Τρίτη 30 Δεκέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πώς γνώρισα το ΚΚΕ

Στις χωρίς τελειωμό περιπέτειες, στο δράμα και στον πόνο των αγωνιστών του ΚΚΕ είναι αφιερωμένη η παρακάτω αφήγησή μου, πρόσφορο δικό μου στο γιορτασμό των 85 χρόνων του ΚΚΕ.

Δε θυμάμαι καλά αν ήταν χειμώνας του '48 ή του '49. Οι ήρωες της ακόλουθης περιπέτειας καθώς και οι γονείς μου δε ζουν πια για να επιβεβαιώσουν τον ακριβή χρόνο. Αυτό που θυμάμαι είναι το κρύο εκείνου του χειμώνα. Βέβαια, πάντα έκανε παγωνιά στο μικρό μας σπίτι. Τι σπίτι δηλαδή, μια κάμαρη όλο κι όλο και μια μικρή κουζίνα που έμπαζαν από παντού. Το κρύο όμως εκείνου του χειμώνα ήταν ιδιαίτερα ανυπόφορο μια και η σόμπα ήταν σχεδόν πάντα σβηστή. Αν και πέρασε πάνω από μισός αιώνας, ακόμη μου είναι ανεξήγητο πώς μια καμαρούλα μια σταλιά, στα εβραίικα της Θεσσαλονίκης, χώρεσε τόσους ανθρώπους και τόσο πόνο.

Εκείνον το χειμώνα φιλοξενούσαμε τη θεία μου, πρώτη εξαδέλφη της μάνας μου, τον άνδρα της και τη μεγάλη κόρη τους, γύρω στα 20, που είχαν κατέβει από ένα χωριό της Κοζάνης. Το μονάκριβο αγόρι τους, ο δεύτερος ξάδελφός μου δηλαδή, ένα τσομπανόπουλο 16 χρόνων, ήταν φυλακισμένος στο Γεντί Κουλέ, καταδικασμένος από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο γιατί ήταν, λέει, αγγελιοφόρος των «κομμουνιστοσυμμοριτών» και περίμεναν από μέρα σε μέρα την εκτέλεσή του.

Ο πατέρας έκανε «ανακατατάξεις» στο σπίτι για να βολευτούμε καλύτερα. Στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι κοιμόταν ο θείος μου με τη θεία μου. Στο μικρό, που το «έκτισε» ο πατέρας μου μόνος του, κοιμόταν η εξαδέλφη μου με τη μεγάλη μου αδελφή, 17 ετών. Ανάμεσα στα δύο κρεβάτια, σε στρωσίδια στο πάτωμα, ο πατέρας και η μητέρα. Σε μια στενή γωνιά, που μόλις μας χωρούσε, ο μεγάλος μου αδελφός, 14 ετών, και εγώ, κάπου στα 9.

Δε θυμάμαι πώς και από πού κολλήσαμε ψώρα. Εκείνο που θυμάμαι ήταν πως μόνον η μικρή μου αδελφή έμεινε απρόσβλητη και ότι ξυνόμασταν άγρια κάνοντας σημάδια με τα νύχια μας στις πλάτες και στα στήθη μας. Ο πατέρας προμηθεύτηκε από ένα φαρμακείο, μία αλοιφή και κάθε βράδυ αλείφαμε το σώμα μας σε βάρδιες. Πρώτα οι γυναίκες αφού οι άνδρες βγαίναμε έξω και μετά οι άνδρες αφού οι γυναίκες μαζεύονταν στην κουζίνα.

Κάθε πρωί, σχεδόν χαράματα, ακούγαμε τους μεγάλους να ετοιμάζονται για τις επισκέψεις της μέρας. Ετρεχαν στις φυλακές του Γεντί Κουλέ, στην αστυνομία, στο δικηγόρο κι από εκεί στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος και πάλι πίσω στις φυλακές. Το βράδυ, θλιμμένοι, κατάκοποι, με πρησμένα σχεδόν πόδια, γύριζαν στο σπίτι θεονήστικοι και το μόνο που τους περίμενε ήταν, τις περισσότερες φορές, ζεστό νερό στην κατσαρόλα για το βραδινό τσάι. Η μητέρα επαναλάμβανε μονότονα: «Μη βάζετε πολλή ζάχαρη, δε θα 'χουμε για το πρωινό». Τρώγαμε σε βάρδιες γιατί δεν έφταναν ούτε τα φλιτζάνια, ούτε τα κουτάλια, μα ούτε και οι καρέκλες.

Οι γονείς μου, πρόσφυγες για δεύτερη φορά στη ζωή τους, προσπαθούσαν να ξαναφτιάξουν το νοικοκυριό τους. Κυνηγημένοι από τον τόπο τους, ένα μικρό χωριό της Δράμας, έφτασαν μετά από απίστευτες κακουχίες και περιπέτειες, μαζί με τα τρία παιδιά τους, σχεδόν ρακένδυτοι, στη Θεσσαλονίκη. Ενα χρόνο αργότερα, το Σεπτέμβρη του '44, για να γλιτώσουμε τους βομβαρδισμούς της Θεσσαλονίκης από τους Αγγλους, φύγαμε από την πόλη. Το ίδιο βράδυ, σε μικρή σπηλιά έξω από τη Νεάπολη, γεννήθηκε η μικρή μου αδελφή.

Μετά το βραδινό η ατμόσφαιρα κάπως χαλάρωνε. Σε μια γωνιά δίπλα στην κουζίνα αποτραβιόταν ο πατέρας με το θείο. Συζητούσαν χαμηλόφωνα επί ώρες και όταν ερχόταν η ώρα για ύπνο ξαφνικά δυνάμωναν τη φωνή τους για να κάνουν γνωστό το πρόγραμμα της επόμενης μέρας, που ήταν σχεδόν πάντα το ίδιο, με αλλαγές ίσως στη σειρά των επαφών τους. Το μόνο που άλλαζε ήταν, όταν ο θείος έπαιρνε το λεωφορείο και πήγαινε κάθε τόσο στο χωριό του.

Στην άλλη γωνιά του δωματίου, δίπλα στο παράθυρο, καθόταν η θεία μου στη μία από τις δύο καρέκλες του σπιτιού και αγνάντευε έξω από το παράθυρο με ένα απλανές βλέμμα. Η ατμόσφαιρα φορτιζόταν όταν η θεία μου άρχιζε να κουνά μονότονα το σώμα της μπρος-πίσω και ξάφνου ξεσπούσε σε λυγμούς, που γρήγορα μετατρέπονταν σε μοιρολόι. Η ξαδέλφη μου και η μάνα μου προσέτρεχαν κοντά της και αγκαλιασμένες οι τρεις γυναίκες μοιρολογούσαν μέχρι να κουραστούν και να στεγνώσουν τα μάτια τους. Εμείς οι μικροί, στριμωγμένοι στη γωνιά μας, συμπάσχαμε με τη σιωπή μας. θυμάμαι τη μικρή αδελφούλα μου, σφιγμένη στην αγκαλιά μου, να κοιτάζει μια τη μητέρα μας και μια εμένα, με τα μάτια της βουρκωμένα και γεμάτα απορία, σαν να 'θελε να καταλάβει το δράμα που παιζόταν γύρω της.

Δεν ξέρω από πού είχαν μάθει οι γείτονες την τραγωδία της οικογένειάς μου. Από την πρώτη κιόλας στιγμή μάς περιέβαλαν με συμπάθεια. Δεν έλεγαν πολλά, εξαιτίας του φόβου του χαφιέ της γειτονιάς, όμως τα βλέμματά τους ήταν γεμάτα συμπόνια. Οι γειτόνισσες σχεδόν καθημερινά έρχονταν με φαγητό ή ζυμωτό ψωμί. Τα άφηναν σιωπηλά στην κουζίνα κι έφευγαν χωρίς να λένε πολλά, σημάδι της πιο ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ανιδιοτελούς συμπαράστασης. Ακόμη κι ο Κωστάκης, ένα αγόρι λίγο μεγαλύτερο από μένα, που και οι δύο γονείς του ήταν εξορία και κοιμόταν πολλές φορές σε μια μικρή παράγκα που είχαμε κάτω από το παράθυρό μας, εκείνες τις μέρες δεν ξεκόλλησε ούτε μια στιγμή από το σπίτι μας, πρόθυμος να εκτελέσει το κάθε θέλημα που του ανέθετε η μητέρα. Δε θυμάμαι να είχα δει τον Κωστάκη άλλη φορά τόσο αμίλητο και τόσο θλιμμένο.

Ενα βράδυ, μόλις επέστρεψα από τη δουλιά - μετά το σχολείο δούλευα σε ένα ξυλουργείο κοντά στη γειτονιά - βρήκα το σπίτι γεμάτο γέλια ανάκατα με κλάμα. Η αδελφούλα μου, όπως συνήθιζε να κάνει, έτρεξε σε μένα ψάχνοντας στις τσέπες να βρει κάποια καραμέλα, κανένα ξερό σύκο ή κάτι άλλο φαγώσιμο. Προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε, άκουσα το θείο μου να λέει στον πατέρα μου: «Το σώσαμε το παιδί, Πέτρο, το σώσαμε!». Ο πατέρας τον κοίταξε λυπημένα και του 'πε κάπως θυμωμένα (ο θυμός και η πικρία του όμως είχαν άλλους αποδέκτες): «Οι λίρες έσωσαν τον Δημήτρη, ξάδελφε, εμείς δεν κάναμε τίποτα!». Ο θείος, στις ανόδους του στο χωριό, είχε πουλήσει τις δύο αγελάδες του και τα λίγα πρόβατα που είχε. Η μητέρα μου ήρθε στην πόρτα να με υποδεχτεί, γονάτισε και με έσφιξε στην αγκαλιά της κλαίγοντας με αναφιλητά. Αργότερα σε διηγήσεις της έλεγε ότι το κλάμα ήταν για τη «χάρη» που πήρε ο Δημήτρης. Το βλέμμα μου πάνω από τον ώμο της μητέρας καρφώθηκε στο αξύριστο και χαρακωμένο από τις κακουχίες πρόσωπο του θείου. Ποτέ μας δεν είδαμε ούτε ένα δάκρυ να αναβλύζει από τα μάτια του. Μόνο μια φορά άκουσα τον αδελφό μου να λέει στη μητέρα μου ότι είδε τον θείο να κλαίει βουβά στο μικρό μας κήπο. Ολη η κορμοστασιά και η αρχιτεκτονική του προσώπου του μου θύμιζαν τον ήρωα των παιδικών μου χρόνων, τον Οδυσσέα. Ο πατέρας μου κουβαλούσε, από παιδί ακόμη από τον Πόντο, τέσσερα-πέντε βιβλία. Αυτά που θυμάμαι ήταν η Ομήρου Οδύσσεια, Η Ζωή και οι Μύθοι του Αισώπου, η Χρηστομάθεια και κάνα- δυο ακόμη που μας διάβαζε και μας ξαναδιάβαζε. Κοιτάζοντας το υπερήφανο και σοβαρό, αλλά πλημμυρισμένο με καλοσύνη πρόσωπο του θείου, ήμουν έτοιμος να του απευθύνω το λόγο. Ντράπηκα όμως και αντί γι' αυτό χαμήλωσα το κεφάλι και ψιθύρισα με αποφασιστική όμως φωνή, στο αυτί της μητέρας μου: «Οταν μεγαλώσω μαμά, θα γίνω κομμουνιστής».


Λευτέρης ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
Διαμερισματικός σύμβουλος Ε΄ Διαμερίσματος Δήμου Θεσσαλονίκης


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ