«Οσες φορές κι αν επισκεφθεί κάποιος το νησί της Λέρου, πάντα θα νιώθει μια απέραντη γλύκα να τον πλημμυρίζει. Μια γλύκα που θα τον συντροφεύει για μέρες, για βδομάδες, για μήνες...
Πρόκειται για έναν τόπο που γαληνεύει τον επισκέπτη. Εναν τόπο που όταν τον πατήσεις μια φορά, σίγουρα μπαίνεις στον πειρασμό να τον ξαναδείς και πάλι και πάλι... Ηρεμο και απαλό το τοπίο. Και παρ' όλο που οι κορυφές των χαμηλών βουνών της φαίνονται ξερές και άγονες, κάτω στις ρίζες τους απλώνονται μικρές καταπράσινες κοιλάδες με πεύκο και ευκαλύπτους, με ελιές και πορτοκαλιές, με κλήματα γεμάτα σταφύλια και περιβόλια στολισμένα με λουλούδια και φορτωμένα με λογής λογής καρπούς.
Γραφικοί κολπίσκοι, γοητευτικές ακρογιαλιές κι ολόγυρα η θάλασσα καταγάλανη να στραφταλίζει το καταμεσήμερο στο φως του ήλιου και ν' ασημίζει τη νύχτα στο φως του φεγγαριού. Και τα σπίτια της κατάλευκα άλλα σκόρπια και άλλα συγκεντρωμένα σε οικισμούς, συμπληρώνουν την εικόνα του νησιού. Πρωτεύουσά της ο Πλάτανος με τα παλιά νεοκλασικά του αρχοντικά, που μαζί με την Αγία Μαρίνα και το μικρό της Λιμανάκι (το μεγάλο Λιμάνι του νησιού είναι στο Λακκί) έχουν σμίξει κι αποτελούν ένα πανέμορφο σύνολο που το βλέπεις από μακριά και χαίρεσαι, ριζωμένο δίπλα στο μικρό βουνό που στην κορυφή του βρίσκεται το κάστρο, ένα κάστρο που μετράει επτά αιώνες ζωής, δηλαδή από την εποχή των Ιονιτών».
Εκεί πάνω στο κάστρο βρίσκεται κι η εκκλησία της Παναγιάς, που οι Λεριοί την έχουν για προστάτιδα. Από εκεί μπορεί ν' αγναντέψει κανείς όχι μονάχα όλο το νησί, αλλά κι ολόγυρα την Κάλυμνο, την Πάτμο, τους Λειψούς, δεκάδες άλλα νησιά και βραχονήσια και πέρα στα βάθη της ανατολής, τα βουνά της Τουρκίας.
Οι εξόριστοι του 1967-1974, όμως, δε νιώθανε καθόλου γλύκα καθώς βρισκόσαντε δεσμώτες πάνω στο νησί, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των φρουρών τους. Αντίθετα ήσαν γεμάτοι πίκρα και αγανάκτηση για κείνη τη συμμορία των αδίστακτων στρατοκρατών της Χούντας, που τη νύχτα στις 21 του Απρίλη του 1967, καταργώντας και τα ελάχιστα δημοκρατικά δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών, πραγματοποίησε χιλιάδες συλλήψεις σ' όλη τη χώρα. Ανάμεσά τους βουλευτές, στελέχη της Αριστεράς, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, επιστήμονες, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, ανάπηροι, ηλικιωμένοι, μωρομάνες... Στο νησί της Λέρου, τους φέρανε το καλοκαίρι του 1967 στοιβαγμένους στα αμπάρια των καραβιών κι αμέσως τους κλείσανε στα δύο στρατόπεδα που είχαν ετοιμαστεί.
Το ένα στρατόπεδο - φυλακή βρίσκονταν στο Λακκί λίγα χιλιόμετρα πέρα απ' το λιμάνι. Πρόκειται για μερικά χτίρια τετραώροφα, που οι Ιταλοί τα είχαν χτίσει για στρατώνες τότε που ήσαν κάτοχοι του νησιού, δηλαδή ως το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Τώρα, είναι παρατημένα, γεμάτα λογιών λογιών σκουπίδια κι έτοιμα να καταρρεύσουν αν δε συντηρηθούν. Εκεί μέσα κλείσανε το μεγαλύτερο μέρος των εξόριστων. Κοιτάζοντάς τα σήμερα, είναι ν' απορεί κανείς πώς κατόρθωσαν να ζήσουν εκεί μέσα στριμωγμένοι τόσοι άνθρωποι! Κι όμως τα κατάφεραν κι έζησαν.
Το δεύτερο στρατόπεδο βρισκότανε στην άλλη άκρη του νησιού, δίπλα στο μικρό χωριό Παρθένι, το μέρος που σύμφωνα με την ιστορική παράδοση υπήρχε στην αρχαιότητα το ιερό της παρθένου Αρτέμιδος. Εδώ οι εξόριστοι ζούσαν μέσα σε μεγάλους τσίγκινους θαλάμους, σ' ένα χώρο φυσικά περιφραγμένο με συρματοπλέγματα και ελεγχόμενο αυστηρά από το στρατό και τη Χωροφυλακή.
Παράλληλα οι διανοούμενοι κι οι καλλιτέχνες συνέχισαν μ' όποιον τρόπο μπορούσαν να δημιουργούν. Στο Παρθένι πρωτοεμπνεύστηκε ο Γιάννης Ρίτσος τα «18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» που μελοποιημένα από το Μίκη Θεοδωράκη έγιναν από τα πιο αγαπημένα τραγούδια εκείνης της εποχής:
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις/εκεί που πάει να σβήσει/ Να 'την πετιέται από ξαρχής/κι αντριεύει και θεριεύει/και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου...
Εδώ στο Παρθένι οι εξόριστοι αποκτήσανε και τη δική τους εκκλησιά. Ηταν μια εκκλησιά διαφορετική. Ενα ξεχασμένο ερημοκλήσι σε μικρή απόσταση από το στρατόπεδο δίπλα στη θάλασσα, που τό 'δερναν ο αέρας κι η βροχή το χειμώνα και τό 'ψηνε ο ήλιος το καλοκαίρι. Φθαρμένοι από την πολυκαιρία οι τοίχοι, οι πόρτες κι η σκεπή του. Και κάτω από τη στέγη του, μπορούσαν να βρουν καταφύγιο όχι μονάχα τα γλαροπούλια, αλλά κι ο ξωμάχος κι ο βοσκός κι ο ψαράς που θα τύχαινε να βρεθεί σ' εκείνο το μέρος. Το εκκλησάκι είναι αφιερωμένο στην Αγία Ματρώνα, που σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση ήτανε μια αρχοντοπούλα της Χίου που πριν 550 περίπου χρόνια έφυγε κρυφά από τους δικούς της και έγινε μοναχή. Αγία Κιουρά όμως την ονόμασαν οι κάτοικοι της Λέρου (παραφθορά της κυράς) και έτσι την ξέρουνε όλοι πάνω στο νησί. Μέσα στο εκκλησάκι σώζεται και η εικόνα της που σύμφωνα με την παράδοση έχει φιλοτεχνηθεί κι αυτή στη Χίο.
Ετσι οι τρεις εξόριστοι καλλιτέχνες, μας δώσανε μια εντελώς καινούρια Αγία Κιουρά με έξοχες τοιχογραφίες.
Εδώ θα σταθούμε μόνο για λίγο σ' αυτό που συμβολίζει το όλο έργο. Γιατί πράγματι οι καλλιτέχνες, του έχουν δώσει συμβολικό χαρακτήρα. Ο Χριστός συμβολίζει τον λαϊκό αγωνιστή, τον οραματιστή, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο, πιο δημοκρατικό, έναν κόσμο στον οποίο δε θα υπάρχουν πόλεμοι και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Και ακριβώς γι' αυτό το λόγο διώκεται, εξορίζεται, φυλακίζεται, βασανίζεται και στο τέλος οδηγείται στο θάνατο.
Αλλά και η Παναγιά, μας φέρνει σίγουρα στο νου τις μανάδες των αγωνιστών, που μέσα στις σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες των διωγμών, με τον πόνο πάντα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους, προσπαθούσαν να σώσουν τα παιδιά τους από τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Κι αφού δεν τα κατάφερναν, τους συμπαραστέκονταν ως την τελευταία τους στιγμή - αν τις άφηναν - και τα κηδεύανε με τις τιμές που τους άξιζαν...