Κυριακή 24 Απρίλη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
«Μας στερούν τη ζωή»!

Μιλούν στον «Ρ» ξωμάχοι της Θεσσαλίας, οι οποίοι καταγγέλλουν την πολιτική ξεκληρίσματος της μικρομεσαίας αγροτιάς, που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις του δικομματισμού

Στην ύπαιθρο της Θεσσαλίας, όπου πριν μερικά χρόνια υπήρχαν αρκετοί αγρότες που ζούσαν σχετικά καλά - και πάντως υποφερτά - τώρα η φτώχεια εκτείνεται και παίρνει διαστάσεις. Και είναι χαρακτηριστικό ότι μεγάλα προβλήματα ανέχειας δεν εμφανίζονται μόνο στις ορεινές και ημιορεινές και στις λεγόμενες μειονεκτικές περιοχές, αλλά και στα καμποχώρια. Την τελευταία εικοσαετία, που η αγροτική οικονομία της χώρας βρίσκεται «πιασμένη» στα «δόκανα» της ΕΕ και κινείται στη βάση των αποφάσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η αγροτική παραγωγή και, γενικότερα, ο πρωτοβάθμιος τομέας παραγωγής έχει μειωθεί και το αγροτικό εισόδημα συρρικνώνεται.

Ταυτόχρονα, άλλες δουλιές που θα εξασφάλιζαν ένα συμπληρωματικό εισόδημα για τους μικρονοικοκυραίους του χωριού δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί κάτοικοι της υπαίθρου να αντιμετωπίζουν δραματικά οικονομικά προβλήματα. Σε κάποιες, μάλιστα, περιπτώσεις, η κατάσταση χαρακτηρίζεται τραγική, καθώς υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά πεινούν.

Στις συζητήσεις που είχαμε με κατοίκους χωριών της περιοχής αναδεικνύεται η απόγνωση για την κατάσταση που βιώνει σήμερα η ύπαιθρος, αλλά και η οργή και η αγανάκτηση των ξωμάχων για την εγκατάλειψή τους και το «κυνηγητό» που δέχονται από την πολιτική των κυβερνήσεων. Η δυσαρέσκεια γι' αυτήν την πολιτική είναι πλέον πασιφανής και, ταυτόχρονα, υψώνεται φωνή διαμαρτυρίας από παντού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της επαρχίας Ελασσόνας. Μια ορεινή περιοχή στο νομό Λάρισας, στην οποία ο αγροτικός κόσμος ζει στη φτώχεια και οδηγείται στην εξαθλίωση.

Τις δυσκολίες αυτής της χαμοζωής περιγράφουν, μιλώντας στον «Ρ» κάτοικοι της περιοχής. Ο Κ. Αλεξίου, αγρότης από το χωριό Γεράνεια λέει: «Ολα είναι πανάκριβα και συνεχώς "παίρνουν τον ανήφορο", ενώ οι τιμές των προϊόντων μας "παίρνουν τον κατήφορο". Αν πάει κάποιος στα μπακάλικα των χωριών θα καταλάβει τι ακριβώς γίνεται όταν δει τα δεφτέρια γεμάτα με βερεσέδια και ακούσει το γνωστό "γράψτα κι θα πληρώσω όταν έχω". Στερούμαστε και τα εντελώς απαραίτητα. Σκεφτόμαστε και το πόσες ώρες θαανάψουμε τη σόμπα καθώς το πετρέλαιο ακόμα και τα ξύλα είναι πανάκριβα. Οι αγορές όπως ρούχα, παπούτσια είναι πολυτέλεια. Η έξοδος για διασκέδαση είναι απαγορευτική. Εχω δυο παιδιά. Το ένα σπουδάζει και το άλλο είναι άνεργο. Πώς να τα βγάλω πέρα; Γι' αυτό το κατάντημα ευθύνονται οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ».

Το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά εξηγεί η Αννέτα Ψωμιάδου, αγρότισσα από το χωριό Καλλιθέα: «Είναι αδιανόητο αυτό που γίνεται. Φέτος, πουλήσαμε τον καπνό μέχρι και 50% φτηνότερα από πέρσι και τα πάντα στην αγορά ακριβαίνουν. Πριν κάποια χρόνια γέμιζα το καλάθι στη λαϊκή με 10.000 δρχ. και σήμερα με 30 ευρώ δεν παίρνεις τίποτα. Ο άντρας μου κάνει δεύτερη δουλιά και πάλι δυσκολευόμαστε. Κι αν και τα δυο μας παιδιά δουλεύουν, στερούμαστε πολλά. Δουλεύουμε, σχεδόν, μόνο για το κόστος παραγωγής των καλλιεργειών. Οσο για τη ζωή της γυναίκας αγρότισσας δεν υπάρχει διέξοδος για να ξεφύγει από τη θλιβερή πραγματικότητα. Κλείνεται μέσα στο σπίτι. Κι ούτε λόγος να γίνεται για το αν μπορείς να δημιουργήσεις κάτι, όπως να χτίσεις ένα σπίτι ή να προσφέρεις κάτι στα παιδιά σου. Σου τα στερούν με την πολιτική τους οι κυβερνήσεις».

Η δραματική κατάσταση των συνταξιούχων που ζουν στην ύπαιθρο είναι γνωστή και την ξέρουν, πλέον, και οι άνθρωποι των πόλεων. Οι απόμαχοι της δουλιάς που ξόδεψαν μια ζωή προσφέροντας, υποχρεώνονται στα γεράματά τους να ζουν με πολλές στερήσεις και να ζώνονται. Ο Χρ. Σιμεωνίδης, συνταξιούχος από το χωριό Αετοράχη τονίζει: «Τα χρόνια που περιμέναμε να χαρούμε λίγο είναι και τα πιο δύσκολα τελικά. Πώς να ζήσεις με τις πενιχρές συντάξεις; Κόψαμε ακόμα και τ' αναγκαία που παίρναμε μια φορά τη βδομάδα από τη λαϊκή. Κι ούτε στο καφενείο μπορούμε να πάμε. Παλιότερα κερνούσαμε κανένα καφέ ή τσιπουράκι. Τώρα δεν "κερνάμε" ούτε τον εαυτό μας. Ετσι μας έχουν καταδικάσει οι κυβερνώντες».

Αλλά και στον κάμπο η κατάσταση είναι δύσκολη και ιδιαίτερα για τους νέους. Οι νέοι άνθρωποι στο χωριό δε στεναχωριούνται μόνο για τα οικονομικά προβλήματα, αλλά θλίβονται περισσότερο γιατί τους στερούν το μέλλον. Τους ξεκληρίζουν, τους πετούν στην ανεργία και τους αναγκάζουν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, αναζητώντας δουλιά στις μεγαλουπόλεις της ανεργίας ή στα σκλαβοπάζαρα της ξενιτιάς. Ο Κ. Καραγιάννης, νέος αγρότης από το Πολυδάμιο Φαρσάλων επισημαίνει: «Ο νέος στο χωριό που ασχολείται με τη γεωργία δεν έχει πια προοπτική εξαιτίας των ποσοστώσεων, των προστίμων συνυπευθυνότητας, των χαμηλών τιμών των προϊόντων και του υψηλού κόστους παραγωγής που επιβάλλουν οι ελληνικές κυβερνήσεις εφαρμόζοντας την πολιτική ξεκληρίσματος της ΕΕ. Ταυτόχρονα, η ζωή είναι πανάκριβη δεν μπορείς να ζήσεις όπως ονειρεύεσαι. Ούτε να διασκεδάσεις δεν μπορείς. Επειδή στο χωριό δεν υπάρχει καμιά διέξοδος για ψυχαγωγία, πρέπει να πας σε μια γειτονική κωμόπολη. Το σκέφτεσαι πολύ. Κοστίζει. Πρέπει να πληρώσεις τη βενζίνη για τη μετακίνηση και ό,τι άλλο κόστος συνεπάγεται η έξοδος. Ο νέος στο χωριό δυσκολεύεται ακόμα και να δημιουργήσει οικογένεια, αφού το κόστος ζωής βάζει μια σειρά εμπόδια που δεν μπορείς να προσπεράσεις».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ