Οταν τα παιδιά απ' το συνδικάτο πήγαν να συλλυπηθούν την οικογένεια, η κουβέντα «φούντωσε». Για όσους στήνονται έξω απ' τα σχολειά και τα στέκια της νεολαίας, να την πείσουν να νταραβερίζεται με την ...περιπέτεια και το «διαφορετικό». Εκείνους που έχουν αναδείξει το εμπόριο ουσιών στο τρίτο πιο κερδοφόρο παζάρι παγκοσμίως. Τους ίδιους, που θησαυρίζουν διπλά: Κι απ' τους «ψεύτικους κόσμους» που πλάθουν για να εξουδετερώνουν τα παιδιά της εργατικής οικογένειας, κι απ' το ξεζούμισμα της μάνας και του πατέρα, που «λιώνουν» μες στα εργοστάσια με αντάλλαγμα μια μίζερη επιβίωση.
Η πληγή της είναι τώρα νωπή. Στους λυγμούς όμως, κρύβει θυμό, οργή ανείπωτη για όλους όσοι δεν άφησαν το παιδί της να διεκδικήσει τα όνειρά του. Κι αν σήμερα δεν το καταλαβαίνει, πάνω απ' το φέρετρο του Α. δίνει τον ίδιο όρκο που την Πρωτομαγιά του 1936 έδινε πάνω απ' το πτώμα του απεργού γιου της μια άλλη μάνα:
Ω Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα, / βοήθεια στο γιο μου θα 'στελνες τον Αγγελο από πέρα. / Κι αχ, Θε μου, Θε μου, αν ήσουν θεός κι αν ήμασταν παιδιά σου, / θα πόναγες, καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματα σου. / Κι αν ήσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση, / κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει. /
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ' αργασμένα μπράτσα / και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα. / Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι, / κι εμείς ούτε ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι. / Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι... / Κι αντίς τ' άφταιγα στήθια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω / και πίσω από τα δάκρυα μου τον Ηλιον αντικρίζω. / Γιε μου, στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου, σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου, εσύ, πουλί μου...».
(«Επιτάφιος», Γ. Ρίτσου)