Κυριακή 29 Φλεβάρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
Καλώς ωρίσατε

(Τραγούδι ενός Μακρονησιώτη για τους ναύτες ενός Σοβιετικού καραβιού, που πέρασε καπότες απ' το νησί του μαρτυρίου)*

Τα κύματα, που σήκωσε η πλώρη σας

σα χάδια, σα φιλήματα

χάϊδεψαν τον τυρρανισμένο μας το βράχο.

* * *

Ο αγέρας της Ελλάδας

πού παιξε θλιβερούς σκοπούς,

σφυρίζοντας στα κάγγελα της φυλακής μας

τραγούδια χαρούμενα,

κάνοντας τα ξάρτια σας χορδές.

* * *

Τριάντα άνθρωποι

κατακορφα στο βράχο

δεμένοι στους σιδερένιους πάσσαλους,

χτυπημένοι απ' το μαστίγι του δήμιου

και τις καφτές αχτίδες του ήλιου,

που γίνανε κι αυτές μαστίγι

σας αγναντέψαμε, αδέλφια.

* * *

Μα σεις περάσατε τόσο μακρυά

κι ίσως νομίζατε πως βλέπατε

τριάντα κίωνες αρχαίου ναού.

* * *

Οχι! Είμαστε τριάντα αδέλφια σας,

δεμένοι κατακορφα στο βράχο

ένα δάσος από ανθρώπινα κορμιά

που το φύτεψε η Ουώλ-στριτ

και πίνει το παγωμένο κοκτέιλ της

κάτω απ' τη σκιά του

την ώρα που η φωνή μας

σαν πήδακας ακοντίζει τον ουρανό

Νερό! Νερό! Νερό!

* * *

Είμαστε σαν ένα καραβάνι

καταμεσής στην έρημο του Μακρονησιού

η δίψα σκοτώνει

έναν έναν τους δικούς μας

οι άλλοι τραβάμε τη στράτα, που διαλέξαμε,

και το καράβι σας,

σαν όαση ξεπρόβαλλε στο δρόμο μας.

* * *

Είμαστε σαν σχεδίες,

που παλεύουν μεσ' το μαύρο ωκεανό

τα κύματα αρπάζουν

έναν έναν τους δικούς μας

οι άλλοι ταξιδεύουμε

για το λιμάνι της αυγής

κι η σημαία σας

σαν κόκκινος γλάρος μας μήνυσε

πως κάπου κοντά είν' η στεριά.

* * *

Πόσα χρόνια, πόσα χρόνια

διψούσε η καρδιά μας

μια τέτοια συνάντηση.

Και σεις περνάτε τώρα

απ' τα νερά μας

και μεις δεν έχουμε τίποτα,

τίποτα

να σας κεράσουμε, αδέλφια,

εσάς, τα παιδιά της μεγάλης γης

που η Ελλάδα δεν θα μπορούσε

να γράψει όλα τα φχαριστώ

των ανθρώπων της σ' αυτήν

ακόμα κι αν έκανε

όλα τα φύλα των δένδρων της

σελίδες

κι όλο της το γαλάζιο πέλαγος

μελάνι.

* * *

Πόσα χρόνια, πόσα χρόνια

διψούσε η καρδιά μας

για μια τέτοια συνάντηση

και σεις περνάτε τόρα

απ' τα νερά μας

και μεις δεν έχουμε τίποτα

τίποτα

να σας κεράσουμε, αδέλφια.

* * *

Είχε κάποτε η Eλλάδα

ανθρώπους, που βγαίνανε στο δρόμο

να καλωσωρήσουνε τους φίλους

μ' ένα ταγάρι, γιομάτο

στρογγυλές ελιές και ξανθά πορτοκάλλια,

μα τόρα οι δρόμοι ρήμωσαν,

μονάχα οι δήμιοι γυρίζουν

με τους γυλιούς, γιομάτους στρογγυλές σφαίρες

και χειροβομβίδες.

* * *

Είχε κάποτε η Ελλάδα

πλαγιές, που τις γαλήνευε

η τσομπάνικη φλογέρα

και τα γλυκόλαλα κουδούνια

των κοπαδιών,

μα τώρα τις πλαγιές τις αγριεύουν

οι κάνες των δημίων

και το κουδούνισμα της αλυσίδας

στο λαιμό των ανθρώπων,

που σαν κοπάδια

τους φέρνουν στη σφαγή.

* * *

Είχε κάποτε η Ελλάδα

γέρους νιοκάμωτους αμπελουργούς

που σου μιλάγανε, γελώντας,

για το άδικο κρασί

του φρεσκοτρίγυτου αμπελιού τους.

Τώρα έχει μονάχα

κάτι χαροσημάδευτους γονιούς,

που σου μιλάνε κλαίγοντας

για το άλικο αίμα

των σκοτωμένων παιδιών τους.

* * *

Είχε καπότες η Ελλάδα

τον ασπρομάρμαρο Παρθενώνα

που σαν ασπρόμαλλος παπούς

έσκυβε πάνω απ' την Αθήνα

και της μίλαγε για την ευγενική του νιότη,

τώρα τριγυρισμένος

απ' τις ρεκλάμες της κόκα-κόλα

σαν τα μπάρι του Σικάγου

βλέπει την Αμερική να χορεύει

το ξέφρενο σουίγκ της,

μεθυσμένη απ' το αίμα της Ελλάδας.

* * *

Ηταν κάποτε η Πατρίδα μας

ένα κροντήρι αρχαϊκό

σκαλισμένο στο μάρμαρο

γιομάτο απ' το χρυσό φως τ' ουρανού της,

που σαν το μυθικό νέκταρ

έδινε δύναμη στο αίμα των ανθρώπων.

* * *

Ηταν ένα πλατύφυλλο

φιλόξενο πλατάνι

για να ξεκουράζεται στον ίσκιο του ο διαβάτης.

Μα τα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό

και φωτιά έκαψε το πλατάνι.

* * *

Ολα τα κλέψανε, όλα τα κάψανε

έξω απ' την καρδιά μας.

Αυτή ναι

δεν την μάρανε η φωτιά τους

Αυτή ναι

δεν την κάνανε ποτέ δικιά τους.

Η καρδιά μας

σαν κόκκινο τριαντάφυλλο της ειρήνης

ανθίζει πάνω σε τούτο τον βράχο.

* * *

Ας ρίξουν όση φωτιά μπορούν, ας ρίξουν

οι ρίζες της,

φτάνουνε τόσο μακρυά,

όσο κι η σκέψη μας.

Φτάνουν εκεί, που τραγουδάει ο Βόλγας

και σαν αμέτρητα κανάλια

κουβαλάνε το νερό του

ως εδώ.

Η καρδιά μας

σαν κόκκινος φάρος της ειρήνης

τοξεύει το φως της από τούτο το βράχο.

* * *

Ας ρίξουν ολόθενε σκοτάδι, ας ρίξουν

οι ρίζες της

φτάνουν τόσο μακρυά,

όσο και τα όνειρα μας,

φτάνουν εκεί που μουγκρίζουν

οι γεννήτριες τον Δνεπροστρόϊ

και σαν αμέτρητα καλώδια

κουβαλάνε αμέτρητα κιλλοβάτ

ως εδώ.

* * *

Η καρδιά μας

ασώπαστο μεγάφωνο της ειρήνης

σκορπίζει τα τραγούδια της από τούτο το βράχο.

Ας φιμώνουν τα στόματα μας οι εχτροί

οι ρίζες της καρδιάς μας

φτάνουνε τόσο μακρυά

όσο και οι ελπίδες μας

ως το μεγάλο σπίτι της ειρήνης, στη Μόσχα

και σαν αμέτρητα καλώδια

κουβαλάνε χιλιάδες τραγούδια ως εδώ.

* * *

Απ' αυτή τη καρδιά

πούναι το ελεύτερο έδαφος της Ελλάδας

σας φωνάζουμε

Καλώς ωρίσατε. αδέλφια,

καλώς ώρισε

η χαρά, που μας φέρατε,

είχαμε τόσο καιρό

να πούμε καλώς ώρισες,

είχαμε ξεχάσει τούτη τη λέξη

πάνω σε τούτο το βράχο

που χρόνια τόρα

δεν είδε άλλον επισκέφτη

απ' το θάνατο.

* * *

Καλώς ήρθε, αδέρφια, το καράβι σας

η αυλακιά, που άνοιξε

στη θάλασσα

μας θύμισε

τις αυλακιές των χωραφιών μας,

που κάποτε θα τα οργώσει

τ' αλέτρι της ειρήνης.

* * *

Καλώς ήρθε η κόκκινη σημαία

στον αγέρα μας,

μας θύμισε

τα κόκκινα μαντήλια των μανάδων μας,

που κάποτε θα καλωσορίσουν το γυρισμό μας

από το ακρογιάλι του τόπου μας.

* * *

Καλώς ήρθε ο καπνός του φουγάρου σας

στον ουρανό.

Μας θύμισε

την καμινάδα του πατρικού σπιτιού,

που κάποτε θα καπνίσει.

* * *

Καλώς ήρθαν οι άσπροι αφροί

που σήκωσε το καράβι σας.

Μας θύμισαν

τα λευκά κρίνα των βουνών

που κάποτε θα τα μαζέψουμε

για να στολίσουμε τα μαλλιά των κοριτσιών μας.

* * *

Καλώς ωρίσατε, αδέλφια,

τούτη τη λέξη σας τη λέμε κρυφά

όπως ο στρατιώτης στο γράμμα, που τούρθε χαράκωμα

όπως θα το πει η σφυριά στ' αμόνι

και τα θρανία στα παιδιά μας.

* * *

Καλώς ήρθε η χαρά που μας φέρατε

χρόνια τόρα μας χτυπάει ο θάνατος

κι ήρθατε εσείς και μας χάιδεψε η ζωή.

* * *

Χρόνια τόρα

αντικρύζουμε το σκυθρωπό πρόσωπο του δήμιου

το πρόσωπο του Μεσαίωνα,

κι ήρθατε εσείς,

και αντικρυσαμε στα γελαστά πρόσωπα σας

το πρόσωπο του αιώνα μας.

* * *

Ω! Ναι, είναι δυνατός ο αιώνας μας

σύντροφοι

ατσάλινος σαν την πλώρη του καραβιού σας

νικάει τα κύματα,

ατέλειωτος σαν το Βόλγα σας.

Νικάει τις έρημες

αμέτρητος σαν τα εκατομμύρια των ανθρώπων

νικάει το σκοτάδι.

* * *

Ω! Ναι, είναι σονάτας ο αιώνας μας

σύντροφοι,

που τον γέννησε η ζωή

στην παλάμι του Λένιν

και τούδωσε το όνομα

του Στάλιν.

* * *

Είναι δυνατός ο αιώνας μας,

σύντροφοι,

τόσο δυνατός, που να μπορούμε εμείς

ν' αψηφάμε το θάνατο

και να δίνουμε το αίμα μας

για να του πει κάποτε

κι η Ελλάδα

Καλώς ώρισες!

(* Διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου, όπως βρίσκεται στο αρχείο του ΚΚΕ).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ