Το ίδιο κάνει και η μηχανή του σκηνοθέτη. Μοιάζει να διηγείται την ιστορία μέσα από τα μάτια και το στόμα κάποιου «ξένου», που βρέθηκε στα χωριά της Ηπείρου, «τρελάθηκε» από την ομορφιά, αλλά αντέδρασε «ευρωπαϊκά», με ένα θαυμαστικό επιφώνημα, «Α»!»
Αυτά γράφαμε από τη Θεσσαλονίκη, όπου είδαμε την ταινία, στο περσινό Φεστιβάλ. Τίποτα, βέβαια, δεν έχει αλλάξει από τότε! Ο χρόνος, ωστόσο, που μεσολάβησε, μας βοηθάει να κάνουμε μερικές ακόμα γενικότερες σκέψεις. Φέτος το καλοκαίρι είδαμε δυο υπέροχες ταινίες από την Ιαπωνία. Το «Ράσομον», του Ακίρα Κουροσάβα και το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι», του Κέντζι Μιζογκούτσι. Δεν κάνουμε, βέβαια, συγκρίσεις, όμως, αυτές οι ταινίες είναι ένα παράδειγμα, για όποιον δημιουργό θέλει να ασχοληθεί με την παράδοση της πατρίδας του, με την κουλτούρα του τόπου του. Αυτή η επαφή πρέπει να είναι καθαρή και ατόφια. Να προκύπτει από γνώση. Μόνον τότε είναι αποτελεσματική.
Στην περίπτωση του Ικαρου, δεν κρατήθηκαν ούτε τα προσχήματα. Η παράδοση, η κουλτούρα της περιοχής, ειδώθηκε τελείως τουριστικά. Εξωπραγματικά, με άλλα λόγια. Ακόμα και τα ρούχα των ηθοποιών ήταν τόσο σιδερωμένα! Το δυστύχημα είναι, πως τέτοιου είδους ταινίες, δεν παίζουν ούτε τον τουριστικό ρόλο τους, αν είναι αυτός ο σκοπός τους. Γιατί, δε διαθέτουν ούτε λυρισμό, που ενδεχομένως, θα διέθετε ένα διαφημιστικό (τουριστικό) ντοκιμαντέρ. Ακόμα και ο «κράχτης» της ταινίας, ο «χαρισματικός» Νίκος Αλιάγας, αλλά και η πολύ όμορφη, Αννα Μουγκλάλις, χάνονται αφού υπηρετούν άψυχα πρόσωπα και πολύ έξω, βέβαια, από το κλίμα, στο οποίο θα μπορούσανε να έχουν κάποια απόδοση!
Τι μένει, λοιπόν; Το φόντο! Τα Ζαγοροχώρια! Το κλαρίνο και η πολύ εκφραστική ηπειρώτικη μουσική, όταν, και όσες φορές αυτή, ακούγεται!
Παίζουν: Ρένος Χαραλαμπίδης, Νίκος Αλιάγας, Αννα Μουγκλάλις, Αγγελος Σοφιανός, κ.ά.