Τετάρτη 24 Γενάρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Μείον 3,8% η λαϊκή κατανάλωση στο δεκάμηνο

Βαθαίνει η κρίση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σαν αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής η οποία παραδίδει την αγορά στο πολυεθνικό κεφάλαιο

Η πολιτική λιτότητας, οδηγεί το 1995 και για πέμπτη συνεχή χρόνια, σε μείωση της λαϊκής κατανάλωσης, γεγονός που έχει καταλυτικές επιπτώσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι τελευταίες αντιμετωπίζουν οξυμένα χρηματοδοτικά προβλήματα, ενώ όλο και περισσότερο μεγαλώνει ο γκρίζος κύκλος των καταστημάτων που βάζουν λουκέτο, τροφοδοτώντας με τον τρόπο αυτό τις στρατιές των ανέργων.

Οπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδας (ΕΣΥΕ), ο δείκτης αξίας λιανικών πωλήσεων, το δεκάμηνο Γενάρη - Οκτώβρη 1995 μειώθηκε κατά 3,8%,ως προς το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση του τζίρου στην υπόλοιπη, εκτός της περιφέρειας της πρωτεύουσας, χώρα, είναι πολύ μεγαλύτερη, καθώς η πτώση του σχετικού δείκτη, φτάνει το 7,7%.

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το μήνα Οκτώβρη, η λαϊκή κατανάλωση παρουσίασε άνοδο 4,7%,η οποία όμως πρέπει να αποδοθεί σε συγκυριακούς λόγους.

Η εξέλιξη του δείκτη λιανικών πωλήσεων είναι σημαντική από την άποψη, ότι αποτυπώνει τις συνέπειες της πολιτικής λιτότητας και σε ό,τι αφορά τα λαϊκά εισοδήματα, αλλά και την παρατεταμένη κρίση που βιώνουν τα μικρά εμπορικά καταστήματα και οι μικρές βιοτεχνικές επιχειρήσεις, οι δύο δηλαδή τύποι επιχειρηματικής δραστηριότητας, οι οποίοι συρρικνώνονται βαθμιαία και τείνουν προς εξαφάνιση. Και από την άποψη αυτή, τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία για την πορεία της λαϊκής κατανάλωσης, την κατακόρυφη άνοδο των πτωχεύσεων, των ακάλυπτων επιταγών και των απλήρωτων συναλλαγματικών, είναι καταλυτικά.

Χαρακτηριστικό είναι ότι η πτώση της λαϊκής κατανάλωσης, βασική αιτία της οποίας είναι η μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων, ξεκινά χρονικά, από το 1990, με την εφαρμογή δηλαδή του προγράμματος λιτότητας της κυβέρνησης της ΝΔ. Το 1990 ο όγκος λιανικών πωλήσεων μειώθηκε κατά 2,1%, το 1991 κατά 6,2%, το 1992 παρέμεινε αμετάβλητος, το 1993 μειώθηκε κατά 3,6%, ενώ το 1994 παρουσίασε ανεπαίσθητη άνοδο 0,5%. Από τα στοιχεία του δεκάμηνου προκύπτει επίσης, ότι το 1995 θα είναι μια ακόμη χρονιά μείωσης της λαϊκής κατανάλωσης. Τα ίδια τα στοιχεία που ήδη παραθέσαμε, αποκαλύπτουν ότι η πολιτική λιτότητας στα εισοδήματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων, η οποία αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, έχει οδυνηρές συνέπειες και στον χώρο των μικρομεσαίων στρωμάτων.

Οι συνέπειες της λιτότητας

Η μείωση του τζίρου των μικρών καταστημάτων - που οφείλεται στην πολύχρονη εισοδηματική πολιτική μείωσης των μισθών και συντάξεων και στη γενικότερη πολιτική λιτότητας - γίνεται εμφανής και από την αδυναμία των μικρών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις άμεσες και μεσοπρόθεσμες χρηματοδοτικές τους υποχρεώσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών, οι ακάλυπτές επιταγές ανήλθαν το 1995 στα 180 δισ. δραχμές, έναντι 179 δισ. δραχμές το 1994. Οι απλήρωτες συναλλαγματικές στα 100 δισ. δραχμές έναντι 112,3 δισ. δραχμών το 1994. Οι δε κηρυχθείσες πτωχεύσεις μαζί με τις πτωχευτικές αιτήσεις που έχουν ήδη κατατεθεί στα δικαστήρια, έφτασαν το 1995 στον εντυπωσιακό αριθμό των 6.202 επιχειρήσεων, έναντι 4.267 επιχειρήσεων το 1994. Η κρίση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, εκτός των άλλων, τροφοδοτεί και την ανεργία με νέες στρατιές κατεστραμμένων επαγγελματιών.

Καταλυτικά επίσης είναι τα στοιχεία για τη φθίνουσα πορεία των μικρών εμπορικών επιχειρήσεων, αντίθετα με την αυξητική τάση των μεγάλων καταστημάτων, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα της εφημερίδας "Τα Νέα".

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, τα καταστήματα τροφίμων μειώθηκαν από 31.273 το 1978 σε 19.530 το 1994. Τα δε καταστήματα ψιλικών την ίδια περίοδο μειώθηκαν από 13.309 σε 8.750.Σύμφωνα εξάλλου με άλλα στοιχεία τα οποία αποτυπώνουν τις ανακατατάξεις στον χώρο των καταστημάτων τροφίμων, την περίοδο 1990 - 1994, τα μικρά καταστήματα (μπακάλικα) μειώθηκαν από 20.682 σε 10.459. Εκλεισαν δηλαδή με αναλογία ένα προς δύο. Αντίθετα τα μεσαίου και μεγάλου μεγέθους καταστήματα τροφίμων (Σούπερ Μάρκετ) αυξήθηκαν στα πέντε αυτά χρόνια από 4.366 σε 7.529.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ