Κυριακή 7 Μάη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
«Εγκλωβισμένες» στα νεοταξικά σχέδια

«Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα έχει έναν πολύ εποικοδομητικό ρόλο σχετικά με την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ».

«Προφητική» υπήρξε η τελευταία φράση της Κοντολίζα Ράις κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα όσον αφορά στη συνάντηση Καραμανλή-Ερντογάν στο περιθώριο της διαβαλκανικής συνόδου κορυφής την Πέμπτη στη Θεσσαλονίκη.

Τα αποτελέσματα της συνάντησης επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει προσαρμόσει πλήρως την πολιτική της στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με τα σχέδια και τις επιδιώξεις των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Προκειμένου να εξασφαλίσει ένα μεγαλύτερο ρόλο στα αμερικανικά σχέδια, κυρίως στην περιοχή των Βαλκανίων, η ελληνική κυβέρνηση (και πλουτοκρατία) είναι αποφασισμένη να μη δημιουργεί προβλήματα και προστριβές με την Ουάσιγκτον, εξαιτίας των προβλημάτων που υπάρχουν στα Ελληνοτουρκικά.

Η συνάντηση Καραμανλή-Ερντογάν επέτρεψε να φανεί πιο καθαρά η τακτική της ελληνικής κυβέρνησης: Στήριξη της διείσδυσης των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων στην τουρκική αγορά, στρουθοκαμηλισμός για τη στάση και τις βλέψεις της Τουρκίας σε Κυπριακό και Αιγαίο και αναζήτηση «λύσεων» στα προβλήματα αυτά, σε συνεργασία με την κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Στη βάση αυτή, ο Κ. Καραμανλής διαβεβαίωσε εκ νέου τον Τούρκο ομόλογό του ότι στηρίζει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και φυσικά δεν πρόκειται να δημιουργήσει κανένα πρόβλημα, ακόμα και αν δεν ανταποκριθεί στις «ευρωπαϊκές υποχρεώσεις» της, όπως η, έμμεση έστω, αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας με το άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της σε κυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει θετικά την ιδέα να αναγνωρίσει η Τουρκία την Κυπριακή Δημοκρατία όταν θα υπάρξει λύση στο Κυπριακό, εννοείται στη βάση του «σχεδίου Ανάν».

Από την άλλη, ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν έκρινε ως σοβαρό και δεν έθεσε στο συνομιλητή του το ζήτημα της διατήρησης της απειλής πολέμου (casus belli) σε βάρος της Ελλάδας από τη γειτονική χώρα, της αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και των καθημερινών σχεδόν παραβιάσεων στο Αιγαίο.

Αντίθετα, όπως δήλωσε ο ίδιος αργότερα, «ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην οικονομική συνεργασία η οποία εντείνεται», επικαλούμενος ότι ήδη ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών ξεπέρασε τα 2 δισ. ευρώ και ο νέος στόχος είναι τα 5 δισ. ευρώ.

Ολα αυτά όμως δεν εμπόδισαν τον Ερντογάν αφενός να επιμείνει στις θέσεις του για Κυπριακό και Αιγαίο, και από την άλλη να βάλει στο τραπέζι ζητήματα για τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας και (επανα)λειτουργίας δύο τζαμιών στο κέντρο της Αθήνας. Μετά από αυτό εύλογα ερωτήματα προκαλεί η εκτίμηση του Ελληνα πρωθυπουργού ότι «η δυναμική που υπάρχει είναι στην κατεύθυνση της βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων». Πώς άραγε βελτιώνονται οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, όταν διατηρούνται οι διεκδικήσεις της μιας πλευράς σε βάρος της άλλης ή όταν παραμένει άλυτο το πρόβλημα εισβολής και κατοχής στην Κύπρο; Είναι δυνατόν η ενίσχυση των επιχειρηματικών σχέσεων να οδηγήσει σε σχέσεις καλής γειτονίας και να εδραιώσει την ειρήνη;

Είναι φανερό ότι η πολιτική της κυβέρνησης, συνέχεια αυτής τω κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ (Ελσίνκι), για διευθέτηση των Ελληνοτουρκικών στο πλαίσιο της «νέας τάξης», δημιουργεί διαρκώς νέα προβλήματα και αδιέξοδα. Οι καλές διαπροσωπικές σχέσεις και η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης Καραμανλή-Ερντογάν, στις οποίες αποδίδει ιδιαίτερη σημασία ο Ελληνας πρωθυπουργός, έχουν μικρή σημασία και είναι περισσότερο για το θεαθήναι, παρά για την επίλυση των προβλημάτων. Διαφορετικά, με τέτοιες φιλικές σχέσεις και «κουμπαριές», αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να είχε μειωθεί η κούρσα των εξοπλισμών ανάμεσα στις δύο χώρες, όπως υπόσχονταν και οι δύο ηγέτες. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι οι δαπάνες για τα εξοπλιστικά προγράμματα αυξάνονται αλματωδώς και η μία «αγορά του αιώνα» διαδέχεται την άλλη...

Αλλού, λοιπόν, πρέπει να αναζητηθεί η ρίζα του προβλήματος. Ακριβώς στο ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν και παραμένουν εγκλωβισμένες στα σχέδια των ηγεμόνων της «νέας τάξης». Οι ΗΠΑ και η ΕΕ όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται να λυθούν με δίκαιο τρόπο οι «διαφορές» μεταξύ των δύο χωρών, αλλά τις συντηρούν για να δικαιολογούν το ρόλο του επικυρίαρχου και να «σέρνουν» τις κυβερνήσεις των δύο χωρών στην κατεύθυνση που επιθυμούν. Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, έχοντας αποδεχτεί αυτό το νεοταξικό πλαίσιο στις διμερείς σχέσεις, επιχειρούν να μεγαλώσουν το ρόλο τους και το μερίδιο που μοιράζει το αφεντικό στα «καλά» και «πρόθυμα παιδιά»...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ