Κυριακή 29 Δεκέμβρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
"Είμαστε και μεις άνθρωποι"!

Με την καρδιά και τη σκέψη στις μακρινές πατρίδες τους, στις οικογένειες που άφησαν πίσω, υποδέχονται τον καινούριο χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες ξένοι εργάτες που ζουν στη χώρα μας

Μέρες γιορτής και χαράς. Μέρες που ενώνουν τις οικογένειες γύρω από το γιορτινό τραπέζι. Ομως η λάμψη του άστρου των Χριστουγέννων δεν έφτασε σε όλα τα σπίτια, δεν άγγιξε τις καρδιές κάποιων, αρκετών, συνανθρώπων μας, αφού αυτές βρίσκονται πολύ μακριά, πίσω στις πατρίδες τους και στις οικογένειες που άφησαν εκεί. Πρόκειται για τους χιλιάδες μετανάστες, που ζουν και εργάζονται στη χώρα μας. Γι' αυτούς αυτές οι μέρες είναι συνώνυμο της μοναξιάς και μιας πικρής νοσταλγίας.

Ανάμεσά τους και ο Μίτσι Ταχίρ,23 χρονών από την Αλβανία, τους Αγίους Σαράντα. Αυτές τις μέρες περισσότερο από οποιεσδήποτε άλλες τού λείπουν οι γονείς τους και ο μικρός του αδερφός, του λείπει το σπίτι του και η πατρίδα του. Αυτές τις μέρες - όπως μας είπε - η μοναξιά του είναι ακόμα πιο μεγάλη, όπως και η πίκρα του, που δε θα μπορέσει να αγκαλιάσει και να φιλήσει τους γονείς του και να τους ευχηθεί τα "Χρόνια Πολλά".

Ο Μίτσι τα τελευταία έξι χρόνια γιορτάζει τα Χριστούγεννα μακριά από το σπίτι του, όπως και οι υπόλοιποι 700.000 περίπου συμπατριώτες του, που υπολογίζει ότι βρίσκονται στην Ελλάδα. Μας μίλησε για το πώς ήρθε στην Ελλάδα και για το πώς "ξεφούσκωσε" το όνειρο μιας καλύτερης ζωής, που πίστευε ότι θα βρει στη χώρα μας.

"Αν μπορούσα να ήμουνα εκεί..."

"Ημουν 17 χρόνων όταν ήρθα - τονίζει - παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα μου. Δεν είχα άλλη επιλογή, οι γονείς και οι δύο άρρωστοι και τα φάρμακα στοίχιζαν πολλά. Ηρθα στη χώρα σας, γιατί ήθελα πάνω από όλα να ξεκουράσω τους γονείς μου, να τους προσφέρω μια καλή ζωή. Πίστευα ότι εδώ με περίμενε κάτι καλύτερο".

Ωστόσο, πολύ γρήγορα διαπίστωσε πως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι, αφού όπως σημειώνει: "Δεν έδωσα σημασία σ' αυτά που μας έλεγαν, ότι καλύτερα μια δύσκολη ζωή στην Αλβανία, παρά μετανάστες στην Ελλάδα, την Ιταλία ή όπου αλλού και ήρθα. Αλλά γρήγορα απογοητεύτηκα. Εφαγα ξύλο, δέχτηκα βρισιές, με έλεγαν αλήτη και εγκληματία απλά επειδή ήμουν Αλβανός, οι εξευτελισμοί ήταν τόσοι πολλοί... Ο φόβος που ένιωθα, κρυβόμουν, ήμουν σαν κυνηγημένος, αφού δεν είχα χαρτιά. Τι να πω για την εκμετάλλευση; Δούλευα για 2.500 δραχμές, χωρίς ένσημα, 12 ώρες τη μέρα, έκανα διπλή δουλιά και τα Σαββατοκύριακα για να τα καταφέρω. Μέναμε μέχρι και εφτά άτομα σε μια γκαρσονιέρα. Πληγώθηκα και πικράθηκα πολύ και η οικογένειά μου ήταν πίσω. Δεν ήξερα ποιον να εμπιστευτώ, οι εκβιασμοί από τους εργοδότες ήταν καθημερινοί ή θα κάνεις αυτό ή θα ειδοποιήσω την Αστυνομία. Λίγοι ήταν οι άνθρωποι που πραγματικά μου στάθηκαν".

Αυτές τις μέρες που όλοι γιορτάζουν, εύχεται να μπορούσε να γυρίσει πίσω, αλλά αυτό είναι αδύνατο, μιας και όπως λέει: "Πώς να γυρίσω πίσω, δεν υπάρχει δουλιά, πώς θα ζήσουμε; Οσο για το καθεστώς σήμερα, χειρότερο κι από φασισμός. Οταν γυρνάω το βράδυ στο άδειο σπίτι αναρωτιέμαι πώς ήμασταν και πώς γίναμε. Καταστράφηκαν τα πάντα. Αν μπορούσα να γυρίσω στην οικογένειά μου... ", καταλήγει με ένα πικρό χαμόγελο.

Ο Μίτσι ξέρει ότι πιθανά να μην ξαναγυρίσει στην πατρίδα του κι επειδή η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα για τους Αλβανούς τον εξοργίζει, παλεύει να την καλυτερεύσει. Με άλλους συμπατριώτες του έχουν συστήσει την Επιτροπή Αλβανών Εργατών Ελλάδας,της οποίας είναι και γραμματέας.

"Θέλουμε - κατέληξε - να παλέψουμε για να σταματήσει αυτό το αίσχος της εκμετάλλευσης, του ρατσισμού εναντίον μας. Να νομιμοποιηθούμε, να έχουμε τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους Ελληνες συναδέλφους μας. Είμαστε άνθρωποι κι εμείς, τι, πρέπει να πεθάνουμε; Πρέπει να ξέρει ο ελληνικός λαός ότι δεν είμαστε εγκληματίες, οι περισσότεροι είμαστε θύματα. Ωστόσο, έχω διαπιστώσει ότι η κυβέρνηση δεν έχει διάθεση να κάνει και πολλά πράγματα για μας. Μάλλον δε θα κάνει τίποτα, αν εμείς δεν το διεκδικήσουμε".

Με "παρηγοριά" τις φωτογραφίες

Διαφορετικής εθνικότητας από τον Μίτσι, αλλά με ίδια συναισθήματα, ίδια προβλήματα και τις ίδιες ελπίδες, η Μπίμπι Μακάρτνεϊ από τις Φιλιππίνες. Ηρθε στην Ελλάδα πριν από 7 χρόνια, σε ηλικία 27 χρόνων. Εφτά χρόνια έχει να δει τα οκτώ αδέρφια της και τους γονείς της και τέτοιες μέρες η πίκρα, αλλά και η οργή της μεγαλώνει, οργή γιατί μετά από εφτά χρόνια στην Ελλάδα ακόμα θεωρείται παράνομη και μια επίσκεψη στην πατρίδα της μπορεί να μην έχει γυρισμό.

"Η οικογένειά μου δεν έχει γνωρίσει το γιο μου - τονίζει - παρά μόνο από φωτογραφίες, είναι πολύ βαρύ για μένα να κάνω γιορτές μακριά τους, κάτι λείπει, υπάρχει ένα κενό. Αυτές τις μέρες στις Φιλιππίνες τις παλιές εποχές, που ήμασταν όλοι μαζί, καθόμασταν γύρω από το τραπέζι, όλη η οικογένεια. Τρώγαμε, τραγουδούσαμε, γλεντάγαμε, τώρα πια... Αλλά κι ας μην είμαστε μαζί, η σκέψη μου είναι πάντα στην πατρίδα μου, στην οικογένειά μου, ήθελα όμως να είμαστε μαζί το βράδυ που θα μπαίνει ο καινούριος χρόνος".

"Να μην έρχονταν ποτέ!"

Σε ακόμα πιο τραγική θέση είναι ο συμπατριώτης της Ραπίνο Μινιέκε,γι' αυτόν αυτές οι γιορτινές μέρες δε σημαίνουν απολύτως τίποτα και καλύτερα - όπως λέει - να μην έρχονταν ποτέ. Ο 40χρονος Ραπίνο έχει να δει εφτά χρόνια τα παιδιά και τη γυναίκα του.

"Εφτά ολόκληρα χρόνια μακριά από τα τέσσερα παιδιά μου και τη γυναίκα μου - σημειώνει - τι νόημα να έχουν οι γιορτές, αφού στερούμαι ό,τι πιο πολύτιμο έχω. Ο μικρός μου γιος είναι εννιά χρόνων και ο μεγάλος 17. Δεν μπορείτε να καταλάβετε πώς είναι να τους τηλεφωνώ και να μου λένε ότι μπορεί να έχουν μπάλες και παιχνίδια, αλλά δεν έχουν μπαμπά και είναι δυστυχισμένα. Αλλά αν πάω εκεί, θα πεινάσουν και αυτό δεν το θέλω. Τώρα αυτές τις μέρες τις περνάω με φίλους και πικραίνομαι όταν βλέπω τα παιδιά τους, σκέφτομαι τα δικά μου, που είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και λέω καλύτερα να μην έρχονταν οι γιορτές καθόλου".

"Πότε θα πάψουμε να φοβόμαστε;"

Παρών στη συζήτησή μας και ο σύζυγος της Μπίμπι, Ρόναλντ Μακάρτνεϊ,μέλος της διοίκησης του Συνδικάτου Κλάδων Ενδυσης και του Συλλόγου Φιλιππινέζων "Κασάπι",που θα παρέμβει μόνο για να μας πει τα προβλήματα των Φιλιππινέζων στην Ελλάδα και τα αιτήματά τους. Σύμφωνα με τον Ρόναλντ: "Το σημαντικότερο πρόβλημά μας είναι η αβεβαιότητα για το αν θα έχουμε δουλιά, για το αν θα καταφέρουμε να παραμείνουμε στην Ελλάδα και να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε έτσι ώστε να προσφέρουμε κάτι καλύτερο στις οικογένειές μας πίσω στην πατρίδα μας. Εχουμε ζητήσει και συνεχίζουμε να ζητάμε ίσα δικαιώματα, στη δουλιά και τη ζωή, ως πότε θα μας αντιμετωπίζουν σαν σκουπίδια; Επιτέλους η πολιτεία να αναλάβει τις ευθύνες της για να σταματήσει η εκμετάλλευση σε βάρος μας. Να μπορούμε να έχουμε περίθαλψη και ασφάλεια, να πηγαίνουν τα παιδιά μας κανονικά στο σχολείο, να επισκεπτόμαστε την πατρίδα μας χωρίς φόβο. Αν γίνουν ενέργειες σ' αυτή την κατεύθυνση, τότε η πολιτεία θα κερδίσει δε θα χάσει, δε ζητάμε ελεημοσύνες, ούτε παράλογα πράγματα".

Βάσω ΝΙΕΡΗ

..."Το σημαντικότερο πρόβλημά μας είναι η αβεβαιότητα για το αν θα έχουμε δουλιά, για το αν θα καταφέρουμε να παραμείνουμε στην Ελλάδα και να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε έτσι ώστε να προσφέρουμε κάτι καλύτερο στις οικογένειές μας πίσω στην πατρίδα μας. Εχουμε ζητήσει και συνεχίζουμε να ζητάμε ίσα δικαιώματα, στη δουλιά και τη ζωή, ως πότε θα μας αντιμετωπίζουν σαν σκουπίδια;"


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ