Τότε, πραγματικά ήταν το τέλος μιας εποχής, που μαζί της τέλειωνε το μαρτύριο της «πρόβας» και τα τσιμπήματα της καρφίτσας, αλλά, ταυτόχρονα, σήμαινε την ανατολή ενός νέου μαρτυρίου, πιο σύγχρονου και πιο βασανιστικού, εκείνου της κατανάλωσης. Αυτά, και άλλα πολλά οικογενειακά, θυμήθηκα σήμερα, όταν έπεσε στα χέρια μου το εξαιρετικό λεύκωμα του Γιάννη Λάμπρου «Οδός Ερμού» Αθήνα 2001. Και το αγκάλιασα. Το ξεφύλλισα. Και ξεφυλλίζοντάς το, αναπόλησα. Νοστάλγησα τα χρόνια της αθωότητας, αλλά και τα άλλα, εκείνα τα χρόνια που δεν έζησα. Ελάτε, πάμε μαζί να περπατήσουμε. Να διασχίσουμε, λέμε, την αιώνια οδό, την Ερμού.
«Κέντρον της ζωής της πόλεως ήταν η οδός Ερμού και ιδίως το κομμάτι της που διασταυρώνετο με την οδόν Αιόλου, διότι εκεί ήταν και το καφενείον της "Ωραίας Ελλάδος", που ίδρυσεν αρχικώς ο Ιταλός πρόσφυξ».
Στην Αθήνα αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του βασιλιά Οθωνα και την ανακήρυξη της Πρωτεύουσας της Ελλάδος, δημιουργήθηκαν δυο Ειρηνοδικεία.
Για πάρα πολλά χρόνια, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και στα δικαστικά έντυπα, αναγράφονταν το πρώτο ως το «Ειρηνοδικείον της βορείου πλευράς της Ερμαϊκής οδού» και το δεύτερο ως το «Ειρηνοδικείο της νοτίου πλευράς της Ερμαϊκής οδού».
Τα πρώτα νέα αρχοντικά σπίτια που κτίστηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αθήνας στην οδό Ερμού ήσαν οι οικίες του Λουκά Πύρρου και του Ιωάννη Κονιάρη, οι οποίες βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της οδού Ερμού, απέναντι από την πρόσοψη της Καπνικαρέας.
Αλλες κατοικίες που κτίστηκαν στην οδό Ερμού κοντά στον ναό της Καπνικαρέας ήσαν του Λάζαρου Γιουρδή και του Ιταλού κοντέ Μποτσάρι. Ο κόντε Μποτσάρι προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις Αθηναίων και τα καυστικά σχόλια του αθηναϊκού Τύπου της περιόδου, γιατί, για την ανέγερση της οικίας του, αφαίρεσε γωνιολίθους από την εκκλησία της Καπνικαρέας.
Τα αρχοντικά αυτά σπίτια, αμέσως μετά την εγκατάσταση του Οθωνα στην Αθήνα, χρησιμοποιήθηκαν για τη στέγαση και εγκατάσταση δημοσίων υπηρεσιών, καθώς και για έδρα των υπουργείων Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών.
Το 1837, ανέλαβε την ανέγερση των Βασιλικών Ανακτόρων ο μηχανικός και υπολοχαγός των Βαυαρών Χοχ. Με το σχέδιό του για την προ των Ανακτόρων πλατεία (Συντάγματος), ο Χοχ διεύρυνε και την οδό Ερμού από την πλατεία έως την οδό Βουλής, από 10 μέτρα που ήταν, σε 20 μέτρα. Η ενέργεια αυτή του Βαυαρού μηχανικού προκάλεσε την αντίδραση των ιδιοκτητών των οικοπέδων και των κτισμάτων που κατέλαβε η διαπλάτυνση του δρόμου. Με έντονες πιέσεις προς την κυβέρνηση, κατάφεραν να εκδοθεί από το υπουργείο Εσωτερικών απόφαση, όπου καταργούσε τα σχέδια του Χοχ για τη διεύρυνση της οδού Ερμού. Η αντίδραση του Δήμου Αθηναίων, όμως, ήταν άμεση και ανάγκασε το υπουργείο να αποσύρει την απόφαση αυτή και η οδός Ερμού, στο ξεκίνημά της από την πλατεία Συντάγματος να έχει, από την περίοδο αυτή, τη σημερινή της μορφή.
«Ο μόνος καλλωπισμός, τον οποίον έλαβεν η πόλις επί της τριετούς διαρκείας της σημερινής Δημοτικής Αρχής, είναι η οδός του Ερμού καθ' όσον μέρος περνούν αι άμαξαι ή τα άλογα, διότι τα λεγόμενα πεζοδρόμια ελλείπουν από το μεγαλύτερον της οδού ταύτης μέρος και εκτός τούτου, αυτά με ιδιαίτερα έξοδα των ιδιοκτητών των οσπιτίων των κειμένων εις την οδόν.
Κατεσκεύασαν δε και έν μέρος υπονόμου εις την οδόν του Ερμού και εις την οδόν του Αιόλου άρχισαν και προ τινων μηνών να λιθοστρώνουν έν μέρος της οδού ταύτης του Αιόλου...».
Η Αθήνα στη δεκαετία του 1840-1850, σύμφωνα με τον Κώστα Ουράνη: ...έπιανε τη σημερινή συνοικία της Πλάκας κι απλωνόταν ίσαμε το Δημοτικό Θέατρο κι ίσαμε την Πλατεία του Συντάγματος, που στο βάθος της υψωνόταν τεράστιο και κατάμονο το ανάκτορο του Οθωνα. Ολη της η ζωή έσφυζε στη διασταύρωση των δύο κεντρικών και μεγάλων τότε δρόμων Ερμού και Αιόλου, όπου ήταν τα καλύτερα εμπορικά καταστήματα, μαζί με ανατολίτικα εργαστήρια, βρωμερά πρατήρια και μπακάλικα που έκθεταν στο δρόμο τους ταραμάδες, τους μπακαλιάρους και τις «μοσχομυρωδάτες» τους.
Η περιγραφή της οδού Ερμού του 1850 από τον Χρ. Αγγελομάτη είναι αρκετά κατατοπιστική και μας μεταφέρει την εικόνα του μοναδικού εμπορικού δρόμου της Πρωτεύουσας.
Εδώ κατέληγαν αι Αθήναι, που άρχιζαν από την Πλάκα και του Ψυρή. Αξίζει δε να σημειωθή, ότι, όπως αναφέρει ακόμη ο Αννινος, πολύ πέραν του 1850, εσώζοντο στην αρχήν της οδού Ερμού δύο - τρία μπακάλικα, στην είσοδον των οποίων βρωμερά μπακαλόπουλα εδιαλαλούσαν:
- Εδώ οι μοσχομυρωδάτες! (σαρδέλες).
Αι Αθήναι είχαν, τότε, (1850) πληθυσμόν μόλις 24.758 ψυχών, πολύ δε ολιγώτερον, όταν έγινεν η Ελλάς κράτος και αι Αθήναι ανεκηρύχθησαν πρωτεύουσα. Ο πληθυσμός της πρωτευούσης ήταν ένα συνοθύλευμα. Η φουστανέλα ήταν το κύριον ένδυμα, αλλά και τα "φράγκικα" είχαν τόσο διαδοθή και αυτά, ώστε να μην ονομάζουν πια "ψαλιδοκέρια" εκείνους που τα φορούσαν. Αι γυναίκες εφορούσαν ακόμη κρινολίνο, το ίδιον αυτό που στα 1855 το ωνόμαζαν σκωπτικά Μαλακώφ, από το όνομα του οχυρού της Σεβαστουπόλεως, που είχαν καταλάβει οι Γάλλοι κατά τον κριμαϊκό πόλεμο. Οι περισσότερες όμως εφορούσαν την εθνικήν ενδυμασίαν και το κόκκινο φέσι, που το ετραγούδησε η λαϊκή μούσα...».
Ο ιατρός Λουδοβίκος Φραγκλ, που επισκέφθηκε την Αθήνα το 1856, μας περιγράφει την οδό Ερμού και αναφέρει για το δρόμο αυτό το εξής χαρακτηριστικό:
...φτάνουμε σ' εκείνο το σημείο όπου η οδός Αιόλου διασταυρώνται με την οδό Ερμού ορθογώνια. Η σάτιρα των Βαυαρών της Αθήνας μετωνόμασε την οδό Ερμού σε «οδό της τρυφηλής ασωτίας».