Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΒ, στην τριετία 2001-2003 οι επιχειρήσεις ΑΕ και ΕΠΕ κέρδιζαν από κάθε εργαζόμενο κατά μέσο όρο 8.272 ευρώ
Πλούσια αποδείχτηκαν τα «ελέη» των οικονομικών πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας για τους μεγαλοεπιχειρηματίες, που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Το βεβαιώνουν τα στοιχεία των ίδιων των βιομηχάνων (Δελτίο Ανταγωνιστικότητας του ΣΕΒ) που δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα. Από τα στοιχεία αυτά, που καταγράφουν την κερδοφορία ενός δείγματος 4.152 επιχειρήσεων ΑΕ και ΕΠΕ στην τριετία 2001-2003, προκύπτει ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις εξασφάλιζαν από κάθε εργαζόμενο μέσο ετήσιο κέρδος 8.272 ευρώ (!) και η μέση αποδοτικότητα των συνολικών τους κεφαλαίων ανήλθε στο 10,1%.
Τα στοιχεία αυτά απλώς πιστοποιούν τα υψηλά επίπεδα κερδοφορίας των μεγάλων «ελληνικών» επιχειρήσεων. Και αξίζει να σημειώσουμε ότι η εξεταζόμενη περίοδος ακολουθεί την περίοδο της πολύ υψηλής κερδοφορίας (1999-2000), ειδικά για τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις, οι οποίες, με διάφορες χρηματιστηριακές απάτες, αποκόμισαν τεράστια κέρδη σε βάρος των μικροεπενδυτών. Αλλά και οι επιδόσεις που εμφάνισαν την τριετία 2001-2003 κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητες είναι, συγκριτικά με τις αντίστοιχες επιδόσεις άλλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, γεγονός που, μεταξύ άλλων, υποδηλώνει τη σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που έχει σημειωθεί στον επιχειρηματικό μεταποιητικό τομέα.
Το παράδοξο της υπόθεσης όμως είναι ότι η υψηλή κερδοφορία συμβαδίζει με τις απώλειες μεριδίων στην εσωτερική αγορά, καθώς οι εισαγωγές κερδίζουν σταθερά έδαφος. Φαινόμενο το οποίο μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τη βουλιμία για μεγάλα κέρδη από τις «ελληνικές» επιχειρήσεις, παρά τον ισχυρό ανταγωνισμό που υφίστανται από ξένες, κοινοτικές και μη, επιχειρήσεις. Αντί να εκμεταλλευτούν την υψηλή παραγωγικότητα και να μειώσουν τις τιμές, για να προστατέψουν την ανταγωνιστική τους θέση, σε κάθε ευκαιρία τις αυξάνουν.
Τα στοιχεία του ΣΕΒ είναι η καλύτερη απάντηση στην Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία εμφανίζει το λεγόμενο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος να αυξάνεται κάθε χρόνο σε πραγματικούς όρους, κάτι που αν συνέβαινε θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε κάμψη των επιχειρηματικών κερδών.
Στο σχετικό πίνακα του ΣΕΒ, όπου εμφανίζονται οι επιδόσεις των 22 κλάδων της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας, οι μέσοι όροι εμφανίζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Οι διαφοροποιήσεις αυτές αντανακλούν τις διαφορετικές ταχύτητες με τις οποίες αναπτύσσεται η ελληνική βιομηχανία.
Ετσι, για την 3ετία 2001-2003 προκύπτει ότι, κατά μέσο όρο, τα ετήσια κέρδη ανά εργαζόμενο ανήλθαν σε:
Πρόκειται για επιχειρήσεις με υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (αποκαλούμενες και επιχειρήσεις εντάσεως κεφαλαίου), οι οποίες χάρη στην υψηλή παραγωγικότητα εργασίας - ή με άλλα λόγια τον υψηλό βαθμό εκμετάλλευσης που έχουν πετύχει - επιτυγχάνουν και σημαντικά υψηλά κέρδη. Στον αντίποδα βρίσκονται επιχειρήσεις λοιπού εξοπλισμού (ζημιές ανά εργαζόμενο 2.898 ευρώ), η παραγωγή χαρτοπολτού (κέρδη 1.095 ευρώ), η κλωστοϋφαντουργία με 1.612 ευρώ, οι εκδόσεις-εκτυπώσεις με 2.729 ευρώ κλπ.