Πέμπτη 29 Απρίλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΙΟΒΕ
Να σφίξουν τα λουριά οι εργαζόμενοι

Στις δηλώσεις των υπουργών για «άδεια ταμεία», τις εκθέσεις λιτότητας διαφόρων φορέων και τις προχτεσινές αξιώσεις της ηγεσίας του ΣΕΒ για νέα αντιλαϊκά μέτρα, προστέθηκε χτες η έκθεση του ΙΟΒΕ

Σκληρή δημοσιονομική πολιτική, περιστολή των δαπανών, ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, «εμμονή» στις διαρθρωτικές αλλαγές. Αυτά μεταξύ άλλων αξιώνει, μέσα από την τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το οποίο απηχεί τις θέσεις και απόψεις των βιομηχάνων, των τραπεζιτών και εν γένει του μεγάλου κεφαλαίου. Η δημοσιοποίηση της έκθεσης ήρθε μια μέρα μετά από τις προειδοποιήσεις της ηγεσίας του ΣΕΒ, ότι η νέα κυβέρνηση της ΝΔ θα πρέπει άμεσα να κινηθεί στην εφαρμογή των στόχων και των χρονοδιαγραμμάτων που θέτουν οι μεγαλοβιομήχανοι....

Οι πάγιες αυτές αξιώσεις των εμποροβιομηχάνων, αυτή τη φορά, περιβάλλονται και με τον κινδυνολογικό μανδύα της μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ! Οι συντάκτες της έκθεσης του ΙΟΒΕ υποστηρίζουν πως το 2004, αποτελεί «σημείο καμπής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας». Οπως σημειώνουν, «με την τέλεση των Αγώνων και την πραγματοποίηση πολλών μεγάλων έργων που συνδέονται μ' αυτούς φαίνεται ότι ολοκληρώνεται μια φάση ταχείας ανόδου της ελληνικής οικονομίας και το ενδεχόμενο επιβράδυνσης τα επόμενα χρόνια δεν μπορεί να αποκλειστεί». Οι συντάκτες χρησιμοποιούν στοιχεία της ΕΕ, σύμφωνα με τα οποία το 2005 εκτιμάται πως ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ θα περιοριστεί στο 3,3%, δηλαδή κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες βραδύτερα από τα προβλεπόμενα για το 2004 (4%) επίπεδα.

Με βάση αυτή την εκτίμηση, το ΙΟΒΕ υποστηρίζει πως «το βασικό στοιχείο που θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών τον επόμενο χρόνο, είναι η οικονομική πολιτική. Αν αρχίσουν να εφαρμόζονται οι αναγγελθείσες αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική και στον κρίσιμο τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών, τότε είναι πιθανό η επιβράδυνση της οικονομικής ανόδου να είναι μικρότερη απ' αυτή που προβλέπεται τώρα»... Οσον αφορά στη μείωση της συμβολής στο ΑΕΠ του πρωτογενούς τομέα (γεωργία, αλιεία, κτηνοτροφία), αλλά και της μεταποίησης, που αναφέρεται στην έκθεση, αυτή καταδεικνύει τις επιπτώσεις που έχει η αλλαγή προσανατολισμού της οικονομίας, η οποία στηρίζεται στον τομέα των υπηρεσιών, με την ταυτόχρονη παραγκώνιση κλάδων που συγκρατούν ακόμα πληθυσμούς στην περιφέρεια...

Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζουν και τα στοιχεία για τη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με το μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης. Εκεί που συγκλίνουμε περισσότερο είναι στον δείκτη τιμών, δηλαδή στην ακρίβεια καθώς μας χωρίζουν μόλις 17,5 μονάδες, ενώ η διαφορά στο ΑΕΠ είναι, ακόμη, 24 μονάδες.

Συγκεκριμένα, για το έτος 2003, με το μέσο κοινοτικό όρο να ανέρχεται στις 97,2 μονάδες, η Ελλάδα βρισκόταν στις 79,7 μονάδες. Αντίθετα, το ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2003 κινείται στις 73,6 μονάδες με μέσο κοινοτικό όρο τις 97,6 μονάδες. Για το 2004 και το 2005 προβλέπεται η αύξησή του κατά τρεις μονάδες στην Ελλάδα, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των υφισταμένων χωρών της ΕΕ, εκτιμάται ότι θα μειωθεί οριακά.

Στα στοιχεία της έρευνας καταγράφεται η σημαντική μείωση των δαπανών για την Παιδεία, όπου είναι 3,59% επί του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ ανέρχεται στο 4,89% (στοιχεία του 2001). Εχει ιδιαίτερη σημασία να σημειώσουμε ότι οι δαπάνες για την Παιδεία το 2001 στην Ελλάδα, ήταν λιγότερες από αυτές του 2000 ( 3,51, έναντι 3,79). Στους τομείς που τα στοιχεία είναι τραγικά είναι η ανεργία των γυναικών και οι μακροχρόνια άνεργοι. Με μέσο όρο άνεργων γυναικών το 7,7% στην ΕΕ, στην Ελλάδα το αντίστοιχο νούμερο είναι 14,1%. Στους μακροχρόνια άνεργους, με μέσο κοινοτικό όρο το 3,5%, η Ελλάδα καταγράφει 5,5%.

Αν και οι εργοδότες κατηγορούν ότι υστερούμε σε παραγωγικότητα, με βάση τα στοιχεία φαίνεται πως η διαφορά είναι μικρή σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος είναι 94,4%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης στην Ελλάδα είναι 91,9%...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ