Ανατρέχοντας στο παρελθόν, βλέπουμε ότι, είτε με την εφαρμογή βίαιης δημοσιονομικής πολιτικής (όπως αυτή καταγράφηκε την περίοδο 1990 - 1993), είτε με την εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών περισσότερο «ήπιων» μορφών ( από το 1994 έως και σήμερα), οι στόχοι και τα αποτελέσματα κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση. Ολοι οι προϋπολογισμοί κινήθηκαν στο γνωστό πρότυπο των χαμηλών και ελεγχόμενων ελλειμμάτων, του χαμηλού πληθωρισμού και των επιτοκίων. Το τρίπτυχο αυτό της «επιτυχίας» λειτούργησε σαν μηχανισμός διάλυσης των κοινωνικών κατακτήσεων και διόγκωσης της σφαίρας δράσης του κεφαλαίου. Στο όνομα της μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του πληθωρισμού, δικαιολογήθηκε η άγρια επίθεση κατά των μισθών και των συντάξεων, το πετσόκομμα των κοινωνικών δαπανών, οι βίαιες φορολογικές επιδρομές κατά των λαϊκών στρωμάτων, που συνοδεύονται από τεράστιες φοροελαφρύνσεις του κεφαλαίου. Στο όνομα της ενίσχυσης του ανταγωνισμού και του ελέγχου του πληθωρισμού, δικαιολογήθηκε το ξεπούλημα των κερδοφόρων επιχειρήσεων του Δημοσίου, η εισβολή του ιδιωτικού κεφαλαίου στους τομείς της Παιδείας, της Υγείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης. Πρέπει παντού να δημιουργηθούν ανταγωνιστικές συνθήκες, υποστήριζαν οι θιασώτες της «απελευθέρωσης» των αγορών. Και όμως, η ίδια η ζωή έχει επιβεβαιώσει τη λενινιστική ρήση, σύμφωνα με την οποία «ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός οδηγεί στο μονοπώλιο», κάτι που γίνεται ιδιαίτερα ορατό σήμερα στους χώρους του λιανικού εμπορίου και των τραπεζών. Ετσι, σε άρθρα που απηχούν το χώρο του τραπεζικού κεφαλαίου, διαβάζουμε ότι τα μικρά μεγέθη των ελληνικών τραπεζών είναι ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας επέκτασης της κυριαρχίας τους στις βαλκανικές αγορές, καθώς και ότι υπό τις σημερινές συνθήκες η αγορά «αντέχει» δύο, το πολύ τρεις τράπεζες... Προαναγγέλλουν, δηλαδή, τον επερχόμενο νέο κύκλο εξαγορών και συγχωνεύσεων στο χώρο του τραπεζικού κεφαλαίου.
Από τη γενικότερη 20ετή αυτή θεώρηση, και ο νέος Κρατικός Προϋπολογισμός που κατέθεσε η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο διακριτό στοιχείο, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους προϋπολογισμούς των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Στο μόνο στοιχείο που ίσως χρειάζεται να σταθούμε, είναι ότι το 2005 - και όπως λένε και το 2006 - επιταχύνθηκε το πρόγραμμα καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Κατά τα άλλα, τα πράγματα είναι προβλέψιμα... Στο σκέλος των εσόδων, έχουμε μια νέα φοροεπιδρομή κατά των λαϊκών στρωμάτων, η οποία καταγράφεται με την πρόβλεψη για αύξηση της φορολογίας των φυσικών προσώπων κατά 9,2%. Στην έμμεση φορολογία, ο υπουργός Οικονομίας ανακοίνωσε ήδη αυξήσεις - 20% έως το 2009 - στους φόρους πετρελαιοειδών, στα τσιγάρα, ενώ η φορολογική επέλαση αγγίζει και τα ακίνητα, με την εισαγωγή του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές και την τριετή αύξηση των αντικειμενικών αξιών. Αυξήσεις έχουν, ήδη, προαναγγελθεί και στα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι η κυβέρνηση της ΝΔ - όπως και του ΠΑΣΟΚ - υποστηρίζει σθεναρά τη θέση ότι η μείωση της φορολογίας - σε συνθήκες οξυμένου δημοσιονομικού προβλήματος - αποτελεί αναπτυξιακό παράγοντα. Μιλούν, βέβαια, για τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, την οποία και κάνουν πράξη. Οι φορολογικοί συντελεστές των ΑΕ και των ΕΠΕ μειώνονται σε 29% το 2006 και σε 25% το 2007. Αν όμως μειώνεται η φορολογία των επιχειρήσεων και του μεγάλου πλούτου, από πού θα βρεθούν τα έσοδα για τη συντήρηση της κρατικής μηχανής και της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους; Μοιραία, από τη φορολογική επιβάρυνση των εργαζομένων. Το φορολογικό σύστημα, δηλαδή, γίνεται ταξικότερο, κοινωνικά περισσότερο άδικο. Νέες παρεμβάσεις στην άμεση φορολογία έχει ανακοινώσει ο υπουργός Οικονομίας για το 2007, με στόχο ύπαρξη δύο μόνο φορολογικών συντελεστών, 25% και 35%. Πρόκειται για αντιδραστική σύλληψη, η οποία μειώνει τη φορολογία των μεγάλων εισοδημάτων και μεταφέρει αντίστοιχα φορολογικά βάρη στα «μεσαία» και μικρά εισοδήματα. Αναμένεται, δηλαδή, ένταση της φορολογικής επίθεσης.
Στο σκέλος των δαπανών, η νέα επίθεση κατά των μισθών και των συντάξεων (αναμένεται να αυξηθούν σε επίπεδα χαμηλότερα του επίσημου πληθωρισμού) δικαιολογείται στο όνομα των αντοχών της οικονομίας. Το γνωστό, δηλαδή, ΠΑΣΟΚικό επιχείρημα. Οι συνταξιούχοι του ΟΓΑ θα πρέπει να βολευτούν με «αυξήσεις» 10 -12 ευρώ μηνιαίως, ενώ το ΕΚΑΣ προβλέπεται να «αυξηθεί» από 2 έως 12 ευρώ. Παράλληλα δεν τιμαριθμοποιείται και η φορολογική κλίμακα, ούτε και υπάρχει πρόθεση για χορήγηση διορθωτικού ποσού για τις εισοδηματικές απώλειες του 2005, λόγω υψηλότερου πληθωρισμού. Βρίσκεται, δηλαδή, σε εξέλιξη μια νέα βίαιη επίθεση κατά του λαϊκού εισοδήματος. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη ότι η εισοδηματική πολιτική στο δημόσιο τομέα αποτελεί το βαρόμετρο για την εισοδηματική πολιτική και στον ιδιωτικό τομέα, τότε για μια ακόμη φορά το καπιταλιστικό κράτος νομοθετεί υπέρ των κεφαλαιοκρατών, χαράζοντας τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Στο χώρο των ασφαλιστικών ταμείων, συνεχίζεται η πολιτική υποχρηματοδότησής τους, πολιτική η οποία διανοίγει διάπλατα το δρόμο της επέλασης των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών. Επίθεση διάρκειας αναμένεται στο πεδίο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, με την προώθηση του νομοσχεδίου για τις ΔΕΚΟ, οι οποίες θα λειτουργούν με αυστηρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ενώ στους εργασιακούς κανονισμούς θα υπάρχει η πρόβλεψη της απόλυσης των νεοπροσλαμβανόμενων. Εχουν, ήδη, ανακοινώσει την πρόθεσή τους για ιδιωτικοποίηση της Εμπορικής, της ΑΤΕ και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (το πιθανότερο, θα καταλήξουν σε κάποιο μεγάλο τραπεζικό όμιλο), την ιδιωτικοποίηση των μεγάλων, αλλά και μικρότερων λιμανιών της χώρας, το ξεπούλημα του «φιλέτου» της ακίνητης περιουσίας (Ελληνικό, Δέλτα Φαλήρου), ενώ ακονίζουν τα μαχαίρια τους - μέσω «κοινωνικού διαλόγου» - για το τελικό ρεσάλτο κατά της Κοινωνικής Ασφάλισης.