Αντίστοιχη διαφορά στην ανεργία μεταξύ αντρών και γυναικών καταγράφεται και για το δεύτερο τρίμηνο του 2003, όπου η ανεργία στις γυναίκες άγγιξε το 13,6% και στους άντρες το 5,7%.
Η υψηλή ανεργία πλήττει γενικότερα τις μικρές ηλικίες σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τις υπόλοιπες ηλικιακές κατηγορίες. Ετσι, τη στιγμή που ο γενικός δείκτης ανεργίας για το δεύτερο τρίμηνο του 2004 βρίσκεται στο 10,2%, στις ηλικίες από 15 μέχρι 29 η ανεργία εκσφενδονίζεται σε ποσοστό διπλάσιο (20,2%). Κι ενώ στις νέες γυναίκες φτάνει το 27,5%, στους άντρες βρίσκεται στο 14,3%.
Στις γυναίκες ηλικίας από 30 μέχρι 44 ετών, η ανεργία φτάνει το 14,5%, ενώ στις ηλικίες 45-64 το 7,8%. Τέλος, σε γυναίκες μεγαλύτερες από τα 65 χρόνια, φτάνει το 3%.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα η ανεργία είναι πολύ μεγαλύτερη, καθώς τα κριτήρια με τα οποία η ΕΣΥΕ πραγματοποιεί την έρευνα, όχι μόνο δεν εγγυώνται καμία εγκυρότητα, αλλά αποκαλύπτουν και την επιδίωξη παραχάραξης της αλήθειας. Συγκεκριμένα, και όπως επισημαίνει η ίδια η Στατιστική Υπηρεσία, σύμφωνα με τα κριτήρια που υπαγορεύει το Διεθνές Γραφείο Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών, το ερευνώμενο άτομο χαρακτηρίζεται ως άνεργος εφόσον:
Τα σχόλια ασφαλώς περιττεύουν...
Στις γυναίκες όμως ανήκει και η πρωτιά στους μακροχρόνια άνεργους. Οπως αποτυπώνεται στα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Απασχόλησης (ΠΑΕΠ) του ΟΑΕΔ για τον Οκτώβρη του 2004, σε σύνολο 157.178 ατόμων που είναι άνεργοι για περισσότερο από δώδεκα μήνες, οι γυναίκες καλύπτουν ποσοστό 73,09%. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι, από τις 106.550 μακροχρόνια άνεργες γυναίκες το 47,1% είναι άνεργες για περισσότερο από δύο χρόνια.
Για το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου το ποσοστό των μακροχρόνια άνεργων γυναικών φτάνει το 72,8%, ενώ για τον Αύγουστο το 71,78%.
Οσον αφορά την πίτα της ανεργίας, τα στοιχεία του ΠΑΕΠ καταγράφουν την εξής κατανομή στα δύο φύλα: