Το Πάσχα το ψάχνω συνήθως στα δυτικά προάστια, μέσα σε άθλια καφέ, όπου η νεολαία προσπαθεί να καταλάβει δίχως γνώσεις και χωρίς καμία πληροφορία τι είναι αυτό το κενό που ανθίζει μέσα στο κεφάλι της, αυτό το κενό το στιγμιαίο, που την αρπάζει και την τινάζει.
Τον Χριστό ψάχνω, όπως τον ψάχνει η μάνα του, που τις φωνές της άκουσε ο ποιητής Κώστας Βάρναλης και κατέγραψε το πάθος: «Α! Πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει / (ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει) / σαν και τ' άλλα σου αδέρφια να σ' είχα γεννήσει / κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση! / (...) Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι /γεμίσει / τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη, / η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει, / ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίσει. / (...) Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου / στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις! / Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!) / δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο το όνομά σου! / Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη... / Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη, / κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά 'ρθει το δείλι, / το σταυρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου και φίλοι. / Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα, / σα ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;", τι 'πες: "Να με"! / Αχ, δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα! / Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σε έμαθ' ακόμα!».
Το Πάσχα ψάχνω μέσα στα άδεια μάτια των συνανθρώπων μου. Αδεια μάτια, αφού κουράστηκαν από την επανάληψη, άδεια, αφού είχαν την ευγένεια ν' αποσυρθούν μπροστά στη χυδαιότητα του θεάματος. Αδεια, για να μη γίνουν συνένοχα κανενός, σε καμία βρωμιά, άδεια, αφού έκαναν μια ηρωική έξοδο, θεωρώντας το σώμα Μεσολόγγι. Αδεια, γιατί καμιά φορά η σκοτεινιά είναι προτιμότερη, όταν τα πάντα προσβάλλουν το φως. Αδεια, για να μαζέψουν δύναμη και να επανέλθουν. Αυτό οι χριστιανοί το λένε Ανάσταση, εγώ το ονομάζω Επανάσταση.
To Πάσχα ψάχνω να βρω μέσα από τα κρυφά σημάδια που άφησαν όσοι πέθαναν από την πρέζα. Χάρη σ' αυτά, ίσως κάποτε να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι είναι ο παράδεισος.