Κυριακή 19 Σεπτέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Καθ' οδόν: Σ' εκείνο το μακρινό καλοκαίρι

Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Δημότση από το λεύκωμα «τήνελλα καλλίνικε!» (εύγε ένδοξε νικητή), εκδόσεις «GEMA»
Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Δημότση από το λεύκωμα «τήνελλα καλλίνικε!» (εύγε ένδοξε νικητή), εκδόσεις «GEMA»
Πάει τέλειωσε το καλοκαίρι. Αλλιώτικο ήταν. Σήμερα λέμε να κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο. Να βρεθούμε σε εκείνο το μακρινό καλοκαίρι, τότε που ζούσε και μεγαλουργούσε ο Φειδίας. Η Βάσω Αγγελίδη θα μας ξεναγήσει στην Ολυμπία του τότε. Ας την ακολουθήσουμε.

«Οταν τέλειωσα τη στρατιωτική μου εκπαίδευση, έτυχε να είναι η χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο πατέρας, για να μ' ευχαριστήσει, μου πρότεινε να επισκεφθούμε την Ολυμπία. Πέταξα από τη χαρά μου. Για κείνον ήταν ένα θέαμα γνωστό, για μένα πρωτόγνωρο. Ολη η νεολαία της Αθήνας είχαμε ξεσηκωθεί για την Ολυμπία. Ο Επιχαρίνος, εξαίρετος δρομέας, το ίνδαλμα της Αθήνας, ήταν υποψήφιος νικητής. Οι φίλοι μου από βδομάδες συζητούσαν να βρουν τρόπους για να παρακολουθήσουν τους Αγώνες και να χαρούν μια αθηναϊκή νίκη, γιατί το ταξίδι κόστιζε ακριβά και η διαμονή επίσης.

Πρότεινα στον πατέρα να πάρουμε μαζί μας τον Φειδία. Μου το είχε ζητήσει ο ίδιος. Μάντευα τον βαθύτερο πόθο του. Ηθελε περισσότερο να επισκοπήσει τα καλλιτεχνήματα που ήταν με αφθονία σκορπισμένα στην Αλτη και να μελετήσει τα νεανικά σώματα, τα ομορφότερα της Ελλάδας, όπως έλεγε, που είχαν πλημμυρίσει την Ολυμπία.

Πήραμε τα καλύτερα μουλάρια μας και φορτώσαμε μια σκηνή και τ' απαραίτητα για το ταξίδι, ενώ είχαμε ειδοποιήσει να μας ετοιμάσουν ένα κατάλυμα στην Αλτη. Στο δρόμο συναντήσαμε αμάξια, που έφερναν θεωρούς ντυμένους με πολυτέλεια. Πλησιάζοντας στην Ολυμπία, αγοράσαμε δροσερά στεφάνια, για να στεφανώσουμε τ' αμάξια μας κι αλλάξαμε τα σκονισμένα μας ρούχα με όμορφους χιτώνες που είχαμε φέρει μαζί μας.


Καθώς μπήκαμε στην Αλτη, μας ήρθε έντονη η τσίκνα από τα ζώα που θυσίαζαν. Εκείνη την ώρα, ο τελάλης φώναζε ποιες πόλεις έκαναν ανακωχή για χάρη της Ολυμπιάδας.

Ακουγες διάφορες διαλέκτους χωρίς να τις εννοείς: Βοιωτική, Αιολική, Ιωνική, Μεγαρική. Διάφοροι δημιουργοί εξέθεταν τα έργα τους, ραψωδοί απήγγειλαν και ζητούσαν λεφτά, αοιδοί τραγουδούσαν. Οι κάπηλοι πουλούσαν απίθανα πράγματα. Ο πατέρας κουνούσε το κεφάλι του, «η Ολυμπία έγινε χώρος επιδείξεων», έλεγε.

Οι υπεύθυνοι για τους ξένους διέθεταν ένα μικρό περίπτερο για τον πατέρα και βολεύτηκα κοντά του κι εγώ, ενώ στη σκηνή έμειναν οι υπηρέτες.

Καθώς δεν είχαμε κάνει αρκετές προμήθειες για τη διαμονή μας, κάναμε διάφορα ψώνια που μου φάνηκαν πανάκριβα. Οι κάπηλοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την περίσταση για ν' αδειάσουν το σακούλι των επισκεπτών, που ήταν απ' όλες τις ελληνικές περιοχές. Καθώς σκεφτόμαστε πού θ' αφήναμε τα χρήματα, όσο διαρκούσε η παραμονή μας στην Ολυμπία, διακρίναμε έξω από μια σκηνή τον Ευφορίωνα, γνωστό στην Ολυμπία χρηματιστή, που μ' αυτόν είχες ήσυχο το κεφάλι σου. Οι μακρυχέρηδες έκαναν πάντα χρυσές δουλιές σε τέτοιες συγκεντρώσεις κι ο Ευφορίων ήταν ο πιο σίγουρος να σ' εξασφαλίσει. Είχα σαστίσει με τα κάθε είδους θεάματα: Ταχυδακτυλουργοί, μίμοι, ηθοποιοί, που απήγγειλαν ποιήματα, εγγαστρίμυθοι μ' έκαναν να πέφτω από ξάφνιασμα σε ξάφνιασμα. Τα πιο πολλά θεάματα είχαν χαμηλή πνευματικότητα, αλλά οι ύμνοι του Πινδάρου που διάβαζα σκαλισμένους σε πλάκες για νικητές αθλητές είχαν μεγαλοσύνη. Κάποια στιγμή έπιασα το βλέμμα του πατέρα να παρατηρεί έναν άντρα με μεγαλόπρεπο ύφος, σεμνά ντυμένο, ενώ γύρω του κινιόταν μια μεγάλη συντροφιά. Τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ο Πίνδαρος. Οι δύο άντρες χαιρετήθηκαν, καθώς ήταν γνώριμοι από παλιά, όταν ο Πίνδαρος έγραψε ωδή για τον θείο Μεγακλή που νίκησε στους Δελφούς. Οσο κι αν με εντυπωσίασε η κοσμοσυρροή κι η ποικιλία των θεαμάτων, η συγκίνηση των Αγώνων ήταν η πιο έντονη. Οι αθλητές τριγυρνούσαν με ύφος καμαρωτό ανάμεσα στον κόσμο, που στο πέρασμά τους ψιθύριζε με τον διπλανό το όνομά τους ή προσφωνούσε με εγκωμιαστικούς λόγους τους γνωστούς αθλητές. Πολλοί αναγνώρισαν τον πατέρα και τον ζητωκραύγασαν.


Ολη την εβδομάδα ήμουν σε υπερένταση. Αξημέρωτα πιάσαμε θέσεις όλοι οι Αθηναίοι στην πλαγιά που έβλεπε στο Στάδιο για να παρακολουθήσουμε τους αγώνες δρόμου. Ηταν η μέρα του Επιχαρίνου. Ανυπομονούσαμε ν' αρχίσει το αγώνισμα. Ο Επιχαρίνος πηδούσε ελαφρά επιτόπου, σιγοκουνούσε τα χέρια και μόλις δόθηκε το σύνθημα της εκκίνησης σαν τον γοργόφτερο άνεμο βρέθηκε στο τέρμα. Το παραλήρημα από τις ζητωκραυγές μου 'φερε ρίγος. Ετρεξα αυθόρμητα ν' αγκαλιάσω τον Επιχαρίνο. Στεκόταν ευτυχισμένος στη μέση του Σταδίου, ενώ στα μάτια του λαμπύριζαν δύο καυτά δάκρυα. Εκείνη τη μέρα, πήρα μέρος σ' ένα όνειρο που πραγματώθηκε. Εκείνη τη μέρα, γνώρισα μέσα από τα δύο δάκρυα του Επιχαρίνου την ηδονή της δόξας.

Το καλοκαίρι ήταν πια στο τέλος του, όταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε. Η κορφή του Κρόνιου καθημερινά ήταν συννεφιασμένη κι αυτό ήταν σημάδι νεροποντής. Εντούτοις δε σταματούσαμε με τον Φειδία να σεργιανίζουμε στην Αλτη, την κατάσπαρτη από αγάλματα. Ολες εκείνες τις μέρες προσπαθούσε να με μυήσει στη μαγική λειτουργία της τέχνης πάνω στον άνθρωπο, της τέχνης που έχει τη δύναμη να τον αλλάξει στο καλύτερο ή το χειρότερο.

Δύο φορές ανεβήκαμε στο Κρόνιο να θαυμάσουμε από ψηλά τα νερένια φίδια, ένα θέαμα μοναδικό, που ήταν και η εικόνα που έκλεισε τη διαμονή μας εκεί.


Και βρεθήκαμε πάλι στην Αθήνα. Ενιωθα κάτι να 'χει αλλάξει μέσα μου. Η χαρά της αθηναϊκής νίκης ήταν δεμένη με κάποια ζήλια για τη δόξα του δρομέα μας. Εγώ, συνομήλικός του, δεν ήμουν, παρά ένας απλός πολίτης. Με υπομονή ψηλάφησα τον εαυτό μου. Τα προσωπικά και οικογενειακά μου βιώματα με οδηγούσαν στο δημόσιο βίο».

Από το βιβλίο της Βάσως Αγγελίδη «Τα απομνημονεύματα του Περικλή: Ο ρόλος της Ασπασίας», εκδόσεις «Πιτσιλός».



Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ