν είχα. Οχι πως μερικοί από τους συναδέλφους μου δεν ήταν συμπαθητικοί, αλλά να, δεν είμαι εύκολος. Μονάχα με τον Λάκη έκανα λίγη παρέα. Δύο φορές πήγαμε σε επιθεώρηση, μια φορά στο γήπεδο και μια φορά να χορέψουμε με δυο γνωστές του. Από εκείνη τη βραδιά που πήγαμε στο «Galaxy» του «Χίλτον» συνδέθηκα με τη Μαίρη που ήταν τόσο όμορφη, όσο σχεδόν και η Βουγιουκλάκη. Σε κάποια γιορτή μού είχε χαρίσει ένα κουταβάκι ράτσας, τον Φοξ. Καημένε Φοξ, πιστέ σύντροφέ μου, έπεσες θύμα της ασφάλτου. Τι φριχτό θέαμα για έναν ευαίσθητο άνθρωπο σαν και εμένα. Τώρα που θα βγω έξω, θα είμαι μόνος. Ανάβω την πίπα μου, παίρνω την ομπρέλα μου, βάζω την καμπαρτίνα μου. Κλειδώνω και βρίσκομαι στο δρόμο. Σταματάω στο περίπτερο και αγοράζω το «Φαντασμαγορικό». Προχωρώ. Τα βήματά μου με πηγαίνουν όπου θέλουν. Το μυαλό μου πάλι γυρίζει στο παρελθόν. Μπα σε καλό μου, τι έπαθα; Πάλι θυμάμαι γεγονότα που θέλω να ξεχάσω για πάντα.

Αχ, εκείνη η άνοιξη του '64 με πλήγωσε, Δεκαπέντε Μαρτίου, όχι Δεκαπέντε του Μάρτη, η γλώσσα έχει αλλάξει, τα 'χω διαβάσει στο «Φαντασμαγορικό». «Ειδή» του Μάρτη ήταν, όταν για πρώτη φορά άργησα δέκα ολόκληρα λεπτά και ο φίλος, ο συγγενής και προϊστάμενος μου με περίμενε όρθιος σαν γυμνασιάρχης. Και προπάντων - ιδού το πονηρόν - γιατί προσπάθησε να με εμπλέξει στη συζήτηση; Ηθελε να με εκθέσει, είναι ολοφάνερον. Μόλις μείναμε μόνοι με ρώτησε.

«Εντάξει;».

«Τι θα πει εντάξει, δε σε καταλαβαίνω».

«Μα τι λέγαμε τόση ώρα; Δεν πρέπει να χαθεί ψήφος».

«Δε με αφορά το θέμα».

«Σου είναι αδιάφορο ποιος σε κυβερνάει;».

«Να αποφασίσει ο βασιλιάς», είπα κοφτά.

Ο Βασίλης κοκκίνισε, κιτρίνισε και τελικά άσπρισε.

«Και οι μαύροι ξύπνησαν και εσύ μιλάς για βασιλιά; Πρέπει να ψηφίσουμε ένα κόμμα που θα νοιαστεί το συμφέρον του λαού. Ενα κόμμα που θα νοιαστεί για την παιδεία, για τα γηρατειά, για την περίθαλψη, για τις συντάξεις...».

«Ετσι κι αλλιώς εγώ θα έχω σύνταξη».

«Εσύ θα έχεις και καλή μάλιστα. Οι άλλοι;».

«Σκοτίστηκα για τους άλλους».

«Ντιπ τομαριστής είσαι, μωρέ Γρηγόρη; Μια θεσούλα, μια συνταξούλα και σε αγοράσανε;».

Μου ήρθε το αίμα στο κεφάλι.

«Κανείς δε με αγόρασε και κανείς δε θα με πουλήσει».

Η απάντηση ήταν όντως πληγωμένη...

«Επιτέλους. Αυτό ήθελα να ακούσω από το στόμα σου. Μα, να υπάρχουν μερικοί που αγοράζουν και χιλιάδες που πουλιούνται. Και αυτό κάποτε πρέπει να σταματήσει».

«Τέλος πάντων, ας υποθέσουμε ότι έβαζα υποψηφιότητα στις εκλογές, παράδειγμα υπ' όψιν. Θα με ψήφιζες;».

«Είναι για κουβέντα;».

«Ναι, αλλά με ποιο κόμμα;».

«Με οποιοδήποτε».

«Γιατί;».

«Γιατί θέλω να πιστεύω πως είσαι φίλος μου και θα με πρόσεχες. Γι' αυτό και μόνο».

Τινάχτηκε σαν να είχε πάθει ηλεκτροπληξία. Εμεινε βουβός για λίγο και μετά τόλμησε να πει:

«Αλίμονο, είσαι αθεράπευτα ηλίθιος, Γρηγόρη. Δεν έχεις σωτηρία. Σου εύχομαι να πάρεις τη συνταξούλα σου, αλλά όχι και να έχεις βασιλιά, γιατί αν έχεις εσύ, δυστυχώς, θα έχω και εγώ. Βλέπεις είμαστε και οι δύο Ελληνες».

Και το φλέγμα ακόμα εξαντλείται. Είπα:

«Ε, όχι και οι δυο.., εσύ έχεις το δικαίωμα να είσαι ό,τι θες και ας με απολύσεις απ' το Υπουργείο... Δε σε φοβάμαι».

«Γιατί να σε απολύσω, μήπως είσαι ο μοναδικός βλάκας εκεί μέσα; ΄Η σου έχει περάσει από το νου πως το υπουργείο είναι τσιφλίκι μου;».

«Τσιφλίκι σου δεν είναι, αλλά εσύ ξέρεις την καταγωγή μου, κύριε Γενικέ! Θα σε παρακαλέσω στο γραφείο να με καλείς μόνο για υπηρεσιακούς λόγους. By the way, αν έχεις την καλοσύνη ταχυδρόμησέ μου τους τίτλους μου, συστημένο...». Περήφανος και με ανασυνταγμένες τις δυνάμεις μου κατευθύνθηκα προς την πόρτα.

«Την ψώνισες μωρέ; Πλάκα σου έκανα. Μικρός ήμουνα, που να το φανταστώ πως θα το έπαιρνες στα σοβαρά; Είχε δίκιο η γιαγιά μου που μου άστραψε το σκαμπίλι, όταν είδε τη φωτογραφία που είχα αγοράσει στο Μοναστηράκι. "Θα τον αποτρελάνεις, παλιόπαιδο" φώναξε. Ε, ρε κοίτα κάτι πράγματα...».

Τι ήθελα και τα θυμόμουν, γιατί να ξύνω πληγές; Και μετά, εκείνη τη Δευτέρα μετά την Εθνοσωτήριο Επανάσταση, πόσο άσχημα ένιωσα όταν μου ζήτησε ο νέος Γενικός - πλάκα τα γαλόνια - να του πω τι γνώριζα για τον προκάτοχό του;

Και γιατί ένιωσα άσχημα; Την αλήθεια είπα κι η αλήθεια πρέπει να λάμπει, πάντα. Κουρασμένος κάθομαι στην πολυθρόνα του ζαχαροπλαστείου. Διψάω.

«Γκαρσόν. Μια μπίρα σε παρακαλώ».

«Να γίνουν δύο».

Γυρίζω και κοιτάζω σαν υπνωτισμένος τον κάτοχο αυτής της φωνής.

«Μικρός που είναι ο κόσμος Γρηγόρη - συνεχίζει η φωνή. Πολύ μικρός και γεμάτος συμπτώσεις. Πώς πάει η δουλιά;».

«Πήρα σύνταξη προ ολίγων ημερών» ακούω τη δικιά μου φωνή να λέει με φυσικό τρόπο. Λες και ήταν φυσικό μετά από τόσα χρόνια να κάθομαι στο ίδιο τραπέζι με τον Βασίλη και να μιλάμε σαν να μην έχει συμβεί τίποτε.

«Τόσο γρήγορα;».

«Αρκετά πρόσφερα. Καιρός είναι να γλεντήσω λιγάκι. Εσύ τι κάνεις; Αδύνατο σε βλέπω...».

Οι μπουκάλες ακουμπάν πάνω στο τραπέζι εχθρικά, η μια απέναντι στην άλλη. Το γκαρσόνι τις ανοίγει και απομακρύνεται.

«Αντε στην υγειά σου» κάνει εύθυμα ο Βασίλης και μου τσουγκρίζει το ποτήρι.

Ολα είναι φυσικά. Αφού όμως είναι όλα φυσικά, γιατί δεν είμαι κι εγώ φυσικός και άνετος; Ιδού η απορία.

«Παντρεύτηκες;».

«Οχι».

«Και εκείνη η μικρή, Μαίρη δεν τη λέγανε, τι απόγινε;», συνεχίζει αδιάκριτα.

«Μαίρη τη λέγανε, αλλά καλύτερα να έλεγε από την αρχή την αλήθεια. Το τεσσάρι ήταν δυομισάρι και τα 100 τ.μ. 55. Προτίμησα να είμαι μόνος και έξυπνος, παρά βλάκας με παρέα...».

«Ακόμα ο ίδιος είσαι. Δεν άλλαξες καθόλου».

«Γιατί να αλλάξω; Μια χαρά είμαι...».

Τώρα ναι, είμαι φυσικός, η κουβέντα στρώνει, ο ήλιος του Δεκέμβρη συνεχίζει να απουσιάζει. Η έκπληξη έχει περάσει, η μπίρα με ηρεμεί και ακούω την ίδια φωνή να μου λέει τα πιο παλαβά πράγματα. Μα τι άλλο να περιμένει κανείς από τον Βασίλη;

«Βλέπεις εκεί ψηλά τον Αγνωστο Στρατιώτη; Αναρωτήθηκες ποτέ αν έχει νιώσει την επιθυμία να σηκωθεί για λίγο από το μνήμα του, να ξεμουδιάσει; Να κατέβει εδώ στο καφενείο, να καθίσει ανάμεσά μας, να πιει μια μπίρα κι ίσως να κάνει καμάκι... Νέος δεν είναι; Γιατί όχι;».

«Πάντως ιδιόρρυθμος, ούτε εσύ άλλαξες».

«Ισως. Τι θα ψηφίσεις την Κυριακή;».

«Δε θα ψηφίσω».

«Εχασες το εκλογικό σου βιβλιάριο;».

«Εχω προγραμματίσει εκδρομή. Αλλωστε, γιατί να ταλαιπωρηθώ, γιατί να χάσω την ώρα μου, αφού τίποτε δε με αντιπροσωπεύει πια;».

«Το Δημοψήφισμα δεν είναι γεύμα αλά καρτ. Είναι νταμπλ ντοτ. Δε ρωτάνε: "Τι θα πάρετε κύριε Πέκουλα;" Σου λένε: "Ψάρι" ή "κρέας". "Διάλεξε"».

«Δεν πεινάω. Αν παρομοιάζεις την πολιτική με το φαγητό, τότε, αγαπητέ, προτιμώ να μείνω νηστικός».

«Θα πεθάνεις από ασιτία... Δεν πεινάς... Κάποτε όμως, αγαπητέ Γρηγόρη, πεινούσες. Πεινούσες τόσο πολύ που με κατέδωσες. Μη με κοιτάς έτσι, είδα, διάβασα την αναφορά σου. Τα ξέρω απέξω. Θέλεις να σου τα πω, για να σου φρεσκάρω τη μνήμη;».

«Οχι, προς Θεού... Σε παρακαλώ».

«Αλλά έτσι για την ιστορία, σου λέω πως τότε ακόμη δεν ήμουνα κομμουνιστής, προοδευτικός μονάχα. Ξέρεις, μικρός ονειρευόμουνα να ζήσω ανάμεσα σε γνωστικούς, για να μπορώ να κάνω τρέλες. Το 'φερε έτσι η ατυχία να ζήσω εφτά χρόνια με τρελούς, με αποτέλεσμα να αναγκαστώ να συμπεριφέρομαι γνωστικά... Γρηγόρη, αυτό το δημοψήφισμα θα περάσει στην ιστορία σαν ολόκληρο κεφάλαιο. Ενα κεφάλαιο που θα αλλάξει την ίδια την ιστορία. Πρέπει λοιπόν να βοηθήσεις... Ειδικά εσύ...»

«Ειδικά εγώ;».

Κόβει τη φράση για να ανάψει τσιγάρο. Αποτελειώνει αργά την μπίρα του. Καίγομαι να μάθω, αλλά συνεχίζω να παριστάνω τον αδιάφορο.

«Γιατί εσύ δεν είσαι όποιος και όποιος, εσύ είσαι ο τρισέγγονος του καπετάν Γρηγόρη του Πέκουλα, που 'φαγε χίλιους οχτρούς το '21. Ασε, ξέχνα τον Γκρέγκορι Πεκ και τις τρίχες κατσαρές.

Ζήλευα ρε παιδάκι μου, ανθρώπινη η ζήλια, ζήλευα την ηρωική σου καταγωγή και σε αποπροσανατόλισα. Εφταιξα, συγχώρα όμως, όπως σε συγχώρεσα και εγώ... Χάρη στον καπετάν Γρηγόρη λευτερώθηκε ο Μοριάς, βοήθα και συ να λευτερωθούμε από το καρκίνωμα της Βασιλείας. Πού ήταν οι πρόγονοι αυτού του κυρίου "Κωνσταντίνου της Ελλάδος", όπως αυτοαποκαλείται, όταν ο δικός σου προπάππους ξεψυχούσε σφαγμένος από το βάρβαρο εχθρικό χέρι; Είμαι σίγουρος πως θα ψηφίσεις σαν γνήσιος απόγονος των θρυλικών Πεκουλαίων και το απόγευμα της Κυριακής θα 'ρθεις σπίτι ν' ακούσουμε τ' αποτελέσματα. Και να γιορτάσουμε. Φυσικά, σου έχω την έκπληξη. Να στην πω: Θα σου παραδώσω την πραγματική φωτογραφία του καπετάν Γρηγόρη, το πολεμικό του ημερολόγιο, τη χατζάρα και το καριοφίλι του. Αντε, λοιπόν, γεια χαρά. Και σε περιμένω».

Αφήνει ένα χαρτονόμισμα πάνω στο δίσκο και φεύγει. Τον βλέπω να περπατά με τους ώμους σκυφτούς και να χάνεται στη Φιλελλήνων. Νιώθω χαμένος. Να λέει την αλήθεια; Στυλώνω τα μάτια μου στον Αγνωστο Στρατιώτη σαν να περιμένω να μου δώσει το μήνυμα. Το παίρνω. Ναι, δεν είμαι οποιοσδήποτε, ποτέ μου δεν πίστεψα πως είμαι. Αυτός, ο μαρμάρινος νέος λέγεται και Γρηγόρης. Απότομα η Αγγλία ξεμακραίνει, ξεμακραίνει ώσπου η εικόνα της σβήνει. Η περηφάνια μου τραντάζει όλη μου την ύπαρξη. Νιώθω την ακατανίκητη επιθυμία να φωνάξω, να το διαλαλήσω, να το ακούσει όλος ο κόσμος, ακόμα και το γκαρσόνι κι η ηλικιωμένη κυρία που κάθεται απέναντι πως δεν είμαι ο Sir Gregory, αλλά ο καπετάν Γρηγόρης.

Και φωνάζω: «Είμαι ο Πέκουλας ο ξακουστός. Κάτω ο Βασιλιάς».


Της
Τιτίνας ΔΑΝΕΛΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ