Κυριακή 10 Οχτώβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Η ακανόνιστη απασχόληση του εργάτη

Ας δούμε τώρα την περίπτωση που ο εργάτης εργάζεται τη μια μέρα ή μερικές μέρες 15 ώρες, άλλες μέρες 5 ώρες και άλλες 7 ώρες. Και να πάρουμε υπόψη και την περίπτωση που μπορεί να είναι στην επιχείρηση, να μη δουλέψει γιατί δεν τον χρειάζεται τη συγκεκριμένη ή τις συγκεκριμένες μέρες, και δεν τον πληρώνει.

Στην προκειμένη περίπτωση, η διευθέτηση είτε σε 4μηνη βάση είτε σε ετήσια, σημαίνει κατάργηση της κανονικής εργάσιμης μέρας. Οι εργάτες ουσιαστικά δουλεύουν ωρομίσθιο και πληρώνονται με βάση το ωρομίσθιο. Οι καπιταλίστες εδώ έχουν κάνει τους υπολογισμούς τους με βάση το ωρομίσθιο.

Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» επεξεργάστηκε το συγκεκριμένο ζήτημα, αναλύοντας το «χρονομίσθιο», δηλαδή το μισθό ανάλογα με τον εργάσιμο χρόνο.

«Η μονάδα μέτρου του χρονομίσθιου, δηλαδή η τιμή της μιας ώρας εργασίας, είναι το πηλίκον που προκύπτει, όταν η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης διαιρεθεί με τον αριθμό των ωρών της συνηθισμένης εργάσιμης μέρας. Ας υποθέσουμε ότι η εργάσιμη ημέρα είναι 12ωρη και η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης ίση με 3 σελήνια, δηλ. με τη νέα αξία που παράγεται μέσα σε 6 ώρες εργασίας. Κάτω απ' αυτούς τους όρους, η τιμή της μιας ώρας εργασίας είναι 3 πένες, ενώ η αξία που παράγει είναι 6 πένες. Αν τώρα ο εργάτης απασχολείται λιγότερο από 12 ώρες την ημέρα, λ.χ. μονάχα 6 ή 8 ώρες, τότε μ' αυτή την τιμή της εργασίας παίρνει μονάχα 2 ή 1/2 σελίνι μεροκάματο.

Υποσημείωση: Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ανώμαλης υποαπασχόλησης είναι τελείως διαφορετικό από το αποτέλεσμα μιας γενικής αναγκαστικής ελάττωσης της εργάσιμης μέρας με νόμο. Το πρώτο δεν έχει καμιά σχέση με το απόλυτο μέγεθος της εργάσιμης μέρας και μπορεί εξίσου να παρουσιαστεί και με 15ωρη και με 6ωρη εργάσιμη μέρα. Η κανονική τιμή της εργασίας στην πρώτη περίπτωση υπολογίζεται με βάση το γεγονός ότι ο εργάτης κατά μέσο όρο εργάζεται 15 ώρες τη μέρα, στη δεύτερη υπολογίζεται με βάση το γεγονός ότι εργάζεται 6 ώρες. Γι' αυτό το λόγο το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο, αν στην πρώτη περίπτωση εργαζόταν μόνο 7 1/2 ώρες και στη δεύτερη μόνο 3.

Επειδή, σύμφωνα με την προϋπόθεσή μας, ο ίδιος εργάτης είναι υποχρεωμένος να εργάζεται κατά μέσο όρο 6 ώρες τη μέρα για να παράγει απλώς ένα μεροκάματο, που ν' ανταποκρίνεται στην αξία της εργατικής του δύναμης, επειδή, σύμφωνα με την ίδια προϋπόθεση, από κάθε ώρα μόνο τη μισή εργάζεται για τον εαυτό του ενώ την άλλη μισή ώρα εργάζεται για τον κεφαλαιοκράτη, είναι φανερό πως δεν μπορεί να βγάλει τη νέα αξία των 6 ωρών, όταν απασχολείται λιγότερο από 12 ώρες (...) τώρα ανακαλύπτουμε τις πηγές των βασάνων του εργάτη που προκύπτουν από την υποαπασχόλησή του» (σελ. 562-563).

Οι καπιταλιστές όμως απαιτούν και τη λεγόμενη ευελιξία, δηλαδή χρήση της εργατικής δύναμης, όσες ώρες έχει ανάγκη η επιχείρηση, άρα και ακανόνιστες, πότε 15 ώρες, πότε 5, πότε 7 ώρες... Ο Μαρξ σχετικά μ' αυτό αναφέρει:

«Αν το ωρομίσθιο καθοριστεί έτσι που ο κεφαλαιοκράτης να υποχρεώνεται να πληρώνει όχι ένα ημερήσιο ή βδομαδιάτικο μισθό, αλλά μόνο τις ώρες εργασίας που στη διάρκειά τους ευαρεστείται ν' απασχολεί τον εργάτη, τότε μπορεί να τον απασχολεί λιγότερο από το χρόνο που βρίσκεται αρχικά στη βάση του υπολογισμού του ωρομισθίου ή της μονάδας μέτρου για την τιμή της εργασίας. Επειδή αυτή η μονάδα μέτρου καθορίζεται από την αναλογία:

ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

εργάσιμη μέρα δοσμένου αριθμού ωρών

χάνει φυσικά κάθε έννοια, μόλις η εργάσιμη μέρα παύσει να 'χει έναν καθορισμένο αριθμό ωρών. Καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία. Με το πρόσχημα ότι πληρώνει την "κανονική τιμή της εργασίας", μπορεί να παρατείνει αφύσικα την εργάσιμη μέρα, χωρίς καμιά αντίστοιχη ισοστάθμιση για τον εργάτη. Σ' αυτό οφείλεται η πέρα για πέρα λογική εξέγερση (1860) των εργατών οικοδόμων του Λονδίνου ενάντια στην απόπειρα των κεφαλαιοκρατών να επιβάλουν αυτό το ωρομίσθιο. Ο περιορισμός με νόμο της εργάσιμης μέρας βάζει τέρμα σ' αυτή την ασχημία, αν και δε βάζει φυσικά τέρμα στην υποαπασχόληση που πηγάζει από το συναγωνισμό των μηχανών, από την αλλαγή στην ποιότητα των χρησιμοποιουμένων εργατών, καθώς και από τις μερικές και γενικές κρίσεις» («Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, σελ. 563).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ