Κυριακή 29 Νοέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Οι θεατές δίνουν το σύνθημα της "κρίσης"

Απογοητευτικά τα στοιχεία του ΕΟΤ για το μέσο όρο εισιτηρίων στην Επίδαυρο

Δεν είναι εύκολο να αρχίζεις από το αλφάβητο για πράγματα που μέσα στο χρόνο έχουν κατακτηθεί. Ωστόσο, η αναφορά στις απαρχές δεν παύει να αποτελεί αφετηρία για κάποιες διαπιστώσεις που δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά και ανησυχίες. Η μεγάλη σημασία που είχε για τους αρχαίους Ελληνες το θέατρο δε χρειάζεται αποδείξεις, ωστόσο έχει ενδιαφέρον να σταθούμε στη χωρητικότητα των θεάτρων που ήταν πολλαπλάσια σε σχέση με τα σημερινά θέατρα. Το θέατρο της Αθήνας ήταν 17.000 θέσεων, της Δωδώνης 18.000, της Επιδαύρου 20.000, της Μεγαλόπολης 44.000 κλπ. Οι θεατές παρακολουθούσαν δωρεάν τις παραστάσεις στην αρχή (όταν η υπόκριση γινόταν από τους ίδιους τους ποιητές). Οταν όμως το θέατρο αναπτύχθηκε και είχε επαγγελματίες ηθοποιούς και οι δαπάνες των παραστάσεων μεγάλωσαν, καθιερώθηκε το εισιτήριο. Ο Περικλής όμως καθιέρωσε και το Θεωρικό, δηλαδή το αντίτιμο εισιτηρίου που χορηγούνταν από το δημόσιο ταμείο στους άπορους πολίτες. Αλλο ένα χαρακτηριστικό της εποχής ήταν το γεγονός ότι οι θεατές χειροκροτούσαν όταν τους άρεσε η παράσταση ή αποδοκίμαζαν έντονα όταν δεν τους άρεσε.

Οι θεατές "λιγοστεύουν"

Τα πράγματα έχουν αρκετά αλλάξει σήμερα. Ακόμη και σ' αυτά τα θέατρα που παρέμειναν παρακαταθήκη στους νεότερους και πριν λίγα χρόνια εξακολουθούσαν να προσέρχονται σ' αυτά κατά χιλιάδες, το σκηνικό φαίνεται να αλλάζει. Και αναφερόμαστε στα αρχαία θέατρα. Στην Επίδαυρο για παράδειγμα οι θεατές που προσέρχονταν ήταν αρκετές χιλιάδες από 6-7 το λιγότερο, για κάθε παράσταση. Ο μέσος όρος των εισιτηρίων τουλάχιστον από το 1981 μέχρι σήμερα, και με βάση τα στοιχεία που έδωσε φέτος ο ΕΟΤ, αυξομειώνεται με μεγάλες αποκλίσεις. Το 1981 ήταν 3.769, το 1985 έπεσε στα 2.918. Ο διπλασιασμός τον αμέσως επόμενο χρόνο (1986) δεν άντεξε για πολύ, αφού ακολούθησε μια πτωτική τάση τα επόμενα δύο χρόνια, φτάνοντας τα 3.467 (1987) και 2.554 (1988). Το 1990 και πάλι η αισιοδοξία μεταφράστηκε σε 4.249 για να πέσει κατακόρυφα στις 2.462 το 1992, μια μικρή αύξηση στις 3.550 δεν μπορούσε να σημαίνει πολλά, αφού τον επόμενο χρόνο ο μέσος όρος εισιτηρίων άγγιξε τα 1.721 εισιτήρια. Τα τρία τελευταία χρόνια ο μέσος όρος κυμαίνεται μεταξύ 3.000 και 3.500 εισιτηρίων.

Σιγά - σιγά αυτές οι χιλιάδες μειώνονται και πλέον είναι ιδιαίτερα αισθητή αυτή η μείωση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις αθηναϊκές αίθουσες, που καθώς αυτές αυξάνονται και πληθύνονται, ελαχιστοποιείται ο αριθμός των θεατών. Εδώ ο μέσος όρος μπορεί να είναι μεγαλύτερος μέσα στη διάρκεια των πολλών μηνών της θεατρικής περιόδου, ωστόσο λίγα θέατρα μπορούν να "καυχώνται" για πληρότητα. Τις πταίει; Τα τελευταία χρόνια, που είναι αρκετά, πολλοί μίλησαν για την κρίση στο θέατρο. Αλλες φορές "δικαιώθηκαν" στα περί "κρίσης" (αφού τα ταμεία έκλεισαν με μείον), άλλες φορές πάλι διαψεύστηκαν (αφού αρκετές παραστάσεις έσπαγαν ταμεία και άλλες έκλειναν ικανοποιητικά). Κι αυτό γιατί πολύ απλά κάθε "κρίση" κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά αν δεν την αντιμετωπίσεις σοβαρά, αποπροσανατολίζεσαι και τα αποτελέσματα έρχονται πολύ αργότερα, όταν πια δεν μπορείς να τα προλάβεις. Ετσι, λοιπόν, κάθε φορά που ακουγόταν "κρίση στο θέατρο", οι περισσότεροι την απέδιδαν σε εξωγενείς παράγοντες, όπως "φταίει η τηλεόραση", "φταίει η οικονομική κρίση", "φταίει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, το Μουντιάλ, το Μπάσκετ". Το καλοκαίρι "φταίνε τα πολλά φεστιβάλ", που δε δουλεύουν οι μόνιμες καλοκαιρινές σκηνές, φταίει, που "πολλοί πρωταγωνιστές δε θέλουν να δουλέψουν το καλοκαίρι" και διάφορα παρόμοια "εφευρήματα" που αρκετά απέχουν από την αλήθεια.

Αντιδράσεις "ευγένειας"

Σήμερα, δυστυχώς, το σύνθημα της "κρίσης" που θα μπορούσαν να το δώσουν οι θεατές αν ζούσαν στην αρχαία Ελλάδα και θα ήταν η αποδοκιμασία, δίνεται με την αποχή. Η αποδοκιμασία στα θέατρα, σήμερα, είναι πολύ σπάνια. Η κοινωνία μας επιβάλλει την κόσμια αποδοκιμασία. Λίγες φορές "παρεκτρέπεται" το κοινό (βλ. περσινές "Βάκχες" σε σκηνοθεσία Λάνκχοφ, με τον Μηνά Χατζησάββα - γυμνό Διόνυσο). Τις περισσότερες φορές προτιμά το χλιαρό χειροκρότημα και το "θάψιμο" στη διαδρομή από το θέατρο, στον Λεωνίδα (το γνωστό εστιατόριο στο Λιγουριό), παρά την αντίθετη εικόνα που υπάρχει με τα κομψά ακόμη και θερμά καλά λόγια που λέγονται προς τους ηθοποιούς. "Τι φταίνε, μωρέ κι αυτοί"; - ακούγεται συχνά και χαμηλόφωνα - "την άποψη του σκηνοθέτη υπηρετούν". Ασχετα, βέβαια, αν κι ο ίδιος έχει ακούσει τα "καλύτερα" για τη δουλιά του, στα πλαίσια της "ευγένειας".

Και τι δεν έχουμε δει, τουλάχιστον στα Επιδαύρια... Τον "Αίαντα" ως Αρη Βελουχιώτη, την Κλυταιμνήστρα να καπνίζει επί σκηνής φορώντας ταγιεράκι, τον Ορέστη να σκοτώνει επί σκηνής την Κλυταιμνήστρα (παραβίαση βασικής αρχής της τραγωδίας). Την Ηλέκτρα με δεμένα πόδια, να την αδειάζουν επί σκηνής με ένα καροτσάκι οικοδομής. Τους Βατράχους να ζητωκραυγάζουν "Βίρα τις άγκυρες" και με λίγα λόγια "εβίβα Κούρκουλε". Κάποιοι επιμένουν να ξεμαλλιάζουν τις τραγωδίες για να κλαίνε δυνατότερα, και κάποιοι ζηλεύοντας τη δόξα του Αριστοφάνη ξεκοιλιάζουν το κορμί της κωμωδίας, δίνοντας τον τίτλο της ελεύθερης απόδοσης.

Προκειμένου... περί τραγωδίας

Από εδώ, πιθανόν, να ξεκινάει το πρόβλημα, σε ό,τι αφορά στα περί ανεβάσματος τραγωδίας, όπου συμβαίνουν και τα πλέον αμφισβητούμενα. Γιατί κάθε παράσταση είναι ένα ζωντανό δημιούργημα που δρα ως πρόταση ή αμφισβήτηση, ανεξάρτητα των προθέσεων του δημιουργού, αλλά και ως φαύλο, το οποίο μορφάζει χωρίς να μπορεί να κερδίσει τη συγκίνησή μας. Το ερώτημα γίνεται πιο καυτό όταν πρόκειται για τις σύγχρονες παραστάσεις αρχαίου δράματος. Προβληματισμός που διαρκεί πολλές δεκαετίες χωρίς να έχει βρει τη διέξοδό του.

Πριν δέκα ακριβώς χρόνια ένας σημαντικός άνθρωπος του θεάτρου ο διδάκτωρ της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ο Τάσος Λιγνάδης κατέθετε, στο βιβλίο του "Το Ζώον και το Τέρας",τον προβληματισμό του που παραμένει ιδιαίτερα επίκαιρος. "Και ο σκηνοθέτης - γράφει - και οι υποκριτές πρέπει να διαστείλουν, προκειμένου περί τραγωδίας, τον τύπο της σκηνικής φυσικότητας από την κωδική φυσικότητα του ρεαλιστικού θεάτρου, για να μην υπονομεύουν το σεμνόν και την εμμέλεια της τραγικής ποιήσεως, οδηγώντας τη σε ανατροπές προς το γελοίο του φαύλου ή προς την παρωδία του σοβαρού".

Ενα από τα ερωτήματα που αιωρούνται συχνά χωρίς να βρίσκει απάντηση είναι: Πώς θα προσεγγίσουμε τον θεατρικό οργανισμό του αρχαίου δράματος, χωρίς να παραβιάζουμε την οικεία φύση και χωρίς να δολοφονούμε την ηδονή που εκπέμπει. Οχι το πώς θα επιστρέφουμε στο είδος. "Αυτό θα ήταν πάθος μουσείου" επισήμαινε ο Τάσος Λιγνάδης. "Η παρεξήγηση ορισμένων σκηνοθετών που μιλούν για νεκρόφιλα ανεβάσματα ή εκσυγχρονισμένα προκαλεί σύγχυση. Οι σκηνοθέτες αυτοί αποδεικνύουν με αυτές τις αβάσιμες ταξινομήσεις ότι δεν αντιλαμβάνονται το εξής σημαντικό. Οτι, δηλαδή, το έργο βρίσκεται δυνάμει μέσα στο κείμενο. Πράγμα που σημαίνει ότι ο ποιητής δε φτιάχνει μόνο κείμενο. Φτιάχνει και παράσταση. Ο σκηνοθέτης που δε "βλέπει" μέσα από το χαρτί αυτή την έτοιμη παράσταση και ετοιμάζεται για τις δικές του προσωπικές και τάχα σωτήριες επεμβάσεις είναι άχρηστος για το ενδεχόμενο ανέβασμα. Και μιλάω για σκηνοθέτες και όχι για ναρκίσσους που ντύνουν αλλιώς τον Μανολιό και νομίζουν ότι κάτι κάνουν. Η όψη έχει υπηρετική σημασία ως προς το λόγο και το μύθο. Εκείνο που έχει σημασία για μια σύγχρονη παράσταση είναι να υπηρετηθεί η φύση του δράματος, για να εξασφαλιστεί η ηδονή με τις εξαίσιες εναλλαγές του επικού και του λυρικού. Οποιαδήποτε επέμβαση σ' αυτή τη φύση είναι ανατροπή μιας ισορροπίας και η ακύρωση της ηδονής. Και εδώ μπορούμε δικαιωματικά να μιλούμε για νέκρωση ενός φωτεινού πλάσματος και για νεκρόφιλους εργολάβους... Είναι το ποιητικό στοιχείο που κάνει το αρχαίο ελληνικό δράμα σύγχρονο μέσα στη διαδοχή των εποχών. Οταν, λοιπόν, υπάρχει αυτός ο συγχρονισμός μέσα στη φύση της ελληνικής τραγωδίας, αμφισβητώ το πόσο αναγκαία μπορεί να είναι η χρονικοποίηση του ζωντανού έργου με το ιστορικό σάβανο του εκσυγχρονισμού".

Ευνοεί όλους το να μην ξεχνάμε κάποια πράγματα. Οι προβληματισμοί και οι απόψεις ανθρώπων που προσέφεραν μπορούν και πρέπει να αποτελούν την αφετηρία νέων προβληματισμών. Δικαίωμα κάθε εποχής είναι να προβληματίζεται και να αναζητά, γιατί όπως έλεγε κι ο Μπρεχτ "ούτε πρέπει να αφήνετε το Τώρα να κάνει να ξεχνιούνται Το Πριν και το Μετά, ούτε καν Οσα συμβαίνουν έξω από το θέατρο...".

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Σήμερα, δυστυχώς, το σύνθημα της "κρίσης" που θα μπορούσαν να το δώσουν οι θεατές αν ζούσαν στην αρχαία Ελλάδα και θα ήταν η αποδοκιμασία, δίνεται με την αποχή. Η αποδοκιμασία στα θέατρα, σήμερα, είναι πολύ σπάνια. Η κοινωνία μας επιβάλλει την κόσμια αποδοκιμασία. Λίγες φορές "παρεκτρέπεται" το κοινό. Τις περισσότερες φορές προτιμά το χλιαρό χειροκρότημα και το "θάψιμο" στη διαδρομή από το θέατρο, στον Λεωνίδα (το γνωστό εστιατόριο στο Λιγουριό), παρά την αντίθετη εικόνα που υπάρχει με τα κομψά ακόμη και θερμά καλά λόγια που λέγονται προς τους ηθοποιούς


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ