Η πιο λευκή μου σε ύψος διαδρομή με λεωφορείο ήταν από την Κασταμονή (σημαντική στους βυζαντινούς χρόνους) στην Ινέπολη στον Εύξεινο, ο ελληνικός πληθυσμός μέχρι το 1922 ήταν περίπου 10.000, δυτικά της Σινώπης. Οι χιονοθύελλες, διαδέχονταν η μια την άλλη, το ορεινό τοπίο γινόταν ψηλότερο, αφού ενωνόταν με τα σύννεφα φορτωμένα χιόνι που έκρυβαν τον ουρανό, κι εγώ, κυριολεκτικά, αγνοούσα τους κινδύνους, ακόμα και αυτούς της κυκλοφορίας. Σε κάποιο χιλιόμετρο, ο οδηγός του λεωφορείου μας πληροφόρησε ότι θα σταματούσε την οδήγηση, για άγνωστο χρονικό διάστημα, και μπορούσαμε να μείνουμε μέσα ή να βγούμε για οποιοδήποτε λόγο.
Εμεινα στην Ινέπολη περισσότερες μέρες απ' όσο υπολόγιζα, δεν έμαθα ποτέ τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί, και κράτησα στη μνήμη μου μόνο το βουητό που ερχόταν από τα κύματα και έσπαγε στο κρηπίδωμα της προκυμαίας. Τις νύχτες φοβόμουν. Ομως αυτό που κράτησα μέσα μου με πόνο ήταν η εμπειρία μου, κάποιον άλλο χειμώνα, από το Καρς, μια σημαντική πόλη με μεγάλη ιστορία, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης, σε άλλα μικρότερα χωριά της περιοχής του Καυκάσου, που συνορεύει με τη Γεωργία και την Αρμενία. Το κρύο ήταν σε μονοψήφιους ή διψήφιους αριθμούς κάτω από το μηδέν, αλλά είχα αποφασίσει ότι έπρεπε, για το σκοπό που είχα στο νου μου, να ζήσω στην Τουρκία, όλες τις εποχές για να έχω πιο ολοκληρωμένες εντυπώσεις.
Ισως αυτή η δουλιά να θεωρείται, της είπα, οικιακή γι' αυτό την έκαναν γυναίκες. Η μαμά μου περίμενε να τελειώσω και μετά μου είπε: Αυτό στους ώμους των γυναικών το λένε ζυγό - ο ζυγός - και δεν ήταν γυναικεία δουλιά, αλλά δουλεία. Ξαφνιάστηκα.