Στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας», ο θίασος «Πράξη», γνώρισε στο ελληνικό κοινό, το νέο, πολλά υποσχόμενο, Σκοτσέζο δραματουργό Ντέιβιντ Χαρόουερ και το πρώτο του έργο «Μαχαίρι στην κότα», του οποίου το θέμα άντλησε μελετώντας το ιδιοκτησιακό καθεστώς στην ύπαιθρο της Σκοτίας από το 18ο αιώνα και εντεύθεν, για να συνθέσει, εντέλει, μια ηθογραφία σε πρώτο επίπεδο και σε δεύτερο μια ποιητικότατη παραβολή. Μια αλληγορία για το δικαίωμα, το τίμημα, την ελευθερία της γνώσης. Πρόσωπα του «μύθου» ένα ζευγάρι «πρωτόγονων», αναλφάβητων αγροτών κι ο ξενοτοπίτης, εγγράμματος όμως μυλωνάς, γι' αυτό «μάγος» και «δαίμονας» κατά τους κατοίκους του χωριού. Η γυναίκα του ζευγά λαχταρά, μα αδυνατεί, να πει με λέξεις τον «κόσμο» μέσα της και γύρω της. Να βγει από τη σιωπή της άγνοιάς της και να τον κάνει λόγο της γνώσης. Πηγαίνοντας στον μυλωνά να αλέσει το στάρι της, σαν την Εύα, μπαίνει στον πειρασμό να δοκιμάσει τον «καρπό της γνώσης». Μαθαίνει από τον μυλωνά να γράφει το όνομά της κι ύστερα άλλες λέξεις, δίνεται σ' αυτόν συνειδητά, σαν γυναίκα, κι όχι σαν φοράδα, όπως την αντιμετωπίζει ο άντρας της και σκοτώνοντας μαζί με το μυλωνά τον «Αλογο Γουίλιαμ» - τον άντρα της, λευτερώνεται από τα χαλινά του «ζώου», της άγνοιας.
Το έξοχο μυθοπλαστικά, απλής κι όμως ποιητικότατης γλώσσας, έργο - με την αρμόζουσα σ' αυτό μετάφραση (Μπάμπης Κολώνιας), το απέριττο σκηνικό και τα κοστούμια (Γιώργος Πάτσας), τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς,(Λευτέρης Παυλόπουλος), την υποβλητική μουσική (Μαρία - Χριστίνα Κριθαρά) - ευτύχησε με τη σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Μια σκηνοθετική δουλιά τολμηρή, αλλά και απόλυτα λιτή, δουλιά μεστή και επί της σκληρής και πικρής ουσίας του έργου, που χωρίς επιτήδευση αναδείκνυε την αισθαντικότητα, την ποιητικότητα και αλληγορία, αλλά και την ηθογραφική του βάση, καθοδηγώντας προσεκτικά και λεπτομερειακά τις πολύ καλές ερμηνείες των καλών ηθοποιών: Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, Ηλέκτρα Γεννατά, Γιώργος Μακρής.
Ο Αντώνης Αντωνίου, με τη σκηνοθεσία του, σκηνοθεσία αποκάλυψης της κοινωνικής και συναισθηματικής αφετηρίας και της πορείας φθοράς των προσώπων, του χαρακτήρα τους, του διαταραγμένου ψυχισμού, των συνηθειών, των συμπεριφορών, των συζυγικών σχέσεων, των φανερών και κρυφών οικονομικών ανταγωνισμών, κατέστησε το έργο δραστικότατο κοινωνιολογικό σχόλιο, χωρίς να στεγνώσει, κάθε άλλο μάλιστα, το δραματικό, ανθρώπινο στοιχείο των προσώπων. Η σκηνοθετική «μπαγκέτα» του, ενορχήστρωσε τους έξι ομιλούντες και τον ένα βουβό ρόλο, σε ενιαίο υποκριτικό σύνολο, με «πρώτο» και εμπειρότερο «βιολί» τον ίδιο (Βασίλης), αποσπώντας μια αξιόλογη ερμηνεία από τον Δημήτρη Κανέλλο, τα καλύτερα στοιχεία της στέρεας Νατάσας Ασίκη και της πληθωρικότερης Γεωργίας Ζώη, τις φιλότιμες προσπάθειες του Ανδρέα Αρβανίτη και της Ρενέ Ρεβάχ και τη σιωπηλά εύγλωττη παρουσία του Δημήτρη Μαυρομάτη.