Κυριακή 16 Οχτώβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΑΡΘΡΑ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΛΙΝΤΟΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ 1999
Μια άλλη πλευρά ενός πολιτικού γεγονότος

Αρθρο του Θανάση Παπαρήγα

Πάνε τρία χρόνια από κείνη τη μέρα, 11 Οκτώβρη ήταν, που δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε, γιατί δε θέλαμε να το πιστέψουμε, πως η πολύπλευρη δημιουργική μαχητική πορεία του Θανάση Παπαρήγα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ ανακόπηκε βίαια. Μα ο σύντροφος Θανάσης είναι πάντα μαζί μας, δίπλα μας, αφού η πνευματική κληρονομιά που μας άφησε, ως δημοσιογράφος, ιστορικός, ερευνητής και συγγραφέας είναι από τα πιο πολύτιμα εφόδια στη δράση μας. Τόσο με την αρθρογραφία και τα ρεπορτάζ στο «Ριζοσπάστη», τα άρθρα και τις μελέτες του στην ΚΟΜΕΠ, στο ΚΜΕ, αλλά και τα βιβλία που μας άφησε είτε μεταφράζοντας είτε συγγράφοντας ο ίδιος. Ενα μικρό δείγμα γραφής αυτής του της ξεχωριστής συμβολής στην υπόθεσή μας αποτελεί και το άρθρο του που δημοσιεύουμε σήμερα, με αφορμή την επίσκεψη του Μπιλ Κλίντον στην Ελλάδα το Νοέμβρη του 1999. Αναδημοσιεύεται από το «Ριζοσπάστη» 19/12/1999.

* * *

Η επίσκεψη του 41ου Προέδρου των ΗΠΑ, Ουίλιαμ Τζέφερσον Κλίντον, στην Αθήνα στις 19-20/11/1999, υπήρξε ένα γεγονός πολιτικά πολύ φορτισμένο. Το σημερινό μας κείμενο δε θα ασχοληθεί με αυτή την πλευρά της επίσκεψης, αλλά με μια άλλη: Με την ενασχόληση του Προέδρου, στην ομιλία του στο ξενοδοχείο «Intercontinental» στις 20/11/1999, με θέματα επιστημονικής και ιστορικής έρευνας.

Το ενδιαφέρον μας αυτό δεν προέρχεται μόνο από την επίσημη ιδιότητα του ομιλητή, αλλά και από το ίδιο το θέμα της αναφοράς του, το οποίο, όπως θα δούμε, είναι όντως πολύ ενδιαφέρον και επίκαιρο.

Αρχίζουμε με την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από την ομιλία του Προέδρου:

«Λίγα λεπτά ομιλίας για το σύγχρονο κόσμο στον οποίο ζούμε. Νομίζω ότι είναι μεγάλη ειρωνεία το ότι, σε αυτή την υπερσύγχρονη εποχή των παγκόσμιων αγορών, όπου πάνω από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε δημοκρατία, για πρώτη φορά στην Ιστορία, ο κόσμος βασανίζεται ακόμη από την αρχαιότερη ανθρώπινη κακία: Το φόβο του άλλου, αυτών που είναι διαφορετικοί από μας.

Από τις μεγάλες αντιιμπεριαλιστι-κές διαδηλώσεις στην Αθήνα, με αφορμή την επίσκεψη του Κλίντον (1999)
Από τις μεγάλες αντιιμπεριαλιστι-κές διαδηλώσεις στην Αθήνα, με αφορμή την επίσκεψη του Κλίντον (1999)
Η πιο καθαρή έκφραση στη σύγχρονη εποχή είναι το εθνικό και θρησκευτικό μίσος, που βλέπουμε να πλημμυρίζει από τη Βόρεια Ιρλανδία ως τη Μέση Ανατολή, από τους φυλετικούς πολέμους στην Αφρική ως τα Βαλκάνια. Πόσο μεγάλο μέρος της Ιστορίας μας έχει διαμορφωθεί στην πάλη μεταξύ αυτών που δέχονται με αυτοπεποίθηση τις ενδιαφέρουσες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, επειδή είναι αρκετά ισχυροί για να αποδεχτούν τον κοινό ανθρώπινο χαρακτήρα με αυτούς που ζουν τη ζωή τους με μόνιμο φόβο ή αποστροφή αυτών που είναι διαφορετικοί.

Η σύζυγός μου είχε, στο Λευκό Οίκο, εδώ και δύο βδομάδες, δύο λαμπρούς ανθρώπους σε μια συζήτηση: Ο ένας είναι ο ιδρυτής του INTERNET και ο άλλος ένας από τους πιο διακεκριμένους Αμερικανούς επιστήμονες στον τομέα της μελέτης των ανθρωπίνων γονιδίων. Ο βιολόγος μού είπε ότι τίποτε δε θα μπορούσε να αποκαλυφθεί σχετικά με τη διάρθρωση των γονιδίων χωρίς την επανάσταση των υπολογιστών. Ολη αυτή η υψηλή τεχνολογία αποκάλυψε ένα ενδιαφέρον γεγονός: Οτι όλοι μας, όλα τα ανθρώπινα όντα, είμαστε, από γενετική άποψη, κατά 99,9% ίδιοι. Και, επιπλέον, ότι αν πάρετε διαφορετικές ομάδες ανθρώπων - ας πάρουμε τρεις που συζητούνται εδώ, τους Ελληνες, τους Τούρκους και τους Ιρλανδούς (εμένα) - εάν πάρετε 100 Ελληνες, 100 Τούρκους και 100 Ιρλανδούς και τους συγκεντρώσετε σε ομάδες, οι γενετικές διαφορές μεταξύ των ατόμων μέσα σε κάθε ομάδα θα είναι μεγαλύτερες από τις διαφορές αυτές μεταξύ των ομάδων.

Δεν είναι ενδιαφέρον το πόσες συγκρούσεις συσσωρεύτηκαν σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, εξαιτίας αυτού του 0,01% της διαφοράς; Ενώ θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει το 99,9%.

Το εάν θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε στον ανώτατο βαθμό τις χωρίς προηγούμενο υποσχέσεις της νέας χιλιετίας, εξαρτάται, σε όχι μικρό βαθμό, από το εάν θα βρούμε τρόπο να ξεπεράσουμε εκείνη τη διαφορά του 0,01% του κοινού ανθρώπινου χαρακτήρα που μας ενώνει όλους».

Από τα παραπάνω εδάφια, βλέπουμε ότι ο Πρόεδρος Κλίντον μας έδωσε μια εξήγηση των εθνικών και των παρόμοιων αντιθέσεων, που, όπως παρατηρεί, παρουσιάζουν έξαρση. Η εξήγηση αυτή βασίζεται σε δύο πυλώνες, με τον ένα να συνδέεται στενά με τον άλλο:

1. Η μία αιτία είναι ψυχολογική. Είναι ο «φόβος του άλλου» και, μάλιστα, εκείνου του «άλλου» που διαφέρει από μας τους ίδιους. Πρόκειται για φόβο πανάρχαιο που η εμφάνισή του στην εποχή μας, εποχή των παγκόσμιων αγορών κλπ. αποτελεί, κατά τον Πρόεδρο, ειρωνική παραδοξολογία.

2. Η άλλη αιτία είναι γενετική. Η ασήμαντη γενετική διαφορά έχει επισκιάσει την ουσιώδη γενετική ομοιότητα (σωστότερα: ουσιώδη γενετική κοινότητα), δημιουργώντας έτσι το έδαφος για διαρκείς συγκρούσεις. Με άλλα λόγια, η ψυχολογική αιτία του φαινομένου βασίζεται, με τη σειρά της, σε μια κολοσσιαίων διαστάσεων και ιστορικής διάρκειας παρεξήγηση ή, για όσους προτιμούν αυτόν τον όρο, παρανόηση.

Η ερμηνευτική θεωρία που παρουσίασε ο Πρόεδρος δεν είναι καινούρια. Κυρίως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικά δικό του δημιούργημα. Στις μέρες μας, πλατιά στρώματα της αστικής φιλελεύθερης διανόησης έχουν συστηματικά επιδοθεί στην προβολή (δε θέλουμε να γράψουμε «καλλιέργεια») της άποψης ότι η έξαρση των εθνικών και περιφερειακών αντιθέσεων οφείλεται σε αρχέγονα αισθήματα φόβου προς τους άλλους, ιδιαίτερα, τους «διαφορετικούς», που είναι, υποτίθεται, τόσο βαθιά ριζωμένα, ώστε τίποτε - ως τώρα τουλάχιστον - δεν κατόρθωσε να εξουδετερώσει. Η αντίληψη αυτή έχει τόσο μεγάλη επιρροή ώστε βρήκε την έκφρασή της και σε πρόσφατη εκστρατεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενάντια στις ρατσιστικές προκαταλήψεις, που είδαμε και στις οθόνες της ΕΤ. Η εκστρατεία αυτή βασιζόταν σε μια λογική, πολύ λογική στην αλληλουχία της: Αφού οι προκαταλήψεις αυτές έχουν την αιτία τους στη διάδοση λανθασμένων αντιλήψεων, εκείνο που πρέπει να γίνει είναι η διάδοση των σωστών αντιλήψεων, μέχρι αυτές να επικρατήσουν και, εν προκειμένω, η σωστή αντίληψη είναι ότι το ανθρώπινο είδος είναι ενιαίο και ότι οι διαφορές που παρουσιάζει είναι καθαρά εξωτερικές, χωρίς καμιά βαθύτερη σημασία.

Το ότι το ανθρώπινο είδος είναι ενιαίο και οι διαφορές που παρουσιάζει είναι επιφανειακές είναι εντελώς προφανές. Εδώ, όμως, έχουμε το φαινόμενο, οι εθνικές και περιφερειακές συγκρούσεις όχι μόνο να εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά και να εξαπλώνονται, απαιτώντας όλο και περισσότερα θύματα και απειλώντας ολόκληρες κοινωνίες με ολοσχερή αφανισμό. Δεν έχουμε το δικαίωμα να αναρωτηθούμε πώς, τέλος πάντων, αυτό συμβαίνει σε πείσμα της βάσης της κοινωνίας που, προφανώς, το απορρίπτει;

Η λογική και οι δρόμοι της

Αν σταθούμε στο έδαφος της τυπικής λογικής, όταν μια εξήγηση δεν είναι ικανοποιητική, αλήθεια τι κάνουμε; Είναι πολύ απλό: Αναζητούμε μια άλλη.

Μπροστά μας βρίσκεται το εξής πρόβλημα: Οι εθνικές και περιφερειακές συγκρούσεις επιδεινώνονται και χειροτερεύουν. Αυτά που συχνά προβάλλονται σαν αίτια, όχι μόνο δεν επαληθεύονται από την εξέλιξη της επιστήμης, αλλά και (η μαρτυρία του Προέδρου Κλίντον είναι, νομίζουμε, αρκετή), απορρίπτονται όλο και πιο κατηγορηματικά και τεκμηριωμένα από αυτή. Ε, ωραία, τότε γιατί δε στρεφόμαστε προς την αντίληψη άλλων - και, ενδεχομένως, πιο ικανοποιητικών εξηγήσεων;

Η απάντηση είναι, νομίζουμε, όχι λιγότερο πασιφανής: Γιατί αν δεν αποδώσουμε τα ιδεολογικά τείχη μεταξύ των ανθρώπων σε γενετικές, πραγματικές ή παρεξηγημένες αιτίες, τότε θα πρέπει, απλούστατα, να τα αποδώσουμε σε άλλες. Και η μόνη τέτοια λογική αιτία είναι οργάνωση της κοινωνίας. Ακριβέστερα, η οργάνωση της ταξικής κοινωνίας που ενώνει τους ανθρώπους αποχωρίζοντας τον ένα από τον άλλο, αλλά και αντιπαραθέτοντας τον ένα στον άλλο. Στην εποχή μας, αυτό θα σήμαινε επισήμανση της ρίζας του φαινομένου στο έδαφος του σημερινού σταδίου της ταξικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, θα σήμαινε αποδοχή των γεγονότων ότι:

1. Οι εθνικές αντιθέσεις είναι σύμφυτες με την καπιταλιστική κοινωνία και δεν πρόκειται να πάψουν να υπάρχουν, όσο υπάρχει αυτή,

2. αφού τα πράγματα έχουν έτσι, απαιτείται η αντικατάσταση της καπιταλιστικής κοινωνίας από μια άλλη.

Είναι, νομίζουμε, εντελώς φανερό ότι ο Πρόεδρος Κλίντον τα παραπάνω ούτε τα θέλει ούτε στην πραγματικότητα τα μπορεί.

Εδώ, απαιτείται μια διευκρίνιση: Η τοποθέτηση του καθενός μας δεν είναι μια απλή διαδικασία όπου όλα αποφασίζονται στη δηλητηριώδη, αλλά διαυγή ατμόσφαιρα ενός ψυχρού και κυνικού υπολογισμού. Καθόλου δεν ισχυριζόμαστε ότι, επειδή η, ας την πούμε έτσι, «γενετική θεωρία» αποσκοπεί να διασώσει το καπιταλιστικό σύστημα, όλοι οι υποστηρικτές της κινούνται από αυτό το συνειδητό κίνητρο. Καθόλου δεν ισχυριζόμαστε ότι οι αφηρημένοι (και, συνήθως, νέοι) αντίπαλοι του «ρατσισμού», του «εθνικισμού», κλπ. ξεκινούν με τη σκέψη ότι κάποιος, τέλος πάντων, πρέπει να υπερασπίσει το καθεστώς της κυριαρχίας του ΠΟΕ. Αντίθετα, είμαστε πρόθυμοι να παραδεχτούμε ότι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ξεκινούν από μια εντελώς κατανοητή (και, που άλλωστε, συμμεριζόμαστε πλήρως) ηθική αποστροφή που προκαλεί σε κάθε φυσιολογικό άνθρωπο η εικόνα μιας κοινωνίας «πολέμου όλων εναντίον όλων», με εξωφρενικές εξηγήσεις, αλλά με πάντα τραγικά επακόλουθα. Ωστόσο, η αναζήτηση αιτίων εκεί που δε βρίσκονται και η απομάκρυνση από τα πραγματικά αίτια, τους μετατρέπει και τους ίδιους σε θύματα. Πώς; Θα το δούμε σε συνέχεια.

Εμπειρία και προκατάληψη

Η άποψη που αποδίδει τις εθνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις σε ψυχολογικούς παράγοντες («φόβος του άλλου»), βασισμένους, με τη σειρά τους, σε παρεξήγηση γενετικών παραγόντων, προϋποθέτει έναν παράγοντα χωρίς τον οποίο δε βλέπουμε ποια έννοια θα μπορούσε να έχει: Οτι ο «άλλος», ούτε αποτελεί ούτε είναι δυνατόν να αποτελέσει για μας πραγματική απειλή. Η αίσθηση της απειλής βρίσκεται μόνο στη νοοτροπία μας και, συνεπώς, από εκεί κυρίως πρέπει να την αποβάλουμε.

Η άποψη αυτή προφανώς θεωρεί δευτερεύουσας σημασίας (ή, ίσως, και εντελώς άνευ σημασίας) ότι, όπως δείχνει όλη η ιστορική εμπειρία, η «επαφή με τον άλλο» μπορεί, στις συνθήκες της ταξικής κοινωνίας, να αποτελεί πραγματικό κίνδυνο και όχι μόνο πραγματικό, αλλά και πολύ σοβαρό. Και αυτό όχι για γενετικούς λόγους - πραγματικούς ή φανταστικούς - αλλά γιατί, στις συνθήκες της ταξικής κοινωνίας, η επαφή αυτή δεν μπορεί να βασίζεται (γιατί αλλιώς η κοινωνία δεν είναι, απλούστατα, ταξική) παρά σε σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης που δημιουργούν θύματα. Ο φόβος που αισθάνονταν, π.χ., οι Ερυθρόδερμοι της Β. Αμερικής απέναντι στους Ευρωπαίους αποίκους δεν ήταν ψυχολογικός. Οφειλόταν στην ανακάλυψη (και δε μιλάμε καν για τον τρόπο της ανακάλυψης) ότι οι Ευρωπαίοι άποικοι, φορείς των ιστορικά ανωτέρων, καπιταλιστικών σχέσεων, είχαν στόχο τη γη και, συνεπώς, έβλεπαν τους ιθαγενείς κατοίκους της σαν ενοχλητικές λεπτομέρειες που, όπως όλες οι ενοχλητικές λεπτομέρειες, έπρεπε να παραμεριστούν.

Οι «Πόλεμοι του Οπίου», π.χ., δεν αρκούσαν για να εμπεδώσουν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο το αίσθημα του φόβου και της αποστροφής στον κινεζικό πληθυσμό;

Ενα άλλο παράδειγμα, από την Ευρώπη αυτή τη φορά. Οι μεγάλοι λιμοί που ξεσπούν στην Ιρλανδία στον 19ο αιώνα οδηγούν τον πληθυσμό ή στον καλύτερο κόσμο ή στη μετανάστευση. Πρώτος σταθμός η γη που βρίσκεται ακριβώς πέρα από την ιρλανδική θάλασσα. Η Αγγλία. Βέβαια, ύστερα από την άγρια εκμετάλλευση που υπέφερε στα χέρια των Αγγλων αποικιακών υπαλλήλων και των Αγγλων LANDLORDS, δεν ήταν παράξενο αν ο πεινασμένος και ήδη ετοιμοθάνατος Ιρλανδός μετανάστης μισούσε ακράτητα οτιδήποτε αγγλικό. Η περιπέτειά του συνεχίζεται στην Αγγλία. Η εμφάνιση ενός ολόκληρου εφεδρικού στρατού από Ιρλανδούς μετανάστες επιτρέπει στους εργοδότες να κρατούν τις αμοιβές των Αγγλων εργατών σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό οδηγεί όχι απλώς στην αναζωογόνηση των εθνικών τριβών, αλλά στη διαίρεση των βιομηχανικών κέντρων της Αγγλίας «σε δύο εχθρικά στρατόπεδα», κατά την έκφραση του Κ. Μαρξ.

Δεν έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με ένα μυστηριώδη αρχέγονο «φόβο ενάντια στον άλλο», ούτε με παρεξήγηση γενετικών δεδομένων (για τα οποία, άλλωστε, οι γνώσεις των Ιρλανδών μεταναστών και των Αγγλων εργατών ήταν μάλλον κάτω και του στοιχειώδους), αλλά με τις ανταγωνιστικές σχέσεις που γεννά ο καπιταλισμός, χωρίς τις οποίες δε θα ήταν καπιταλισμός.

Στις μέρες μας, δε θα έπρεπε να παραβλέψουμε και το ότι η «ψυχολογική - γενετική θεωρία» χρησιμοποιείται και για τη διευκόλυνση των επεμβατικών ενεργειών του ιμπεριαλισμού. Αν, π.χ., αύριο εγκατασταθούν στα εδάφη μας ΝΑΤΟικά στρατεύματα για χρήση στη Βαλκανική Χερσόνησο, τη Μ. Ανατολή, τον Καύκασο ή - γιατί όχι; - στη Ρωσία, ο ελληνικός λαός δε θα πρέπει να δυσανασχετεί με την παρουσία τους και ούτε να αντιδρά. Γιατί, αν το κάνει, θα αποδείξει ότι διακατέχεται από το «φόβο του άλλου», ότι είναι τόσο αιχμάλωτος του 0,01% της γενετικής διαφοράς, ώστε δε βλέπει το 99,9% της γενετικής κοινότητας, ότι είναι, τουλάχιστον, απολίτιστος. Το ότι αυτά τα στρατεύματα θα χρησιμοποιούνται για να βομβαρδίζουν (στην καλύτερη περίπτωση, γιατί υπάρχουν και χειρότερα) άλλους «άλλους», αυτό δεν έχει τόση σημασία, γιατί και αυτοί διακατέχονται από τον παράλογο «φόβο του άλλου», είναι αιχμάλωτοι του 0,01% κλπ.

Η αντίστροφη πλευρά

Η τοποθέτηση του Προέδρου Κλίντον έχει και μερικές άλλες πλευρές που αξίζει να αναφερθούν.

Μια τέτοια πλευρά είναι το γεγονός ότι ο Πρόεδρος, προφανώς, θεωρεί σαν αιτία γενετικούς παράγοντες και συγκεκριμένα, το περίφημο 0,01%. Απλώς θεωρεί την πραγματική διαφορά τόσο ασήμαντη, ώστε δεν αξίζει να ασχολούμαστε μαζί της.

Στο σημείο αυτό, βλέπουμε πως η άποψη της φιλελεύθερης ανάλυσης (γενετικά αίτια, αλλά ασήμαντα) συναντιέται στην κοινή προσπάθεια διάσωσης του καπιταλιστικού συστήματος, με τη μη φιλελεύθερη (γενετικά αίτια, που είναι πολύ σημαντικά).

Η πόρτα για τις διάφορες ευγονικές θεωρίες μένει ανοιχτή.

Μια δεύτερη τέτοια (και καθόλου ασήμαντη) πλευρά είναι η εξής:

Στο βαθμό που το γενετικό υλικό παίζει ρόλο στην ιστορική κατάσταση, το κάνει όχι μέσω της διαφοράς, όπως ισχυρίζεται ο Πρόεδρος, αλλά μέσω της κοινότητας.

Εξηγούμε: Οι εθνικές διαφορές και αντιθέσεις έχουν, σε τελευταία ανάλυση, την πηγή τους στην εκμεταλλευτική φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ακριβώς αυτό το γεγονός κάνει τις εθνικές συγκρούσεις σύμφωνες με την καπιταλιστική κοινωνία και εγγενείς με αυτή.

Αυτό πρέπει να το υπογραμμίσουμε και για έναν άλλο λόγο: Σε πολλά μέρη της εν λόγω ομιλίας του, ο Πρόεδρος Κλίντον φαίνεται να τρέφει μια πραγματικά ειδωλολατρική εμπιστοσύνη στην ειρηνευτική λειτουργία της κίνησης των κεφαλαίων, των επενδύσεων κλπ. Το πράγμα δεν είναι παράξενο. Σαν πολιτικός και διανοούμενος της μεγαλοαστικής τάξης, ο Πρόεδρος Κλίντον είναι φυσικό να είναι ανίκανος, αλλά και απρόθυμος, να διακρίνει το προφανές: Οτι, εφόσον παραμένουμε στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας, η ένταση της οικονομικής ζωής φέρνει αναπόφευκτα και μακροπρόθεσμα ένταση των εθνικών αντιθέσεων, όχι χαλάρωσή τους.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στο θέμα μας, δηλαδή την εκμεταλλευτική φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Τι σημαίνει εκμετάλλευση; Σημαίνει, αν δεν κάνουμε λάθος, αποκόμιση και ιδιοποίηση υλικών (και, συνεπώς, κοινωνικών, πνευματικών, ιδεολογικών κ.ά.) πλεονεκτημάτων μέσω της απλήρωτης αξιοποίησης της ζωντανής εργατικής δύναμης.

Οπότε, βέβαια, είναι φανερό το τι συμβαίνει: Η ιδιότητα της ζωντανής εργατικής δύναμης να παράγει αξία ιδιοποιήσιμη από τον εκμεταλλευτή, αλλά και η ίδια η ικανότητα του εκμεταλλευτή να ιδιοποιείται ξένη απλήρωτη υπερεργασία προϋποθέτει τη γενετική ομοιότητα, όχι τη γενετική διαφορά.

Πρόκειται, πράγματι, για ένα γεγονός πολύ σοβαρό και εντελώς προφανές, τόσο πολύ σοβαρό και τόσο εντελώς προφανές, ώστε περνά απαρατήρητο: Το φαινόμενο της εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, πραγματική πηγή του «φόβου του άλλου», μπορεί να υπάρχει μόνο μεταξύ ομοίων όχι μεταξύ «διαφορετικών». Μπορούμε να εκμεταλλευτούμε μόνο αυτούς που είναι γενετικά ίδιοι με μας, όχι αυτούς που διαφέρουν. Η ίδια η εκμεταλλευτική σχέση αποτελεί έκφραση και απόδειξη γενετικής κοινότητας, όχι γενετικής διαφοράς.

Αυτός είναι, προφανώς, ο λόγος που τόσο πολύ μας απασχολεί η περιβόητη έκφραση «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο» και όχι, π.χ. εκμετάλλευση του βοδιού ή του αλόγου από τον ίδιο υποχρεωτικό εκμεταλλευτή.

Εδώ, άλλωστε, βρίσκεται και η απόδειξη του ουτοπικού και εξωπραγματικού χαρακτήρα των ρατσιστικών θεωριών, π.χ. του ναζισμού: Αν υπάρχει μια «ανώτερη φυλή», αναπόφευκτα θα πέσει θύμα της ανωτερότητάς της. Γιατί ανωτερότητα σημαίνει διαφορά - κατ' εξοχήν, μάλιστα, διαφορά - και, συνεπώς, αδυναμία εκμετάλλευσης των κατωτέρων της και, έτσι, αδυναμία απόσπασης πλεονεκτημάτων. Η τόσο διαφημισμένη ανωτερότητα γίνεται ένα δηλητηριασμένο δώρο.

Η διαπίστωση αυτή έχει μεγάλη σημασία: Αποτελεί ακριβώς την απόδειξη ότι η γενετική κοινότητα δεν αρκεί από μόνη της για να μας απαλλάξει από τις ιστορικές αντιθέσεις - εν προκειμένω, τις εθνικές συγκρούσεις. Και αυτό γιατί, εφόσον υπάρχουν ορισμένα ιστορικά πλαίσια, αυτή ακριβώς η γενετική κοινότητα τις δημιουργεί.

Αυτό προσθέτει στην ιστορία και στη φυσιογνωμία της ταξικής κοινωνίας και το τραγικό στοιχείο: Αν συλλάβουμε αυτή την αλήθεια στο πραγματικό της βάθος, τότε οι αντιθέσεις της κοινωνίας αυτής προβάλλουν μπροστά μας σαν αυτές που είναι: Σαν αδιέξοδες αντιπαραθέσεις ιστορικών υποκειμένων που, από την ίδια τους τη φυσική προέλευση, στερούνται της ικανότητας πραγματικής επικράτησης. Σαν μια συνεχής ανοδική κίνηση προς ένα στόχο που είναι εντελώς αδύνατο να επιτευχθεί τελικά - την κυριαρχία - και που κλείνει κάθε άλλη διέξοδο. Κάθε άλλη διέξοδο εκτός από μία: Την καταστροφή της ίδιας της ταξικής κοινωνίας, την αντικατάστασή της από μια άλλη, της οποίας φυσική βάση είναι επίσης η γενετική ομοιότητα και όχι η διαφορά.

Φυσικά, μας είναι πολύ δύσκολο να δεχτούμε ότι ο Πρόεδρος Κλίντον είχε αυτά κατά νουν, όταν ανέπτυσσε τις θεωρίες που προαναφέραμε. Αυτό, όμως, καθόλου δεν αλλάζει την ουσία των πραγμάτων. Και, μια και τόσος λόγος γίνεται για τα θετικά ή τα αρνητικά αποτελέσματα της επίσκεψης, ας μας επιτραπεί να πάρουμε το θάρρος να συγκαταλέξουμε στην πρώτη κατηγορία αυτή τη μικρή μας θεωρητική περιπλάνηση.

Εδώ, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε δύο πράγματα: α) Η θεωρία του «φόβου του άλλου» είναι γενετική, διότι μόνο γενετική εξήγηση μπορεί να δοθεί σε ένα αντανακλαστικό μόνιμο, γενικό, που μεταβιβάζεται από γενεά σε γενεά, έχει, μάλιστα, και προληπτικό χαρακτήρα. Ο φόβος μιας αντιλόπης μήπως φαγωθεί από την τίγρη είναι, προφανώς, γενετικός, γιατί η αντιλόπη δεν έχει ποτέ φαγωθεί από την τίγρη, ώστε να δεχτούμε εμπειρική αντίδραση. β) Οταν λέμε «υποστηρικτές», εννοούμε τους υποστηρικτές της θεωρίας του «φόβου του άλλου», οι οποίοι, κατά κανόνα, αποκρούουν τη βασιμότητα αυτού του αντανακλαστικού, ανατρέχοντας στην αντίληψη της γενετικής κοινότητας.

Φυσικά, εδώ εννοούμε πλήρη, ολοκληρωτική και οριστική επικράτηση και όχι κάθε επικράτηση γενικά. Από την άποψη αυτή, ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση ότι η επικράτηση και της εργατικής τάξης είναι επίσης προσωρινή και ασταθής: Οδηγεί στην κοινωνία όπου το ίδιο το φαινόμενο της επικράτησης των ανθρώπων πάνω στους ανθρώπους έχει εξαλειφθεί.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ