Τρίτη 26 Νοέμβρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

"Παλιοί καιροί" και "Προδοσία"

Ο χρόνος, όχι ως έννοια και σύστημα μέτρησης στιγμών, ωρών, μηνών, χρόνων, γεγονότων και φαινομένων στη ζωή του ανθρώπου, αλλά ως μια απροσδιόριστη δύναμη, που, υπό την επίδραση του τυχαίου, συμπτώσεων, ή συμβάντων, εμπλέκει το παρελθόν με το παρόν και επηρεάζει το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης, υπήρξε ο "μανικός" θεματικός πυρήνας της δραματουργίας του Χάρολντ Πίντερ.Ο χρόνος, που ως καταλύτης ανασκαλεύει τη μνήμη, το υποσυνείδητο και τη συνείδηση και τα αναπλάθει. Ο χρόνος, που δοκιμάζει τη "λογική", τη "σύμβαση" και "ισορροπία" των ανθρώπινων σχέσεων, συμπεριφορών, αξιών. Ο χρόνος, που "ελέγχει" την αλήθεια όσων νιώθει, σκέφτεται, λέει και πράττει, την αλήθεια αυτού που φαίνεται και αυτού που είναι ο άνθρωπος, χρησιμοποιήθηκε από τον Πίντερ σαν μέσο ψυχογράφησης του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στον ατομικό (οικογενειακό) και ευρύτερο (φιλικό, επαγγελματικό) χώρο του. Χώροι, που διαμορφώνονται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, την αστική κοινωνία, και οι οποίοι αντανακλούν, αλλά και εκτρέφουν τα κατά συνθήκη ψεύδη της, όπως εμμέσως υπονοεί ο Πίντερ. Αντικατοπτρισμοί του χρονο-χώρου της "καλής" λονδρέζικης κοινωνίας, είναι τα δύο έργα του που παίζονται από αθηναϊκές σκηνές.

"Οι παλιοί καιροί"

Στο "Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας",ο θίασος "Πράξη" ανέβασε τους "Παλιούς καιρούς",ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της πιντερικής δραματουργίας, με θέμα το χρόνο και τα "παιχνίδια" του στη σχέση ενός ανδρογύνου, μετά την "εισβολή" στον οικείο χώρο του και στο συναισθηματικό παρόν του ενός τρίτου προσώπου. Μιας παλιάς φίλης και συγκατοίκου της συζύγου, που διαταράσσει την "ισορροπία" της σχέσης του ζευγαριού, καθώς η μνήμη μπορεί και να πονά, μπορεί να κρύβει ανικανοποίητες επιθυμίες, συναντήσεις, έλξεις και απωθήσεις, μπορεί να θέλει να "σβήσει" δυσαρέσκειες, ανεκδήλωτα συναισθήματα και ενοχές, μπορεί να θέλει να "ξεχνά" συμπτώσεις που καθόρισαν τα δεδομένα στη ζωή κάθε προσώπου. Ο χρόνος, στο έργο του Πίντερ, γίνεται μοχλός, για να αποκαλυφθεί ο ψυχισμός, η αλήθεια και το ψεύδος, οι συμβιβασμοί και η συναισθηματική αναπηρία που κρύβει η ζωή των τριών προσώπων - δυο γυναικών κι ενός άνδρα. Ζωή, ουσιαστικά πνιγηρή, που ομφαλοσκοπεί μέσα στη σιγουριά και απραξία της αστικής ευμάρειας.

Το έργο του Πίντερ, όσο κι αν σήμερα ηχεί κάπως ξεπερασμένο (στην εποχή του προκάλεσε ενδιαφέρον για την ψυχογραφική ποιητική του και την έμμεση κοινωνική κριτική του), ευτύχησε με την παράσταση του θιάσου "Πράξη". Μια παράσταση ποιότητας, καθώς στηρίχτηκε στην εύγλωττη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα,το ευφυές σκηνικό του Γιώργου Πάτσα - ένα περιχαρακωμένο σαλόνι, όπου σαν σε μια παρτίδα σκάκι κινούνται τα τρία πρόσωπα - στους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου,στο μέτρο, και την ευαισθησία του ταλαντούχου, σχετικά νέου σκηνοθέτη Νίκου Μαστοράκη,που διηύθυνε "μουσικά" το πολύ καλό ερμηνευτικό "τρίο" των άξιων ηθοποιών Μπέττυ Αρβανίτη, Σοφοκλή Πέππα, Σμαράγδα Σμυρναίου,που πλάθουν με λεπτές αποχρώσεις, με μια πικρόγευστη, υπονοηματική ειρωνεία, σε ένα διαρκές φλας - μπακ του χρόνου και της μνήμης.

"Προδοσία"

Στο "Απλό Θέατρο",ο καλλιτεχνικός οργανισμός "Φάσμα" του Αντώνη Αντύπα έδωσε το σκηνοθετικό λόγο στην, επίσης, ταλαντούχα σκηνοθέτιδα Νικαίτη Κουντούρη,με την "Προδοσία" του Πίντερ, έξοχα μεταφρασμένη σε λόγο οικείο, πυκνό, ρέοντα από τον Μάριο Πλωρίτη.Και στην "Προδοσία", ένα"τρίγωνο" (μία γυναίκα και δύο άνδρες), ο χρόνος "παίζει" με το παρελθόν και το παρόν, κομματιάζει, σαν σε κινηματογραφικά φλας-μπακ πλάνα, τη μνήμη, τα αισθήματα, τον τρόπο ζωής, τις ενοχές και συνενοχές των τριών προσώπων, που ζουν "προδίδοντας" τον έρωτα, το γάμο, τη φιλία. Που εθίζονται στο "ήθος" της προδοσίας και τη μεταβάλλουν σε συνδετικό κρίκο τους, καθώς η γυναίκα από την πρώτη μέρα του γάμου της απατά τον άνδρα της με τον καλύτερό του, επίσης παντρεμένο, φίλο του, κι ο άνδρας της, επίσης, την απατά. Τρία πρόσωπα, που εθίζονται στην προδοσία ακόμη και με την ομολογία τους, αφού η ομολογία τους δε λειτουργεί σαν καθαρτήριο δράμα, αλλά σαν η εύκολα ομολογούμενη, χωρίς φόβο και πάθος, "αλήθεια" της αστικής κοινωνίας.

Η σκηνοθεσία της Ν. Κουντούρη, με αισθαντικότητα και ευρηματικότητα διάρθρωσε σε ατμοσφαιρικά θεατρικο-κινηματογραφικά φλας-μπακ "πλάνα" το κείμενο, με συμπαραστάτη της το μεταμορφώσιμο, λιτό και καλαίσθητο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα,που με εικαστικό αισθητήριο φώτισε ο Ανδρέας Σινάνος,και την ηχητική - μουσική επιμέλεια του Δημήτρη Ιατρόπουλου.Εκεί που δεν τα κατάφερε, όμως, η σκηνοθέτρια είναι να τιθασεύσει την επιτήδευση που διέκρινε τις ερμηνείες του ταλαντούχου ηθοποιού Λάζαρου Γεωργακόπουλου και της Μαρίας Κατσιαδάκη,ηθοποιού με ικανά μέσα, η οποία όμως μανιερίστηκε πολύ γρήγορα και μοιάζει να ναρκισσεύεται με τη μανιέρα της, μανιέρα δήθεν φυσικότητας και εσωτερικότητας. Στο σωστό δρόμο ήταν μόνο η λιτή, αυτοελεγχόμενη ερμηνεία του Γεράσιμου Σκιαδαρέση.

ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ