Κυριακή 11 Μάη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 25
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Η μάνα και ο πόλεμος

Γιορτή της Μητέρας η δεύτερη Κυριακή του Μάη - όμως φέτος το μυαλό και η καρδιά μας δεν μπορεί να μην τρέξει πάλι στην εικόνα της Μάνας μέσα στη δίνη του πολέμου. Η πρόσφατη εισβολή στο Ιράκ έρχεται να επιβεβαιώσει για μια ακόμα φορά τα τελευταία χρόνια πως οι απώλειες των αμάχων στους σύγχρονους πολέμους είναι πολλαπλάσιες από αυτές των στρατιωτών - και μάλιστα των επιτιθέμενων...

«Εκσυγχρονισμένος» και ο θάνατος, μηχανεύεται περίτεχνους τρόπους για να είναι πιο αποτελεσματικός, όπως λ.χ. οι βόμβες διασποράς που πολλαπλασιάζουν τα θύματα, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Παιδιά που συχνά μόλις πρόλαβαν να δουν το φως της ύπαρξης, πριν επιστρέψουν βίαια και οδυνηρά στο σκοτάδι, χωρίς να έχουν διανύσει παρά ελάχιστα το φυσικό τους κύκλο... Πάνω από ένα εκατομμύριο παιδιά νεκρά στο Ιράκ τα τελευταία χρόνια, ενώ το 50% των μέχρι σήμερα νεκρών Παλαιστινίων είναι παιδιά κάτω των 18 χρόνων και πιο πίσω: Από τους 3.000 νεκρούς του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία το 30% ήταν παιδιά και στο Αφγανιστάν; Πόσα μικρά χάθηκαν στους βομβαρδισμούς, πόσα σακατεύτηκαν, πόσα κινούνται με τεχνητά μέλη; Εκατομμύρια μητέρες στον πλανήτη βλέπουν τα παιδιά τους να σταυρώνονται, πριν φτάσουν στην ηλικία του Χριστού. Ανώνυμες Παναγίες, άγνωστες πρωταγωνίστριες χιλιάδων τραγωδιών! Ποιος Αισχύλος, ποιος Σοφοκλής, ποιος Ευριπίδης θα γράψει για τις Τρωαδίτισσες του 21ου αιώνα; Ποιος θα θρηνήσει τους νέους μικρούς Αστυάνακτες που δεν γκρεμίζονται από τα τείχη της Τροίας, αλλά βομβαρδίζονται από τους ανάλγητους εχθρούς;

Ισως την αρχή στον καινούριο αιώνα να κάνουν μόνο δημοσιογράφοι - πολεμικοί ανταποκριτές - και μάλιστα γυναίκες: Οπως λ.χ. η συνάδελφος δημοσιογράφος Ντίνα Βαγενά, που πρόσφατα διαβάσαμε ένα συγκλονιστικό αντιρεπορτάζ της για μια μητέρα στην Τζενίν. Μια μητέρα που επί δύο μέρες καθόταν πάνω σ' ένα λόφο από μπάζα που πριν ήταν το σπίτι της! Σιωπηλή, με στεγνά μάτια, μέσα στην αφόρητη αποφορά των πτωμάτων, να μην τρώει, να μην πίνει, να μην κινείται... Οι στρατιώτες είχαν σκοτώσει τον άντρα και το μωρό της, ενώ τα άλλα δυο μικρά της την τραβούσαν μάταια από το φουστάνι... Η πένα της δημοσιογράφου έγινε πινέλο, φιλοτεχνώντας αυτή την οδυνηρή εικόνα της μάνας μέσα στην καταστροφή...

...Εικόνες που ανακαλούν στη μνήμη εμπειρίες από έναν πόλεμο που επέβαλαν στη χώρα μας οι Αγγλοαμερικανοί ιμπεριαλιστές πριν από 54-55 χρόνια. Μαρτυρίες που αφορούν την άφατη οδύνη της μητέρας που χάνει το σπλάχνο της, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα για να το σώσει. Να ξεκινήσουμε από τις σπαρακτικές μαρτυρίες στο τελευταίο βιβλίο της Ναταλίας Αποστολοπούλου «Για έναν κόσμο καλύτερο και δικαιότερο» (εκδόσεις «Εντός»).

Απρίλης του 1949 και οι άμαχοι γέροντες, τραυματίες, γυναικόπαιδα τρέχουν να σωθούν από το στρατό. Η Ολγα, η μάνα, διηγείται: «Τρέχουμε λοιπόν καταγδαρμένοι, ματωμένοι, αλαφιασμένοι και πανικόβλητοι ν' ανταμώσουμε την ελπίδα: και βρίσκεται μπροστά μας ένα κατεβασμένο ποτάμι, θολό κι ανταριασμένο, να βουίζει απειλητικό κι επικίνδυνο! Λυθήκανε τα γόνατά μας. Κόπηκε η πνοή μας: Αυτή την "ελπίδα" - καταδίκη - όριζε η μοίρα μας;

Πάρε με μαζί σου, μαμά!

»Εκεί, φάτσα με το χάρο που μας καρτερεί, βλέπω ένα γνωστό μου αντάρτη, υπεύθυνο κάποιας σοβαρής αποστολής, τον Κώστα. Στέκει κι αυτός αλλοπαρμένος μπροστά στη φοβερή κατεβασιά. Πέφτουμε μαζί, σχεδόν, στο νερό. Στην πλάτη μου έχω δεμένη με τις φασκιές της τη μικρή μου Μαίρη, δυο χρονών. Το νερό με κόβει ως το στήθος! "Δώσ' μου το χέρι σου", λέω στον αντάρτη. Μου προτείνει την κάννη του τουφεκιού του. Κι όπως είναι κάτασπρος σαν χαρτί, μου δίνει την τελευταία του - θαρρείς - εντολή. "Μη σηκώσεις καθόλου τις πατούσες σου από τον πάτο του ποταμιού. Μόνο σουρτά - σουρτά! Να προχωρείς. Πρόσεχε!!!".

Κι όπως ρίχνω τη ματιά μου αρπαχτά πίσω μου, παίρνει το μάτι μου τη Βάσω μου - το μεγαλύτερο κοριτσάκι μου να ικετεύει: "Πάρε με και μένα μαζί σου, μαμά"! Κι εγώ η πικρή: "Περίμενε. Περίμενεεεε!". Μα δεν μπορώ να ξέρω, αν μέσα σε κείνη τη βουή και τον τάραχο, άκουσε τίποτα το παιδί! Και το βλέπω - μοίρα μου κακή! - να ρίχνεται μέσα στην κατεβασιά, να σέρνεται σαν ξερό φύλλο, να στροβιλίζεται και να χάνεται από τα μάτια μου! Κι εγώ η μαύρη να κρατιέμαι ακόμη από την κάννη τ' αντάρτικου τουφεκιού και τα πόδια μου σουρτά - σουρτά να με οδηγούν στη στεριά!!! Δεν μπορώ να ξέρω αν ζω ή αν πέθανα! "Μακελάρηδες του πολέμου! Ανύπαρκτοι θεοί! Χάος και έρεβος! Θέλω να πεθάνω!"».

Η μελλοθάνατη, πανώρια κόρη μου

Τέλη του 1947, στο Κιλκίς. Η Μαρίτσα, 19 χρονών, σύνδεσμος και αρραβωνιασμένη με αντάρτη, καταδικάζεται «πεντάκις» σε θάνατο με τουφεκισμό. Είχαν προηγηθεί φρικτά βασανιστήρια. Οι μακελάρηδες δεν ανακοινώνουν την ημερομηνία της εκτέλεσης, για να σπάσουν το ηθικό όχι μόνο της οικογενείας της, αλλά και του αγωνιζομένου λαού του Κιλκίς. Υστερα από χρόνια, η μητέρα της εκτελεσμένης - γιαγιά πια - δίνει τη μαρτυρία της στην εγγονή που την καταγράφει:

«Επεφτα να κοιμηθώ το βράδυ» συνεχίζει η γιαγιά «και το πρωί μ' έβρισκε με τα ματιά ορθάνοιχτα, την καρδιά βουτηγμένη στον πόνο, το μυαλό γεμάτο σκέψεις και κακά ενδεχόμενα. Τέσσερα μερόνυχτα κράτησε το μαρτύριο. Κάποιο απ' αυτά τα ατελείωτα βράδια ο ήχος της μηχανής και σε συνέχεια το φρενάρισμα ενός αυτοκίνητου έσκισε στα δυο τη σιγαλιά της νύχτας. Το τεντωμένο μου αυτί αφουγκράστηκε: Μάναααα! η φωνή του λατρεμένου μου παιδιού μού τρύπησε την καρδιά. Σαν τρελή πετάχτηκα έξω, αναμαλλιασμένη και ξυπόλυτη. Αγάντα, καρδιά μου. Στην καρότσα του στρατιωτικού αυτοκίνητου, που ήταν σταματημένο μπροστά στην πόρτα της αυλής μας, ήταν το κοριτσάκι μου ή τουλάχιστον ό,τι είχε απομείνει απ' αυτήν την πανώρια κοπέλα.

Με ματιά γεμάτα λαχτάρα, άπλωνε τα χέρια της προς τα μένα, φωνάζοντας "Μάνααα"! Με δυο δρασκελιές έφτασα κοντά της και άπλωσα με την ίδια λαχτάρα τα χέρια να την αγγίξω, να τη σφίξω στην αγκαλιά μου, να την προστατέψω, να την κρατήσω, μη μου την πάρουν, μη μου ξεριζώσουν τα σπλάχνα. Δεν πρόλαβα. Με ένα απότομο γκάζι το αυτοκίνητο έφυγε σαν βολίδα. Δε μ' άφησαν ούτε καν να την αποχαιρετήσω, να τη φιλήσω για τελευταία φορά. Δεν επέτρεψαν ούτε μια τελευταία αγκαλιά στη μάνα και στη μελλοθάνατη κόρη. Εμεινα εκεί, καταμεσής του δρόμου, βουβή, να βλέπω το αυτοκίνητο - νεκροκρέβατο να παίρνει μακριά μου το παιδί μου, το αίμα μου, το σπλάχνο μου, τη ζωή μου. Κόρη μου! Λατρεμένη μου κόρη!

Πήρα να κυνηγώ το αυτοκίνητο από πίσω. Δεν το προλάβαινα, τα χαλίκια μάτωναν τα γυμνά μου πόδια, μα εγώ συνέχιζα να τρέχω ξοπίσω του. Τριακόσια μέτρα μακριά, στο νεκροταφείο, σταμάτησε και έσβησε τη μηχανή του. Το σκοτάδι αραιό, μόλις που άρχιζε να αχνοφέγγει και η ησυχία νεκρική!

Και τότε, μέσα στη σιγαλιά, βρόντηξε ο πρώτος πυροβολισμός. Και ύστερα και δεύτερος και τρίτος. 11 Νοεμβρίου 1947! Τα βόλια των άνανδρων φονιάδων καρφώθηκαν στο κορμάκι του παιδιού μου. Μαρμάρωσα! Αγάντα, καρδιά μου! Πώς και δε σταματάς τους χτύπους σου. Πώς και αντέχεις ακόμα και τρέχεις προς το νεκρό σου παιδί;».


Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ