Την ευχή μου να έχεις καλόπαιδο. Το 'χουμε ανάγκη το καφενείο, είπε ο παππούς, πίνοντας τον καϊμακλίδικο καφέ του. Αν φέρνεις κι εφημερίδες, όπως παλιά... Ολες, βέβαια. Βάλε το έξοδο στον καφέ, στο τσίπουρο, σ' ό,τι προσφέρεις. Μια πενταρίτσα ακόμα. Ε, τι λέτε καλόπαιδα; Αν φέρνει κι αθλητικές, μέσα κι εμείς, απάντησαν τα νέα παιδιά. Ερχονται κι αυτά στο καφενείο. Σμίγουμε. Συζητούμε. Σεκλετιζόμαστε. Γελάμε. Θυμώνουμε. Φωνάζουμε. Διαβάζουμε. Αυτό μάλιστα, είναι καφενείο.
Πού το διάβασες αυτό; Α, στο «Ρ». Κατάλαβα. Κομμουνιστικές συκοφαντίες, αποφάνθηκε ο Μήτρος, που πήγε και στο γυμνάσιο, και δε σηκώνει κουβέντα. Αν και συκοφαντία, να διαψεύσει. Δημοκρατική εφημερίδα, σου λέει, μουρμούρισε κάποιος. Τι θα πει δημοκρατική εφημερίδα; Το βιολί του ο γείτονάς μου. Επεσε σιωπή.
Η κουβέντα άναψε. Το ροζιασμένο δάχτυλό μας τρίβει το νου να καταλάβει. Φωνάζουν, λες και θέλουν ν' ακούσουμε τον ίδιο μας το λόγο. Τσακωθήκαμε. Το ζήτημα πρώτη φορά τέθηκε τόσο απλά και μας τρόμαξε. Ακούς εκεί. Απ' εδώ εμείς, από εκεί εκείνοι που μας εκμεταλλεύονται.
Ρε φοιτητή. Δε μας τα κάνεις λιανά. Ολοι ίσοι δεν είμαστε; Ολοι Ελληνες δεν είμαστε; Χαμήλωσαν οι τόνοι. Συμφωνήσαμε με το λόγο του Γιώργη. Είναι νοικοκύρης. Σκεβρωμένος απ' τη δουλιά.
Δεν είμαστε αγρότες; Ναι, βέβαια. Κι αυτοί που παίρνουν το ροδάκινο, το στάρι, το βαμβάκι, το ντοματάκι, το σταφύλι; Δεν είναι αγρότες, απαντήσαμε. Οσο πιο φθηνά αγοράζουν, τόσο μεγαλύτερο διάφορο δεν έχουν; Αυτοί, λοιπόν, είναι οι άλλοι. Μπορεί να 'μαστε ίδιοι; Οχι βέβαια. Σκεφτείτε τώρα και θα καταλάβετε τι είναι δημοκρατική εφημερίδα.
Αμίλητοι χωρίσαμε. Ξέπνοα καληνυχτηθήκαμε. Α, το καφενείο μάς έβαλε σε σκέψεις. Για να δούμε, αύριο τι θα πούμε.