Κυριακή 11 Ιούλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Τα ηλιοτρόπια

Γρηγοριάδης Κώστας

Καθόταν ζαρωμένος πλάι στη μάνα του που είχε για την περίσταση βάλει τα καλά της: Τη μαύρη, τσιτωτή μπλούζα με τα στρας, αγορασμένη στη λαϊκή και τις μυτερές, ψηλοτάκουνες και αρκετά στραβοπατημένες γόβες. Το μαλλί της, φρεσκοβαμμένο χρυσαφί, έδειχνε πιο μαυριδερό και σπασμένο το πρόσωπό της. Ως και ψεύτικες βλεφαρίδες είχε βάλει για πρώτη φορά στη ζωή της και του φαινόταν πως μεγάλωναν την απελπισία των ματιών της. Ωστόσο, προσπαθούσε να δείχνει χαμογελαστή και με αυτοπεποίθηση, αυτός όμως διαισθανόταν το τρέμουλο, την αγωνία της. Ενας θεός ήξερε πώς είχε καταφέρει να φτάσουν μέχρις εκεί, στον προθάλαμο του υπουργού, για να του ζητήσει και αυτοπροσώπως λύση στο πρόβλημά της: Η υπηρεσία καθαριότητας την πετούσε στο δρόμο, πάμφτωχη, ολομόναχη γυναίκα, με ανήλικο παιδί μάλιστα! Αν δεν ανανεωνόταν η σύμβασή της, πώς θα τα 'βγαζε πέρα;

Τον είχε κουβαλήσει μαζί της για να ενισχύσει το αίτημά της, έτσι κακοτράχαλος, χλωμός και ραχιτικός που ήτανε. Το ήξερε και μυστικά έβραζε από θυμό εναντίον της, μέχρι που απορροφήθηκε από το περιβάλλον και αποξεχάστηκε. Ποτέ του βέβαια δεν είχε ξαναπατήσει σε υπουργικό προθάλαμο κι όλα εκεί μέσα του φαίνονταν παράδοξα και θαυμαστά, ιδιαίτερα όμως το φως που έμπαινε από τον κρυστάλλινο φεγγίτη. Αν και ενισχυμένο από τον τεχνητό φωτισμό ήταν απαλό και εξευγενισμένο, τόσο διαφορετικό από το άγριο και εκτυφλωτικό φως έξω. Του δυνάμωνε την πεποίθηση πως, μολονότι η λεωφόρος Κηφισίας δεν απείχε παρά μερικά μέτρα, βρισκόταν σ' έναν άλλο κόσμο, άγνωστο, σκιερό, δροσερό, με όμορφες, αλλά ακατάδεχτες υπαλλήλους. Εξω δεν ένιωθε ντροπή για τη μάνα του, όμως εκεί μέσα του φαινόταν φρικτή. Ηθελε να μην είναι γιος της. Ετσι και τον ρωτούσαν αν πράγματι την είχε μητέρα, θα την αρνιόταν στο πι και φι, όπως ο Πέτρος στα Θρησκευτικά είχε αρνηθεί το Χριστό. Και η μάνα του ήταν ένα είδος Χριστού. Ελεγε ότι η ζωή τη σταύρωνε κάθε μέρα.

Είχαν έρθει πρωί και κόντευε να μεσημεριάσει. Με το δουλικό χαμόγελο, που τόσο μισούσε, η μάνα του είχε ρωτήσει κάποια από τις κοπέλες πότε θα βλέπανε τον υπουργό και μήπως τους είχαν ξεχάσει. Δυο φορές είχε επαναλάβει την ερώτηση, πριν εισπράξει ένα αγανακτισμένο και υπεροπτικό: «Σας είπαμε, κυρία μου, να περιμένετε! Πηγαίνετε στη θέση σας!» Αυτόν δεν τον ένοιαζε η αναμονή, πρώτον επειδή είχε γλιτώσει το σχολείο και δεύτερον, γιατί μπορούσε να παρατηρεί και να θαυμάζει με όλη του την άνεση τις ψηλομύτες, που ούτε μια ματιά δε ρίχνανε προς τη μεριά τους, σαν να ήταν καθίσματα ή αόρατοι. Οσο τα πρόσωπά τους μένανε σκυμμένα στα χαρτιά τους ή προσηλωμένα στον υπολογιστή, του φαίνονταν σαν να ανήκαν σε αγάλματα, έτσι κλειστά και πετρωμένα που ήταν. Ζωντάνευαν λιγάκι όταν έπιναν καμιά γουλίτσα από το νεσκαφέ τους ή μιλούσαν μεταξύ τους.

Και ξαφνικά η πόρτα ανοίγει, μπαίνει μέσα ένα αγόρι σχεδόν συνομήλικό του. Αδύνατον να ανακαλέσει αργότερα στη μνήμη του τα χαρακτηριστικά, την κορμοστασιά, το ντύσιμο του αγοριού. Θυμόταν, όμως, ολοκάθαρα και δυνατά - και ποτέ δε θα ξεχνούσε - τα μάτια των υπαλλήλων, τα μάτια που περιφρονητικά αγνοούσαν αυτόν και τη μάνα του, να χαμογελάνε, να λάμπουν, να πανηγυρίζουν, καθώς τα πρόσωπά τους ανασηκώνονταν, στρέφονταν προς τον νεαρό επισκέπτη, ολάνοιχτα και φωτεινά, όπως τα ηλιοτρόπια στρέφονται προς τον ήλιο και παρακολουθούν την πορεία του.

Οση ώρα ο νεαρός έμεινε στον προθάλαμο -τι ήθελε δεν κατάλαβε- η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή, τα πρόσωπα αγαλλιούσαν. Ακόμη κι όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του, απόμεινε κάτι να αιωρείται στον αέρα, κάτι ανάλαφρο και ευφρόσυνο. Τόλμησε να ξεκολλήσει από το κάθισμά του και να ρωτήσει μια υπάλληλο, που ακόμη χαμογελούσε, ποιος ήταν ο επισκέπτης. «Ο ανιψιός του υπουργού». Επέστρεψε στη θέση του ανυπόμονος να πληροφορήσει τη μάνα του. «Ας ήταν όποιος θέλει. Εμείς πότε θα μπούμε μέσα; Ρώτησες;» Εγνεψε όχι. «Αυτό έπρεπε να κάνεις! Τα άλλα τι μας νοιάζουν;»

Τον ένοιαζαν και τον παραένοιαζαν «τα άλλα». Σ' εκείνον τον προθάλαμο είχε ποθήσει μ' έναν πόθο που τον έλιωνε να γίνει κάποτε αυτός που θα μεταμόρφωνε τους ανθρώπους σε ηλιοτρόπια. Κι είχε τόση δύναμη η λαχτάρα του που ξανάδε τα πρόσωπα των υπαλλήλων να λάμπουν, καθώς στρέφονταν, αυτή τη φορά, προς εκείνον. «Μα τι έπαθες; Χάζεψες;», τον αποπήρε η μάνα του. «Δεν άκουσες που μας φώναξαν να πάμε μέσα; Εσύ να στέκεσαι κακομοιριασμένος, σκυφτός, μπρος στον υπουργό μήπως μας λυπηθεί. Κι αν σου 'ρθουν τα κλάματα, μην τα κρατάς...»

Ενώ η μάνα διεκτραγωδούσε την κατάσταση με κομμένη ανάσα μη δεν προλάβει να τα πει όλα, ο ασπρομάλλης υπουργός, με τα χοντρά γυαλιά κοιτούσε επίμονα τα χαρτιά επάνω στο τεράστιο γραφείο του. Ούτε μια φορά δε σήκωσε τα μάτια του επάνω τους, όμως δυο φορές κούνησε βαριεστημένα το κεφάλι, σημάδι πως άκουγε. «Περάστε δίπλα στο γραμματέα!» είπε τέλος κουρασμένα κι η μάνα του, αντί να κουνήσει τα πόδια της μέσα στις ψηλοτάκουνες γόβες, μεταμορφώθηκε σε στήλη άλατος, σαν να είχε ακούσει το παράγγελμα «προσοχή!» Αυτός ήταν που την έσυρε σχεδόν με το στανιό στο πλαϊνό γραφείο, για να επαναλάβει τα ίδια, με κομμένη και πάλι ανάσα, σ' έναν κοστουμαρισμένο νεαρό, με κεφάλι ξυρισμένο γουλί. «Θα τακτοποιηθεί το θέμα σας. Ηρεμήστε, κυρία μου!» Σημείωσε κάτι κι έριξε μια ματιά στο Ρόλεξ του. «Αχ, σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ πολύ. Πότε όμως;» «Μάλλον εντός του μηνός. Θα σας έρθει ειδοποίηση».

Δεν ήρθε ποτέ τίποτε. Ηρθαν μόνο ακόμη πιο βαριές μέρες. Κάθε φορά που απειλούσαν να τον συντρίψουν, αυτός καλούσε την εικόνα με τα πρόσωπα - ηλιοτρόπια κι άντεχε. Πότε σερνάμενος, πότε κλοτσώντας και βάζοντας τρικλοποδιές, πάντα στην κόψη του ξυραφιού, συχνά στα όρια του νόμου, άγρυπνος, σιωπηλός, υπομονετικός άνοιγε δρόμο, ανέβαινε σκαλάκι σκαλάκι, μέχρι που το μεγάλο κύμα τον σήκωσε απότομα ψηλά, όχι ψηλότερα ωστόσο από κάποιους άλλους. Αυτός όμως έκανε το κύμα βράχο, γαντζώθηκε γερά με νύχια και δόντια, με τίποτε δε θα κυλούσε κάτω, στο σκουπιδαριό. Στο μεταξύ οι παλιοί φίλοι του είχαν όλοι χαθεί: Στην αλητεία, στη φυλακή, στα ναρκωτικά, στην πουτανιά, στα εργατικά ατυχήματα... Εκείνοι δε νοιάζονταν παρά να ελαφρώνουν λιγάκι τον άχρηστο καιρό, αυτός, όχι πιο ξύπνιος ή τυχερός, ήταν διαφορετικός. Αυτός έβλεπε αδιάφορα πρόσωπα να μεταμορφώνονται σε ηλιοτρόπια για το χατίρι του, αυτόν τον έλιωνε η λαχτάρα της μελλοντικής λάμψης του.

Η γραμματέας του εμφανίστηκε με το συνηθισμένο τρομαγμένο ύφος της. Τον φοβότανε κι ας μη συνήθιζε να την κατσαδιάζει. Φοβότανε αυτό που δεν καταλάβαινε. Την αδιαφορία του. Τέτοια κάλλη και μάλιστα ξεσκέπαστα μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο, επιπλέον δερμάτινος καναπές στο γραφείο, φαρδύς και μαλακός, σκέτη πρόκληση κι αυτός ούτε τυφλός, ούτε γκέι, ούτε γέρος, εντούτοις να αδρανεί! Ανεξήγητο! Φοβερό! Διάφανα, σαν τυλιγμένα σε ζελατίνα, τα αισθήματα της κοπέλας τού προκαλούσαν θυμηδία και οίκτο. Ακόμη κι αν δεν ήταν παραχορτάτος, το είχε αρχή να μην μπλέκει τη μια δουλιά με την άλλη. Και στις αρχές του ήταν ανυποχώρητος. «Είναι όλοι τους στη μεγάλη αίθουσα. Σας περιμένουν», είπε η γραμματέας. Αν και ντυμένη με ζωηρά χρώματα είχε φωνή άχρωμη.

Τα φλας άστραψαν. Ανέβηκε στο βήμα. Η αίθουσα, απέραντο χωράφι και τα ηλιοτρόπια, πυκνοφυτεμένα, πανομοιότυπα, στράφηκαν με λαχτάρα προς αυτόν. Δεν υποπτεύονταν πόσο τα περιφρονούσε...


Λιλή ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ