Κυριακή 18 Μάη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 37
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
Παρεμβάσεις που στοιχίζουν δισ...

Κοντά στα 160 δισ. δραχμές μοίρασε η Τράπεζα της Ελλάδας στις εμπορικές τράπεζες την τριετία 1994 - 1996 μέσω του μηχανισμού άντλησης της υπερβάλλουσας ρευστότητας... Πόλος έλξης των κερδοσκοπικών κεφαλαίων η Ελλάδα, ειδικά μετά την απελευθέρωση της κίνησης δράσης τους

Ποσό ύψους 157 δισ. δραχμών κατέβαλε η Τράπεζα της Ελλάδας την τριετία 1994 - 1996, σε ελληνικές και ξένες τράπεζες, αλλά και σε κατόχους κερδοσκοπικών κεφαλαίων στα πλαίσια ενεργοποίησης του μηχανισμού άντλησης της υπερβολικής - σύμφωνα με τα κριτήρια της Τράπεζας - κεφαλαιακής ρευστότητας, που εκδηλώνεται στην αγορά κεφαλαίων.

Πρόκειται για μια μόνο από τις παρενέργειες της πολιτικής πλήρους "απελευθέρωσης" της κίνησης κεφαλαίων που αποφάσισε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το Μάη του 1994. Κίνηση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση της ασυδοσίας του κερδοσκοπικού κεφαλαίου να ξεζουμίζει εκ του ασφαλούς τις μικρές περιφερειακές οικονομίες όπως η ελληνική.

Η υπερβολική ρευστότητα

Αν πιστέψουμε τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι μια ευημερούσα χώρα, καθώς τα συναλλαγματικά της αποθέματα αυξάνουν ραγδαία. Από 13,4 δισ. δολάρια το 1994, αυξήθηκαν στα 15,7 δισ. δολάρια το 1995 και στα 19,2 δισ. δολάρια το 1996. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μια ένδειξη της εμπιστοσύνης των Ελλήνων και ξένων επενδυτών προς την ελληνική οικονομία, ισχυρίζονται οι αρμόδιοι οικονομικοί παράγοντες.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Η μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, εξηγείται από την ανάπτυξη φαινομένων κερδοσκοπίας, με την αύξηση του δανεισμού σε συνάλλαγμα των ελληνικών ιδιωτικών, αλλά και δημοσίων επιχειρήσεων και τέλος από τον εξωτερικό δανεισμό του ίδιου του ελληνικού κράτους. Αυτοί είναι οι τρεις κύριοι παράγοντες που ωθούν τα ξένα κεφάλαια στην ελληνική αγορά.

Η κερδοσκοπική δραστηριότητα ελληνικών και ξένων κεφαλαίων, έχει μέχρι σήμερα κύριο πεδίο δράσης τους κρατικούς τίτλους του δημοσίου και τα υψηλά επιτόκια - από τα υψηλότερα στην Ευρώπη - που προσφέρει το ελληνικό κράτος.Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Κρατικού Προϋπολογισμού του 1997, για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, καταβλήθηκαν το 1995 τόκοι ύψους 3,35τρισ. δραχμές ή το 12,7% του ΑΕΠ, το 1996 3,46 τρισ. δραχμές ή το 11,7% του ΑΕΠ, ενώ για το 1997 προβλέπεται να καταβληθούν τόκοι ύψους 3,47 τρισ. δραχμές ή το 10,6% του ΑΕΠ. Πρόκειται πραγματικά για μια τρομακτική αιμορραγία, την οποία καλείται να πληρώσει ο ελληνικός λαός, ενώ το τεράστιο δημόσιο χρέος έχει καταστεί αντικείμενο άγριας εκμετάλλευσης από την πλευρά των τραπεζών, των αμοιβαίων κεφαλαίων, των ξένων Χρηματιστηρίων κλπ. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, τα εισοδήματα που δημιουργήθηκαν από τόκους το 1994, αποτελούσαν το 15% του ιδιωτικού εισοδήματος της χρονιάς εκείνης. Πρόκειται για στοιχείο που καταδεικνύει ότι μέσω των υψηλών τόκων που καρπώνονται κυρίως οι τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρίες και οι μεγαλοεισοδηματίες, συντελείται μεταφορά εισοδημάτων από τα φτωχά λαϊκά στρώματα που πλήττονται από την πολιτική λιτότητας, προς τις διάφορες μερίδες της αστικής τάξης.

Τα υψηλά, όμως, επιτόκια των κρατικών τίτλων αποτελούν κίνητρο για την εισροή κεφαλαίων και από το εξωτερικό. Πρόκειται για κερδοσκοπικά κεφάλαια που έχουν εισρεύσει στα ταμεία των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, τα οποία, μέσα από τις οθόνες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αναζητούν την καλύτερη δυνατή επένδυση, όπου και αν αυτή προσφέρεται, είτε στην Ελλάδα είτε στη Γουαδελούπη. Τα κερδοσκοπικά αυτά κεφάλαια τα οποία εκτιμάται σήμερα ότι ξεπερνούν τα 1,5 τρισ. δολάρια, έχουν απασχολήσει κατ' επανάληψη την κοινή γνώμη, λόγω του αποσταθεροποιητικού ρόλου που διαδραματίζουν στις περιφερειακές και εξαρτημένες οικονομίες. Η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων τα έκανε ακόμη περισσότερο επιθετικά, καθώς, μετά την απαγόρευση της δέσμευσης των κεφαλαίων, οι εθνικές κυβερνήσεις παραιτήθηκαν από το μοναδικό όπλο που τους έδινε τη δυνατότητα να ελέγχουν τη ροή τους. Ο αποσταθεροποιητικός τους ρόλος εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στο Μεξικό, όπου η μαζική αποχώρηση κεφαλαίων τοποθετημένων σε κρατικούς και χρηματιστηριακούς τίτλους, οδήγησε σε υποτίμηση του Πέσος και τη μεξικανική οικονομία σε μια από τις χειρότερες κρίσεις της, ενώ γεύση αποσταθεροποίησης πήραμε και στην Ελλάδα, τόσο το 1993, όσο και το 1994, όταν, μετά την απόφαση της κυβέρνησης να απελευθερώσει την κίνηση κεφαλαίων, εκδηλώθηκαν κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά της δραχμής.

Η εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό σε δεδομένη χρονική, διαταράσσει και την κυκλοφορία του χρήματος, μέσω της εκδήλωσης του φαινομένου της υπερβάλλουσας ρευστότητας. Οι τράπεζες έχουν στη διάθεσή τους κεφάλαια τα οποία δεν μπορούν να απορροφηθούν ούτε στην παραγωγή ούτε στην κατανάλωση. Τα κεφάλαια αυτά ασκούν πίεση στα επιτόκια, τα οποία στρέφουν σε καθοδική πορεία. Μείωση των επιτοκίων σημαίνει φθηνότερο χρήμα και άρα αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος των επιχειρηματιών και των καταναλωτών για τραπεζικό δανεισμό. Εξέλιξη καθόλου επιθυμητή για το θεματοφύλακα της "νομισματικής σταθερότητας" την Τράπεζα της Ελλάδας, η πολιτική της οποίας κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση. Στον έλεγχο των τραπεζικών πιστώσεων σε τέτοια περιοριστικά επίπεδα, ώστε να αποτραπεί αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων... Σαν συνεπής νεοφιλελεύθερος η Τράπεζα της Ελλάδας, εστερνίζεται και αυτή τη θεωρία ότι η ρίζα του πληθωρισμού βρίσκεται στο... χυδαίο καταναλωτισμό των λαϊκών στρωμάτων, ο οποίος πρέπει να καυστηριαστεί μέσω της εισοδηματικής πολιτικής, ενώ παράλληλα θα πρέπει να ληφθούν μέτρα έλεγχου των τραπεζικών δανείων. Στρέφεται, λοιπόν, η Τράπεζα της Ελλάδας προς τους τραπεζίτες και τους προτείνει τα επιπλέον αδιάθετα κεφάλαιά τους να τα τοποθετήσουν σ' αυτή εντόκως. Αυτός είναι ο μηχανισμός παρέμβασης της Τράπεζας της Ελλάδας στη διατραπεζική αγορά, στην κατεύθυνση της άντλησης της υπερβάλλουσας ρευστότητας. Οι τοποθετήσεις αυτές είναι βραχυχρόνιες και ξεκινούν από μία ημέρα, μία βδομάδα, ένα μήνα κλπ. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας τα επιτόκια παρέμβασης μίας ημέρας στη διατραπεζική αγορά, ανέρχονταν στο 31,1% τον Δεκέμβρη του 1992, (ανώτερο επίπεδο) ενώ τα επόμενα χρόνια μειώθηκαν στα 20,5% το 93, στο 17% το 1994, στο 14% το 1995 στο 12,4% το 1996, ενώ σήμερα έχει διαμορφωθεί στο 11,9%. Την ίδια στιγμή το επιτόκιο Ταμιευτηρίου (μετά τη φορολόγηση) προσφέρει απόδοση στον καταθέτη 7,2%! Και ποιος αποφασίζει για το ύψος του επιτοκίου ταμιευτηρίου; Οι "δυνάμεις της αγοράς"! και ποιος για το ύψος του επιτοκίου παρέμβασης στη διατραπεζική αγορά χρήματος; Η Τράπεζα της Ελλάδας, δηλαδή το κράτος που την ελέγχει. Πρόκειται δηλαδή για κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση - μια από τις πολλές που διατηρούνται και για τις οποίες κανένας νεοφιλελεύθερος δεν ενοχλείται - και η οποία στόχο έχει το μοίρασμα των κερδών μεταξύ των τραπεζικών ομίλων.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ