Και για τον καινούριο χρόνο ο κρατικός προϋπολογισμός, που είναι αναπόσπαστο τμήμα του "επικαιροποιημένου" προγράμματος "σύγκλισης" και υποτίθεται ότι θα οδηγήσει την Ελλάδα στην ΟΝΕ (προσπαθούν να την εμφανίσουν σαν "παράδεισο" για το λαό), κινείται στο "μονόδρομο" που αυξάνει τα κέρδη και τον πλούτο των μεγαλοεπιχειρηματιών και συνθλίβει τα λαϊκά εισοδήματα
Με "πατρόν" Βρυξελλών είναι και το νέο "κοστούμι λιτότητας" που έραψε η κυβέρνηση Σημίτη και θέλει να φορέσουμε, προκειμένου να εξασφαλίσει τη "σύγκλιση" της οικονομίας με τις άλλες πιο ανεπτυγμένες χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και να κάνει πραγματικότητα τη "μεγάλη ιδέα" για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001. Πιστό αντίγραφο του "κοστουμιού" αυτού, που θέλει να μας φορέσει η κυβέρνηση, αποτελεί ο κρατικός προϋπολογισμός του 1999, δηλαδή το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης για το ερχόμενο έτος. Βασικό κριτήριο για την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού 1999 - ο οποίος υπερψηφίστηκε την περασμένη Δευτέρα από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και έγινε νόμος του Ελληνικού Κράτους - δεν ήταν η προάσπιση των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού και της χώρας. Βασικό κριτήριο και απώτερος στόχος ήταν η πάση θυσία εκπλήρωση των "δεικτών" και "κριτηρίων" που θα επιτρέψουν την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ.
Από την ώρα που κατατέθηκε στη Βουλή ο νέος προϋπολογισμός μέχρι και τη Δευτέρα που υπερψηφίστηκε στη Βουλή, η όλη κυβερνητική επιχειρηματολογία επικεντρώθηκε στο να αποδείξει τα αναπόδεικτα. Οτι δηλαδή η επίτευξη των οικονομικών δεικτών (μείωση του πληθωρισμού, των επιτοκίων, των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους) - που αποτελούν και κριτήριο για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ - είναι προς το συμφέρον της χώρας μας και κυρίως των εργαζόμενων. Οι βασικοί οικονομικοί δείκτες που δεσμεύτηκε να εκπληρώσει η κυβέρνηση Σημίτη απέναντι στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών - με το "επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης" - για το 1999 και τα επόμενα χρόνια είναι:
Αυτοί είναι οι 4 βασικοί οικονομικοί δείκτες που καθορίστηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τους οποίους δεσμεύτηκαν να εκπληρώσουν οι κυβερνήσεις των χωρών - μελών που την υπερψήφισαν, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα. Κανείς βέβαια, δε θα είχε αντίρρηση να μειωθούν κι άλλο τα κρατικά ελλείμματα, το δημόσιο χρέος, ο πληθωρισμός και τα επιτόκια και να βελτιωθούν άλλοι βασικοί δείκτες που σκιαγραφούν τα χρόνια προβλήματα και γενικά την προβληματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Επειδή όμως, η ελληνική οικονομία λειτουργεί, όπως και κάθε οικονομία, με βάση τη θεωρία των "συγκοινωνούντων δοχείων" - δηλαδή όταν κάποιος κερδίζει κάποιος άλλος χάνει - τίθεται το ερώτημα: Ποιος θα πληρώσει το 1999 τα "σπασμένα" της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, προκειμένου να εκπληρωθούν οι στόχοι της "σύγκλισης" και της ΟΝΕ και ποιοι θα είναι εκείνοι που θα καρπωθούν τα οφέλη από τη μείωση του πληθωρισμού και των επιτοκίων ή από τις ιδιωτικοποιήσεις και τη συνέχιση του σφαγιασμού των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα;
Απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δίνει τόσο η μέχρι σήμερα εμπειρία από την εφαρμογή μέτρων και πολιτικών που εφαρμόστηκαν με τα γαλαζοπράσινα προγράμματα "σύγκλισης" την τελευταία 7ετία. Οσον αφορά το 1999 και τα επόμενα 2 χρόνια μέχρι το 2001 - που έχει οριστεί σαν στόχος "ορόσημο" για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ - η απάντηση βρίσκεται κρυμμένη στον κρατικό προϋπολογισμό που υπερψηφίστηκε την περασμένη Δευτέρα, 21 Δεκέμβρη. Το τίμημα για την εκπλήρωση των στόχων της "σύγκλισης" και της ΟΝΕ που έχουν τεθεί για το 1999, θα το ξαναπληρώσουν τα συνήθη "υποζύγια" του προϋπολογισμού. Δηλαδή οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι, οι αυτοαπασχολούμενοι αγρότες - επαγγελματίες - βιοτέχνες και έμποροι. Κι αυτό για τον εξής απλό, απλούστατο λόγο. Οι δείκτες και τα κριτήρια (που αποφασίστηκαν από το στρατηγείο των πολυεθνικών και των ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης) συνδέονται με μια σειρά ντιρεκτίβες και κανονισμούς του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, που καναλιζάρουν το όλο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Ας δούμε, τώρα, γιατί και το 1999 θύμα της "σύγκλισης" και της ΟΝΕ θα είναι και πάλι ο εργαζόμενος λαός, γιατί αυτός και μόνο αυτός καλείται, να πληρώσει το τίμημα για την εκπλήρωση των οικονομικών στόχων (πληθωρισμός, επιτόκια, ελλείμματα, δημόσιο χρέος). Φυσικά, φρόντισε γι' αυτό η κυβέρνηση Σημίτη με τον προϋπολογισμό του 1999 που υπερψηφίστηκε από τους 161 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ (τόσο της πτέρυγας των "εκσυγχρονιστών", όσο και οι της λεγόμενης "εσωκομματικής αντιπολίτευσης").
Ιδού και τα τεκμήρια:
Και πάλι η κυβέρνηση λέει ψέματα, γιατί απλά επιδιώκει τη μείωση των κρατικών ελλειμμάτων:
α) Με νέες περικοπές στις δαπάνες για επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις σε διάφορους κοινωνικούς φορείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι με προβλεπόμενη αύξηση 4,5% στις συνολικές δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού 1999, οι δαπάνες για μισθούς - συντάξεις του δημόσιου αυξάνονται κατά 3,7%,για επιχορηγήσεις αποδοχών 3,4%, για ΙΚΑ και ΤΕΒΕ 0% (!), για τον ΟΓΑ 0,8%, για το ΝΑΤ 5,9%, οι δαπάνες στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων μειώνονται κατά 4,3%!
β) Με την εκποίηση της κρατικής περιουσίας.Στα πλαίσια αυτά, περιλαμβάνονται οι ιδιωτικοποιήσεις κερδοφόρων ΔΕΚΟ και τραπεζών - το σύνολο ή μέρος των μετοχών - που εκτός των άλλων έχει σαν συνέπεια να καταργείται και η άσκηση κοινωνικής πολιτικής (επιδοτήσεις τιμολογίων ΟΤΕ, ΔΕΗ, στεγαστικών δανείων κλπ), καθώς η τιμολογιακή πολιτική των κρατικών επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιούνται μερικά ή ολικά καθορίζεται με γνώμονα το κέρδος και όχι το κοινωνικό όφελος. Η περίπτωσή του ΟΤΕ - που κάθε χρόνο επιβάλει υπέρογκες αυξήσεις στα τιμολόγια - μιλά από μόνη της.
γ) Με την υπερφορολόγηση των λαϊκών εισοδημάτων.Οσο αλήθεια είναι πως με τον προϋπολογισμό του 1999 δεν επιβλήθηκαν - προς το παρόν - νέοι φόροι, άλλο τόσο αλήθεια είναι πως αυξάνονται οι "παλιοί" φόροι, που θα κληθούν να πληρώσουν και πάλι οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Και οι παλιοί φόροι αυξάνονται σημαντικά, τόσο με τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, όσο και με τις αυξήσεις των συντελεστών φορολογίας των εισοδημάτων όλων εκείνων που φορολογούνται με τα "αντικειμενικά κριτήρια" (δηλ. τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων επαγγελματοβιοτεχνών και εμπόρων).
Με τους παραπάνω επίσημους - καθώς και τους αφανείς - δείκτες, οι συντάκτες της Συνθήκης του Μάαστριχτ και αρχιτέκτονες της ΟΝΕ, έχουν προδιαγράψει τη σύγκλιση των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με αναδιανομή του πλούτου, που δε θα είναι προς όφελος των εργαζομένων και των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά σε βάρος τους. Στόχος της σύγκλισης - όπως την οραματίστηκαν οι εμπνευστές της Συνθήκης του Μάαστριχτ - είναι η μεγιστοποίηση των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων και η παραπέρα υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.
Είναι αλήθεια, πως το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής του Μάαστριχτ, είναι ένας "μονόδρομος". Οχι όμως, ένας "μονόδρομος" που η κυβέρνηση και οι θιασώτες της ΟΝΕ τον εμφανίζουν σαν το "κλειδί" που θα οδηγήσει το λαό στον "παράδεισο", αλλά ένας μονόδρομος που εξασφαλίζει την αύξηση και μεγιστοποίηση των κερδών και του πλούτου των μεγαλοεπιχειρηματιών και των κάθε είδους συνεταίρων του ευρωπαϊκού πολυεθνικού κεφαλαίου με την πολύμορφη και πολύπλευρη ληστεία των λαϊκών εισοδημάτων. Από αυτή την άποψη, είναι εξίσου αλήθεια, ότι για τους εργαζόμενους και όλους εκείνους που ήταν και παραμένουν τα μεγάλα θύματα της ακολουθούμενης αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής, μονόδρομος είναι ο καθημερινός αγώνας για την ανατροπή του πλαισίου αντιλαϊκής πολιτικής του Μάαστριχτ, του Αμστερνταμ και της ΟΝΕ και την επιβολή μιας πολιτικής που θα διανέμει δίκαια τον πλούτο σε εκείνους που τον παράγουν.
Λάμπρος ΤΟΚΑΣ