Κυριακή 5 Μάη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΒΕΑ
Εξωφρενικά υψηλοί οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης

Σε εξωφρενικά υψηλά επίπεδα ανέρχονται οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης (ΕΦΚ), με τους οποίους επιβαρύνεται μια σειρά ειδών ευρείας κατανάλωσης, γεγονός που συμβάλλει άμεσα στην αύξηση των τιμών των προϊόντων και κατά συνέπεια στη μείωση της κατανάλωσης και του τζίρου των επιχειρήσεων. Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από σχετική έρευνα που πραγματοποίησε το ΙΜΟΠ για λογαριασμό του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ) και δόθηκε στη δημοσιότητα τη βδομάδα που πέρασε.

Οπως σημειώνεται στην έρευνα οι ειδικοί φόροι στην Ελλάδα αποτελούν μια από τις σημαντικότερες πηγές εσόδων για το ελληνικό κράτος, αφού για το 1996 προβλέπεται να φτάσουν τα 1.750 δισ. δρχ. και να ξεπεράσουν το 25% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στην έρευνα, τα περισσότερα έσοδα προέρχονται από τα καύσιμα (48% του συνόλου των ειδικών φόρων) και τα προϊόντα καπνού (25,5% του συνόλου) και ακολουθούν τα οχήματα και τα ποτά.

Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι οι ειδικοί φόροι που επιβάλλονται σήμερα διακρίνονται στις εξής γενικές κατηγορίες:

  • Ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί των προϊόντων πετρελαίου και φυσικών αερίων.
  • Ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί των προϊόντων καπνού.
  • Ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί των οινοπνευματωδών ποτών και άλλων προϊόντων αιθυλικής αλκοόλης.
  • Ειδικοί φόροι κατανάλωσης οχημάτων.
  • Ειδικός Φόρος Τραπεζικών Εργασιών (ΕΦΤΕ).
  • Ειδικοί φόροι στα εισιτήρια για θεάματα.
  • Ειδικοί φόροι στις διαφημίσεις.
  • Ειδικοί φόροι στις μπανάνες (και κάποια άλλα ήσσονος σημασίας προϊόντα, όπως διαλυτικά καυσίμων).
Αυξήθηκε η φορολογική επιβάρυνση τα τελευταία χρόνια

Σε σχέση με το παρελθόν παρατηρείται ότι το σύστημα των ειδικών φόρων έχει απλοποιηθεί και πολλά είδη δεν επιβαρύνονται, πλέον, με ειδικούς φόρους, ωστόσο η φορολογική επιβάρυνση των ειδών που εξακολουθούν να υπόκεινται σε ειδικούς φόρους έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, δείγμα και αυτό των επιδιώξεων των εκάστοτε κυβερνήσεων να βρουν λύσεις στα δημοσιονομικά προβλήματα μέσω της συγκεκριμένης διαδικασίας.Ειδικότερα, έχει παρατηρηθεί μεγάλη αύξηση της επιβάρυνσης των καυσίμων, των προϊόντων καπνού και των οινοπνευματωδών ποτών, πέρα από τις αυξήσεις στις υπόλοιπες κατηγορίες της έμμεσης φορολογίας.

Ενδεικτικά της σημαντικής μερίδας που κατέχουν οι ειδικοί φόροι στη διαμόρφωση της συνολικής τιμής των παραπάνω ειδών είναι και τα εξής στοιχεία, που καταγράφονται στην έρευνα: Το 1995 το 60% της λιανικής τιμής της βενζίνης σούπερ αποτελούσε τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και το 15% τον ΦΠΑ. Η συνολική φορολογική επιβάρυνση δηλαδή, φτάνει το 75% της τιμής και μόνο το 25% αντιστοιχούσε στα έσοδα των φορέων παραγωγής και διακίνησης. Αντίστοιχη είναι η επιβάρυνση και στα τσιγάρα. Το 58% περίπου της λιανικής τιμής αποτελεί τον ειδικό φόρο και το 15% τον ΦΠΑ. Η συνολική φορολογική επιβάρυνση, δηλαδή, φτάνει το 73% σχεδόν της τιμής και μόνο το 27% αντιστοιχούσε στα έσοδα των φορέων παραγωγής και διακίνησης. Για τα αλκοολούχα ποτά η συνολική φορολογική επιβάρυνση φτάνει το 29% - 30%.Για τις περισσότερες από τις παραπάνω κατηγορίες οι ειδικοί φόροι αυξήθηκαν στις αρχές του 1996. Τέλος, για τα αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας μεσαίου κυβισμού παρατηρείται μία συνολική φορολογική επιβάρυνση μεταξύ 48% - 59% της λιανικής τιμής.

Σε σχέση με τα κατώτατα όρια που ορίζουν οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι ειδικοί φόροι της αμόλυβδης βενζίνης βρίσκονταν το 1995 σε επίπεδα κατά35% ανώτερα από το ελάχιστο και της βενζίνης με μόλυβδο ήταν ανώτεροι από το ελάχιστο όριο κατά 20% περίπου. Για τα τσιγάρα και τα ποτά οι ειδικοί φόροι ήταν σχεδόν στο ελάχιστο επιτρεπόμενο όριο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το οποίο ειδικά για τα τσιγάρα είναι ιδιαίτερα υψηλό.

Η έρευνα διαπιστώνει ότι οι μεγάλες αυτές φορολογικές επιβαρύνσεις προκαλούν μεγάλες στρεβλώσεις στη διάρθρωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, προσθέτοντας ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης θα έπρεπε να καταργηθούν και να διατηρηθεί ένας κοινός φόρος κατανάλωσης, όπως ο ΦΠΑ.

Αναφορικά με τη διάρθρωση της παραγωγής και διακίνησης, υπογραμμίζεται ότι τόσο ο κλάδος των προϊόντων πετρελαίου, όσο και ο κλάδος των τσιγάρων χαρακτηρίζονται από έντονη ολιγοπωλιακή διάρθρωση στην παραγωγή. Μεγάλη ολιγοπωλιακή συγκέντρωση παρουσιάζεται και στον κλάδο των οινοπνευματωδών ποτών, ιδιαίτερα στην παραγωγή μπίρας.

Στην έρευνα αναφέρεται ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης έχουν ως αποτέλεσμα σημαντικές αυξήσεις τιμών και μειώσεις στη ζητούμενη και παραγόμενη ποσότητα.Επιπλέον, όπως υποστηρίζεται, η μείωση της ζήτησης έχει ως αποτέλεσμα μείωση κερδών για τις εγχώριες επιχειρήσεις, κάτι που λειτουργεί ως αντικίνητρο για την ανάληψη επενδύσεων ή τον εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού εξοπλισμού.

Λαθρεμπορία

Ιδιαίτερα σημαντική επίπτωση του μεγάλου ύψους των ειδικών φόρων είναι η έξαρση της λαθρεμπορίας.Τόσο στον τομέα των καυσίμων, όσο και στα τσιγάρα και τα ποτά η λαθρεμπορία φαίνεται να ανθεί. Η λαθρεμπορία ενισχύεται και από την αναποτελεσματικότητα των φορολογικών αρχών, αλλά και από τις εξαιρέσεις του συστήματος, όπως οι διαφορές φορολογίας μεταξύ πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης, η χορήγηση αφορολόγητου πετρελαίου σε πλοία, η μη φορολόγηση των εξαγωγών, η μικρότερη φορολογία των αυτοκινήτων στην ΕΕ και ειδικά καθεστώτα όπως αυτό της Δωδεκανήσου.

Πάντως, εκτιμάται ότι στις παρούσες μακροοικονομικές συνθήκες, σημαντική μείωση των ειδικών φόρων με την εξαίρεση ίσως των αυτοκινήτων δε φαίνεται εφικτή. Από την άλλη το ύψος τους είναι πλέον τόσο μεγάλο που δε φαίνονται να υπάρχουν και περιθώρια περαιτέρω αυξήσεων.Θεωρείται, λοιπόν, ότι όπου υπάρχουν περιθώρια από τις οδηγίες της ΕΕ η επόμενη μεταβολή των ειδικών φόρων θα πρέπει να είναι προς τα κάτω, προς όφελος τόσο των καταναλωτών όσο και των εγχώριων παραγωγών, ενώ όπου δεν υπάρχουν τέτοια περιθώρια θα πρέπει να αποφευχθεί μελλοντική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης.

Βάσω ΜΠΑΡΜΠΑ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ