Τετάρτη 17 Μάρτη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Σύγχρονο ελληνικό έργο

«Από μηχανής... άνεμος» στο Εθνικό Θέατρο
«Από μηχανής... άνεμος» στο Εθνικό Θέατρο
Μετά τη νατουραλιστική - κατά κύριο λόγο - «άνθησή» της στις δεκαετίες του 1970 και 1980, η σύγχρονη ελληνική δραματουργία μοιάζει να αναζητά και να προσπαθεί να διαμορφώσει, χωρίς ακόμα να το επιτυγχάνει μια νέα - θεματολογικά και αισθητικά «γλώσσα», η οποία να ανταποκρίνεται στα προβλήματα και στα ήθη - κοινωνικά και πολιτισμικά, εντόπια και διεθνή - της εποχής μας. Οσο, όμως, το σύγχρονο ελληνικό έργο θα παραμένει ουσιαστικά αβοήθητο από τους πολιτειακούς θεσμούς, στην προσπάθειά του να «επιζήσει» κόντρα στη διεθνή κρίση ρεπερτορίου και έναντι του, προτιμώμενου από τους θιάσους, σύγχρονου ξένου έργου - ταλαντεύεται τι να είναι; Ιθαγενές, αναγνώσιμο, «παγκοσμιοποιημένο», δυσανάγνωστο; Να αφορά στο γενικό ή στο ειδικό; Στην κοινωνική παθογένεια ή στην ατομική «νόσο»; «Σημάδια» αυτής της ταλάντευσης έχουν και τα έργα στα οποία αναφερόμαστε σήμερα.

«Από μηχανής... άνεμος»
στο Εθνικό Θέατρο

Το Εθνικό Θέατρο, συνεχίζοντας το αξιέπαινο «άνοιγμα» που έκανε τα τελευταία χρόνια στη σύγχρονη δραματουργία μας, ανέβασε στη «Νέα Σκηνή» τον «Από μηχανής... άνεμο» του Μιχάλη Δήμου. Εργο που «κατάγεται» από τη νατουραλιστική δραματουργία μας στις δεκαετίες του 1970 και 1980, αλλά και προσπαθεί να «εκσυγχρονιστεί», χρησιμοποιώντας μια ελλειπτικότερη πλοκή, που αφήνει κενά και ερωτηματικά ως προς το χαρακτήρα, τις σχέσεις και κάποιες ενέργειες, κάποτε, των προσώπων. Η ελλειπτικότητα αυτή, όμως, καθώς δεν αντιστοιχεί στο νατουραλιστικό ήθος, μοιάζει με μυθοπλαστική αδυναμία ή με αισθητική αμηχανία. Το θέμα και τα πρόσωπα του έργου αφορούν σε μια ασφαλώς υπαρκτή, αλλά αρκετά ιδιόμορφη, αν όχι ακραία και πολυσύνθετη, περίπτωση εκμετάλλευσης ανθρώπων από ανθρώπους. Μια μεσήλικη, ανύπαντρη, έρημη γυναίκα, επί χρόνια φροντίζει έναν χήρο πατέρα δυο μεγάλων γιων και ζει στο σπίτι τους. Ο ένας γιος είναι παντρεμένος. Ο άλλος είναι στη φυλακή. Ο πατέρας, πρώτος, αλλά και κάποτε και οι γιοι του, εκμεταλλευόμενοι τη μοναξιά, την ερωτική της στέρηση και την ανάγκη της για σπίτι και οικογένεια, χρησιμοποιούν και σεξουαλικά την έρημη γυναίκα. Οταν ο μεγάλος γιος φοβούμενος ότι η γυναίκα θα παντρευτεί το γέρο που τα 'χει χαμένα, για να του αρπάξει χρήματα και το σπίτι, τη διώχνει από το σπίτι. Η γυναίκα ευτυχεί με έναν «από μηχανής θεό», με ένα νεαρό, στου οποίου το πρόσωπο ανακαλύπτει το νόθο, μεγαλωμένο σε ορφανοτροφείο, παιδί της.

«Χορός αόρατος, βουβός» στο «Τόπος αλλού»
«Χορός αόρατος, βουβός» στο «Τόπος αλλού»
Ο Κώστας Τσιάνος σκηνοθέτησε το έργο με ιθαγενή αντίληψη, με ρεαλιστικό δραματικό μέτρο, αλλά και αίσθηση του χιούμορ που αναδύεται από τις καταστάσεις και τα δυο βασικά πρόσωπα. Το τραγελαφικό ρόλο του γέρου υποδύεται απολαυστικά με πικρόγευστο χιούμορ ο Γιώργος Μοσχίδης και τη γυναίκα (Κούλα), με συγκινητική αλήθεια και γνήσια λαϊκή αμεσότητα ερμηνεύει η Μπέττυ Βαλάση. Ο Περικλής Καρακωνσταντόγλου δίνει υπόσταση και χαρακτηρολογική εμβέλεια στον αδύνατα γραμμένο ρόλο του. Γόνιμοι ερμηνευτικά είναι και η Νικολέτα Βλαβιανού και ο Χρήστος Βασιλόπουλος.

«Χορός αόρατος, βουβός» στο θέατρο «Τόπος αλλού»

Σε ρεαλιστικό, ελληνικό οικογενειακό δράμα, ως προς το πρώτο του επίπεδο, αναλογεί το βραβευμένο στο θεατρικό διαγωνισμό του 2002, έργο του Νίκου Καμτσή «Χορός αόρατος, βουβός», το οποίο ο ίδιος σκηνοθέτησε στο θέατρό του «Τόπος αλλού». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον, ποιητικού ήθους και συμβολικού νοήματος έργο, ελληνικό και ταυτόχρονα διεθνές ως προς το θέμα και το μήνυμά του. Στα πρόσωπα του έργου - μια σύγχρονη μάνα «Κουράγιο», η οποία παλεύει να επιζήσει στην άγρια εποχή μας, η φευγάτη, βιαζόμενη από τον πατέρα της, όταν ήταν παιδί και εκπορνευόμενη πια κόρη της και μια θετή κόρη - νόθο μάλλον παιδί του νεκρού αλλά άταφου ακόμα άντρα της - αναγνωρίζονται αμέτρητοι, πλέον, σήμερα ξεριζωμένοι, ανέστιοι, παράνομοι, πεινασμένοι, ταπεινωμένοι, μετανάστες (και οι ελληνικής καταγωγής) από τις άλλοτε σοσιαλιστικές χώρες. Οι τρεις γυναίκες, σαν «ηρωίδες» μιας σύγχρονης τραγωδίας, σαν «μαριονέτες» στη «σκηνή» του σύγχρονου κόσμου, βιώνουν έναν αδόκητο εφιάλτη: Εχουν ένα νεκρό που σήπεται και βρωμά καθώς δεν έχουν χαρτιά, χρήμα και τόπο δικό τους να τον θάψουν. Ο θάνατος κορυφώνει το άλγος της ψυχής τους από τα οιδιπόδεια ανομήματα του νεκρού, αλλά και τις δικές τους «αμαρτίες» και την ανικανότητά τους πια να αλληαγαπιούνται. Τρομάζουν, συνειδητοποιώντας τον ξεριζωμό τους, με τα αδιέξοδά τους. Ακούσιοι έκπτωτοι «άγγελοι» ποθούν για έναν, έστω και παραμυθικό «από μηχανής άγγελο», να γλυκάνει την αβάσταχτη, αν και αδάκρυτη ψυχική οδύνη τους.

Το κυρίως έργο έχει πόνο, καημό για τον ξεριζωμένο, πάσχοντα άνθρωπο, έχει υψηλή, ποιητικού ήθους, δραματική ευαισθησία, η οποία αναδείχτηκε και με την αισθαντικότητα και το μέτρο της σκηνοθεσίας, με το συμβολιστικό σκηνικό (Μίκα Πανάγου, Σίλβα Μπουχβάροβα, Βασίλι Ρονανόφ), την ατμοσφαιρική μουσική (Πλάτων Ανδριτσάκης), την εκφραστική κινησιολογία (Αλίκη Καζούρη) και με τις καλές ερμηνείες (Ολγα Τουρνάκη, Μαριάνα Λαγουρού, Μίρκα Κρεστενίτη, Νίκος Πανάγου, Γιώργος Μενεδιάτης, Στάθης Σύρος). Ομως, διατηρούμε επιφυλάξεις ως προς τη δραματουργική εμβέλεια και την ιδεολογική ευστοχία του προλόγου του έργου.

«Ο στρατός της σωτηρίας»
στο «Σημείο»

Ελληνική ιθαγένεια, γραφικότητα, αλληγορικό νόημα, αίσθηση του δραματικού και τραγελαφικού στοιχείου, αλλά και του χιούμορ, διαθέτει το θεατρικό, ουσιαστικά μονολογικό μονόπρακτο των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη «Ο στρατός της σωτηρίας». Δε γνωρίζουμε, αν από κάποιο πρότυπο, από κάποιο υπαρκτό πρόσωπο «αντέγραψαν» ή εμπνεύστηκαν οι δυο συγγραφείς το πρόσωπο του έργου, τη Σωτηρία, ή είναι δικό τους δημιούργημα. Πάντως, είναι πολύ πιθανόν να συναντήσει κανείς στους δρόμους των ελληνικών πόλεων μια ηλικιωμένη, γραφική, συμπαθητική ερημίτισσα, που από αλλού ξεκίνησε και αλλού κατέληξε, αλλά τα μυαλά δεν άλλαξε. Η Σωτηρία του μονόπρακτου, γέννημα μικρoαστικής, συντηρητικής, νομιμόφρονος, θρησκόληπτης οικογένειας, που έμαθε καλά γράμματα, αλλά και παραμορφώθηκε από σχολεία «νεανίδων» της Φρειδερίκης, διάγει ως «αλήτισσα» των δρόμων, έρημη, ακίνδυνη και συγκινητική με την αθωότητα, την αφέλεια, την έμφυτη καλοσύνη, τις ξεπερασμένες ιδέες και τις ιδεοληψίες της. Ενα πλάσμα αναμάρτητο, που παραμιλά, παραληρεί ή μιλά σε ώτα μη ακουόντων και κατανοούντων για το ευτυχέστερο παρελθόν της, έχοντας και μη έχοντας αίσθηση του δυστυχέστατου παρόντος της. Ενα άκακο πλάσμα, που πάσχοντας αδιαμαρτύρητα επί γης, έχει «εξασφαλίσει» για τον εαυτό του την επουράνια «σωτηρία της ψυχής», αδυνατώντας να καταλάβει ότι «ο στρατός της σωτηρίας» όπως τον ήξερε στα νιάτα της και όπως τον φαντάζεται κανένα δε θα μπορούσε να σώσει, σήμερα, επί γης.

Ο Νίκος Διαμαντής, με την ευαισθησία, με το ήθος και το μέτρο που τον διακρίνει καθοδήγησε εύστοχα την Ιωάννα Μακρή, ώστε με τον ασκημένο λόγο και την υποκριτική εκφραστικότητά της να πλάσει μια γραφική, διαταραγμένη ψυχοπνευματικά αλλά και αξιαγάπητη «αλήτισσα» και τους σχεδόν ολότελα βουβούς συμπαίκτες της, Αυγουστίνο Ρεμούνδο και Τάσο Πυργέρη να έχουν σκηνική εμβέλεια.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ