Παρασκευή 1 Γενάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Κι αρχή καλός μας χρόνος!

Εθιμα της Πρωτοχρονιάς από διάφορα μέρη της Ελλάδας

"Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά/ ψιλή μου δεντρολιβανιά/ κι αρχή καλός μας χρόνος...".Οι παιδικές φωνές και οι ήχοι από τα τρίγωνα και πάλι πλημμύρισαν τους δρόμους, ακόμα κι αυτής της εκκωφαντικής Αθήνας για να προϋπαντήσουν τον καινούριο χρόνο, που ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι ψηλότερα στο χρονομέτρι της ζωής. Φορτωμένος με όνειρα, ελπίδες και υποσχέσεις για τη ζωή, ο νέος χρόνος κάνει την εμφάνισή του γελαστός, γεμάτος αισιοδοξία και πίστη για το μέλλον. Κι ας είναι πολλά τα μελανά "χρώματα" που μας προσφέρει η άλλη όψη της ζωής, η καθημερινή κι όχι γιορτινή. Αυτή που συνθέτουν η φτώχεια, η προσφυγιά, η εγκατάλειψη, η αποξένωση..., δημιουργώντας το αληθινό "πρόσωπο" μιας κοινωνίας, που βαδίζει ολοταχώς στο 2000. Οι άνθρωποι και φέτος προϋπαντούν τη νέα χρονιά, ελπίζοντας σε κάποια αλλαγή, σε μια καλύτερη, ειρηνική και πιο ευτυχισμένη ζωή. Μαζί της υποδέχονται και τον Αϊ Βασίλη, τον καλοκάγαθο άγιο με τα άσπρα γένια, που μοιράζει δώρα στα παιδιά κι ελπίδες στους μεγάλους. Κάλαντα, μαντέματα, ποδαρικά, βασιλόπιτες, ευχές και γλέντια συνθέτουν το γιορτασμό της Πρωτοχρονιάς, που ήταν και παραμένει ο μεγαλύτερος σταθμός της ζωής του ανθρώπου, μέσα στο χρόνο. Εξάλλου ολόκληρο το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, με τις πολλές γιορτές, το καλό φαγοπότι, τα τρικούβερτα γλέντια, τα γιορτάσια και τα ξεφαντώματα, αποτελούσε και αποτελεί μια όαση μέσα στο χρόνο. Το Δωδεκαήμερο, που άρχιζε την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων και τελείωνε την παραμονή των Θεοφανίων, στα παλιά χρόνια, ήταν μια συνεχής αλυσιδωτή γιορτή, με διάφορες παραλλαγές και πολλές αποχρώσεις και με κορυφαίες στιγμές τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα.

Ποδαρικό και "καλιχερίδια"

Τοποθετημένο μέσα στην καρδιά του χειμώνα, με τα βρασμένα καινούρια κρασιά, τις φρέσκες ραφινάτες ρακές, το μπόλικο χοιρινό κρέας και τις μεγάλες φωτιές στο τζάκι, που εξουδετέρωναν τα χιόνια και τα κρύα, το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων γεννούσε μια διάθεση για τραγούδι, για χορό και για γλέντι. Και τη διάθεση αυτή, δεν την άφηναν ανεκμετάλλευτη οι χωρικοί μας. Το τραγούδι και ο χορός ήταν τα μόνα απλά και πρόχειρα μέσα για να χαρούν και να ψυχαγωγηθούν, αφού δεν είχαν τίποτε άλλο, εκτός από τα γνωστά λαϊκά όργανα, που τραβούσαν τον κόσμο έξω από το σπίτι, σε κοινούς λαϊκούς χορούς και κοινές εκδηλώσεις. Το βιολί, το κλαρίνο, το ντέφι, το λαγούτο, η λύρα, η γκάιντα, ο ζουρνάς, η πίπιζα και το νταούλι, ήταν τα μόνα γνωστά όργανα της εποχής που συνόδευαν τους λαϊκούς χορούς, σε συνδυασμό με το δημοτικό τραγούδι που βρισκόταν στην άνθησή του.

Στα έθιμα της Πρωτοχρονιάς εξέχουσα θέση κατέχει αυτό του "ποδαρικού", που σε πολλές αποχρώσεις του το συναντάμε σε διάφορες περιοχές της χώρας.Στη Νικήσιανη της Καβάλας,την πρώτη μέρα δεν πήγαιναν επισκέψεις, μα τη δεύτερη και τότε έκαναν και το ποδαρικό. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, κάθε νοικοκύρης που πήγαινε κι έπαιρνε αμίλητο νερό από τη βρύση, έπαιρνε και μια πέτρα μαζί του. Μόλις έφτανε στο σπίτι, άφηνε την πέτρα έξω από την πόρτα κι έλεγε: "Οσο βαράει η πέτρα, τόσα και τα χρήματα του νοικοκύρη του σπιτιού". Υστερα μπαίνοντας στο δωμάτιο με το δεξί του πόδι, έβαζε ένα πουρνάρι στη φωτιά και καθώς τα φύλλα του "παπλατούσαν" στις φλόγες έλεγε: "Οπως παπλατάει το πουρνάρ(ι), έτσ(ι) να παπλατάν κι τα πλιά".

Στη Νέα Ζίχνη Σερρών,το ποδαρικό το έκαναν τα μικρά παιδιά στα συγγενικά και φιλικά τους σπίτια, ρίχνοντας στη φωτιά αλάτι που τους έδιναν οι νοικοκυρές κι έλεγαν: "Οπως σπάζ(ι) τ' άλας στ' φωτιά, έτσι να βγουν πολλά πλιά, αρνιά, κατσίκια και μπερικέτια". Στην Αγιάσο της Λέσβου άφηναν το τραπέζι στρωμένο όλη τη νύχτα, "για να πάει να φάει ο Αϊ Βασίλης". Και για να τον διευκολύνουν να κατεβεί στο σπίτι από το "μπ'χαρί", "βάζαν από σπερού ένα λόρτο, μακρύ ξύλο για σκαλοπάτ'". Στον Πύργο της Σάμου,γυρίζοντας το πρωί από την εκκλησιά στο σπίτι, ο πατέρας έσπαζε στο κατώφλι της πόρτας ένα ρόδι κι ύστερα μπαίνοντας ένας - ένας στο σπίτι, πατούσε με το δεξί του πόδι πάνω σ' έναν "τραχά" (είδος τσεκουριού), "για νάναι γεροί σαν το σίδερο". Στις Κυκλάδες,όλα τα σπίτια σπάζανε από ένα ρόδι στο κατώφλι της πόρτας ή το πάτωμα και λέγανε: "Οπως χύνονται οι σπόροι του ροδιού, έτσι να χύνονται και τα Βενέτικα φλουριά στο σπιτικό μας". Διαφορετική μορφή είχε το ποδαρικό στην Κρήτη.Αν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας είχαν το δεξί πόδι για καλό και μ' αυτό έκαναν το ποδαρικό στα ξένα σπίτια, στην Κρήτη είχαν τη "δεξά τους χέρα" και μ' αυτήν έκαναν τα "καλιχερίδια" της Πρωτοχρονιάς.

Σκανταλιάρικα καλικαντζαράκια

Ολες τις μέρες του Δωδεκαήμερου, που τα νερά ήταν "αβάφτ'στα" και οι νύχτες "αλτές" (λυτές), οι καλικάντζαροι βρίσκουν την ευκαιρία να ανέβουν στον απάνω κόσμο. Οπως πίστευε ο λαός μας, άφηναν τις νεραϊδοσπηλιές τους, τα γκρεμισμένα, ακατοίκητα σπίτια και τα σκοτάδια του κάτω κόσμου, και ξεκινούσαν τις σκανταλιές τους. Ο αρχηγός τους, ο κουτσός και "τριοκέρατος κουτσοδαίμονας", πίστευαν πως έμενε στο "ζοργιό" των νερόμυλων κι εκεί συγκεντρώνονταν όλοι και έπαιρναν τις αποφάσεις τους.

Ο Μιχαήλ Ψελλός,ο οποίος έγραψε και μικρή μελέτη για τους καλικάντζαρους, που τότε τους λέγανε Βαβουτσικάριους, αναφέρει πως "ο φόβος και η προκατάληψη των αμόρφωτων ανθρώπων είναι εκείνο που γεννά τις φαντασίες των δαιμονικών". Οι Βυζαντινοί συνηθίζανε να γιορτάζουν τις τρεις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου, με μουσικές, τραγούδια, μασκαρέματα και ξεφαντώματα, απομεινάρια των αρχαίων ειδωλολατρικών γιορτών. Οι μασκαρεμένοι, παίρνοντας θάρρος από το κρύψιμο του προσώπου τους στις μάσκες, γύριζαν στους δρόμους και πείραζαν τους ανθρώπους, αναστάτωναν τους νοικοκυραίους και ζητούσαν να τους δώσουν γλυκά και λουκάνικα. Για να γλιτώσουν από τους ανεπιθύμητους αυτούς επισκέπτες, έκλειναν καλά τις πόρτες, αλλά οι μασκαρεμένοι γλεντζέδες βρίσκανε τρόπο να μπουν στα σπίτια από τα παράθυρα και τις καμινάδες.

Με τον καιρό και με το πέρασμα του χρόνου, η ενοχλητική συμπεριφορά των μασκαρεμένων συνδέθηκε με τις ψυχές των πεθαμένων και από το μπέρδεμα των δύο αυτών αντιλήψεων γεννήθηκε η ιδέα των καλικαντζάρων.

Για τους καλικαντζάρους συναντάμε διάφορες δοξασίες σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Στην Αγιοπηγή Καρδίτσας,στο Βλαχόπουλο Πυλίας και σε άλλα μέρη πίστευαν πως τα "καλικαντζάρια" κατοικούσαν στον κάτω κόσμο κι όλο το χρόνο τρώγανε το στύλο της Γης για να τη ρίξουν, μα σαν γεννιόταν ο Χριστός δεν προλάβαιναν να τελειώσουν το έργο τους και θυμωμένα ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και έβγαζαν το άχτι τους στους ανθρώπους.

Στην Ικαρία πίστευαν πως οι "καλιτσάντεροι" έρχονταν με καρυδότσεφλα και παλιοκάικα από τη θάλασσα και τις νύχτες του Δωδεκάμερου κατέβαιναν στα σπίτια απ' τα "φουάρα" κι έκαναν κακό στους ανθρώπους, αν τους βρίσκανε μόνους.

Στη Λήμνο,τους καλικάντζαρους τους λέγανε "μπουντούνους" και πίστευαν πως ήταν μικρά ανθρωπάκια με μεγάλες ουρές, στραβά πόδια και μεγάλα αυτιά και δόντια.

Για να προφυλαχτούν οι άνθρωποι από τους "όξ' από δω", χρησιμοποιούσαν κουδούνια και φωτιές. Στη Μυτιλήνη μάλιστα, κρεμούσαν έξω από την πόρτα ένα κομμάτι από παλιό ψαράδικο δίχτυ. Γιατί "ώσπου να λύσουν τους κόμπους λαλούσε ο μαύρος κόκορας και τους έπαιρνε η μέρα".

Ο κόσμος ησύχαζε μόνο σαν έφτανε η παραμονή των Θεοφανίων, που "βαφτίζονταν τα νερά". Μόνο τότε, το βάζανε στα πόδια, φωνάζοντας:

Φεύγετε, να φύγουμε! / Ερχετ' ο ζουρλόπαπας/ με την αγιαστούρα του/ και με τη βρεχτούρα του.

Ρ. Σ.

Πηγές:

Κώστα Καραπατάκη: "Το Δωδεκαήμερο - Παλιά χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα" (Εκδόσεις "Δ. Παπαδήμα")

Δημ. Σ. Λουκάτος: "Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Ανοιξης" (Εκδόσεις "Φιλιππότη")

Στρατής Αλ. Μολινός: "Τα λαογραφικά του Δωδεκάμηνου" (Εκδόσεις "Φιλιππότη")

Μαρία Μιχαήλ Δέδε: "Κάλαντα - Καλήμερα και θρησκευτικά τραγούδια" (Εκδόσεις "Φιλιππότη")


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ