«Οταν γράφω είναι σαν να ξεγυμνώνω την ψυχή μου. Χαράζω με λέξεις πάνω στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή μου εκείνα τα αισθήματα που, κατά κάποιον τρόπο, φανερώνουν την αλήθεια μου. Κι ας είναι μια ζωή τα ίδια ή συνέχεια των προηγουμένων, περιλαμβάνοντας, ακόμα, τα όσα παρέλειψα την άλλη φορά. Ακόμα κι αν πλήττω την ώρα που γράφω, το αφήνω να φανεί. Σκέφτομαι πως ίσως κάποιον θα κάνω να συγκινηθεί.
Πάνε πολλά χρόνια που αποχωρίστηκα τον τόπο μου - φυσικά, όχι όμως και συναισθηματικά - και σαν αστέρευτος ποταμός πορεύτηκα σε άλλα μέρη, μακρινά. Απόδημος πάντα, δίχως όμως να ριζώσω τελικά. Εκανα προσπάθειες να μην εγκλωβιστώ μέσα στο εφήμερο, να μην απομακρυνθώ από το όνειρο και τη μέθη που χρειάζεται για να πραγματοποιήσεις αυτό το όνειρο. Σε μένα ξεκίνησε από τη λαχτάρα να ξαναδώ τους ανθρώπους μου και τον τόπο μου.
"Το χωριό όπου γεννιέται κανείς φαίνεται πως γίνεται με τον καιρό παραμύθι. Και το παραμύθι δεν είναι παρά μια άλλη αίσθηση ζωής, που σε δένει πίσω απ' το μίτο της και σε παρασέρνει σ' ένα δικό της δρόμο", γράφει ο εκλεκτός συγγραφέας Τάκης Χατζηαναγνώστου. Τώρα βλέπω και νιώθω πόσο ο άνθρωπος έχει ανάγκη αυτή τη μέθη, για να υπερβεί τον εαυτό του και να πραγματώσει αυτό το όνειρο.
Και να 'μαι τώρα στον Μόλυβο ν' αγναντεύω από το πατρικό μου το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα του κόσμου. Γυρνώ στο νησί μου, αναζητώντας τις άδολες χαρές της φύσης και τη δροσιά του ανέμου. Το βλέμμα μου γαληνεμένο στους απέραντους ελαιώνες του και το σώμα μου παραδομένο στα καταγάλανα νερά του. Μια βόλτα στο φεγγαρόφωτο, ένας περίπατος στην αμμουδιά, ένα όνειρο δροσερής, καλοκαιρινής νύχτας κι η μυρωδιά από το γιασεμί και τ' αγιόκλημα διώχνει μακριά τη σκιά του χρόνου και αφήνει τη φαντασία να πλάσει ένα δικό της υπέροχο παρόν και ένα απρόβλεπτο μέλλον.
Το διαρκές ανικανοποίητο μας βασανίζει. Οσα πράγματα και ν' αποκτήσουμε, κάτι μας λείπει.
Και ίσως να είναι αυτό ένας άλλος τρόπος ύπαρξης. Ολοι κυνηγάμε να βρούμε την αλήθεια πίσω από τις ψευδαισθήσεις μας και ξαφνικά πουθενά δεν ταιριάζεις, και κανένας δεν ταιριάζει μαζί σου. Κι εγώ, αναρωτιέμαι, μήπως ο άνθρωπος γερνάει μόλις αρχίζει να υπερασπίζεται την ιδιαιτερότητά του; Ιδιαίτερα όταν αυτή - η ιδιαιτερότητα - είναι μόνο μια ουτοπία;
Τελικά, πάλι το κατόρθωσα, βρήκα τις λέξεις να σας γράψω τα δικά μου. Οι λέξεις, λένε, είναι σαν τα κοχύλια του γιαλού. Αν τα βάλεις στο αυτί σου, ακούς τον ήχο του γιαλού σου ή της ψυχής σου... Αυτό έκανα και σήμερα ...συγχωρέστε με».