Παρασκευή 1 Γενάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η επίσκεψη της παραμονής

Κοίταξε τον επίγειο άγγελο που ήταν ντυμένος στα λευκά, με το χρυσό φωτοστέφανο που είχε για μαλλιά και ήταν σκυμμένος πάνω του, με τα γαλάζια μάτια του να τον κοιτούν με επαγγελματική καλοσύνη. Φαίνεται ότι και και οι άγγελοι επαγγελματίες είναι...

"Τώρα προσπαθήστε να κοιμηθείτε, η ένεση που σας έκανα θα σας βοηθήσει. Να μη δεχτείτε επισκέψεις φίλων. Ομως ο γιατρός θέλει να ειδοποιήσουμε κάποιον δικό σας".

Ετσι κι αλλιώς κανείς δεν ξέρει ότι είμαι εδώ. Αλλά πες πως το μάθαινε, ποιος θα 'ρχόταν τέτοια μέρα, που ξημέρωνε Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ποιοι θα ήθελαν να προϋπαντήσουν τον καινούριο χρόνο σ' ένα νοσοκομείο της επαρχίας. Κανείς. Τους είχε μάθει πια τους ανθρώπους, τους έμαθε λίγο απότομα. Αργοπόρησε, βέβαια. Τώρα ήξερε ότι όταν είσαι καλά, όταν είσαι γερός, κεφάτος, δυνατός, με το πορτοφόλι γεμάτο και την καρδιά ανοιχτή, πολλοί πιστοί προσέρχοντο και προσεύχοντο για σένα. Ομως, σαν κάτι στράβωνε, κάτι τους ξεβόλευε, κάτι απειλούσε την ηρεμία τους και την ξενοιασιά τους, τότε σε ξεχνούσαν διά μιας. Δεν είχε κανέναν που να τον θεωρεί δικό του. Εκτός, ίσως από μια καλή φίλη... μα τι του χρώσταγε η έρημη να κουβαληθεί εδώ πέρα τέτοια μέρα.... Εκλεισε τα μάτια. Ανησυχούσε και πονούσε παντού. Δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί τι ακριβώς είχε συμβεί. Το χιονόνερο... το φορτηγό, το απότομο και θορυβώδες, αλλά αργοπορημένο φρενάρισμα... Και έπειτα τίποτε. Ποιος τον μετέφερε στο νοσοκομείο; Πόσα πλευρά άραγε έσπασε, τι απέγινε το δεξί του το χέρι, η λεκάνη του, η ωμοπλάτη του, το πόδι. Ηταν αρτιμελής ακόμα άραγε; Θα του έκαναν επέμβαση ή πολλές επεμβάσεις και σε πολλά σημεία του σώματός του. Σε ποια σημεία; Δεν τολμούσε να ρωτήσει. Αύριο, θα τα σκεφτώ όλα αύριο... Μα, θα υπάρξει αύριο αναρωτήθηκε με αγωνία. Εχω μέλλον; Επιθυμούσε με όλη του την ψυχή να έχει, να ζήσει ακόμη πολλά χρόνια και να πεθάνει από φυσικό θάνατο στο κρεβάτι τότε, όταν θα 'ταν γέρος πια. Λευκό βαμβάκι τα μαλλιά του, λιπόσαρκος, χωρίς επιθυμίες, ένα αδύναμο γεροντάκι σα γινόταν, χωρίς πόνο, ε, τότε ας έφευγε. Α-πονος ο θάνατος, πάντα είναι, και άπειρα αδιάφορο το άπειρο για κείνον ήταν... Για όλους ίσως... Το δηλητήριο που του είχε ρίξει στο αίμα ο λευκός άγγελος άρχισε, επιτέλους, να επιδρά. Οχι, πως τελικά θα τον έπαιρνε ο ύπνος, αλλά να, ξαφνικά, μια ευχάριστη ζάλη, μια ζάλη υποδόρια τον διαπέρασε ολόκληρο. Στο σώμα και στο νου. Θάρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου/ θα καθίσουν βαθιά λυπημένες/ φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους, /θα πετούν στην κάμαρα μέσα.../."Οι αγάπες" του Καρυωτάκη εμφανίστηκαν αναπάντεχα, ενώ η νοσοκόμα είχε απαγορεύσει τις επισκέψεις.

Η Ανδρομάχη τον κοίταξε με οίκτο. Ετσι ψηλή όπως ήταν, ίδια με λεύκα ή με θεόρατο κυπαρίσσι, γέμισε το δωμάτιο. "Λυπάμαι που δεν μπορώ να σε λυπηθώ. Σου άξιζε ό,τι έπαθες" είπε μοχθηρά. Μπορεί στο βάθος να χαιρόταν κιόλας. Ποιος ξέρει. Τον πλησίασε, τον περιεργάστηκε σα να ήταν κάποιο αξιοπερίεργο ον, μειδίασε και βγήκε. Από τη μισάνοιχτη πόρτα την είδε να αναμετρείται με την Ερατώ. Η Ερατώ, με το αγέλαστο, σοβαρό πρόσωπο που ερχόταν σε αντίθεση με τη νεαρή ηλικία της, με τη βαριά περπατησιά της δόνησε το χώρο, έσκισε στα δυο τη σιωπή που βασίλευε. Τράνταξε όλο το δωμάτιο, το τράνταξε τόσο, που ο κραδασμός έκανε τον πόνο στα πλευρά ακόμη μεγαλύτερο. Μέσα από τα γυαλιά της του έριξε ένα βλέμμα αδιάφορο και με ευγένεια, φανερά παγερή, ζήτησε συγνώμη: "Με συγχωρείτε μπήκα σε λάθος δωμάτιο", έκανε. Δε με αναγνώρισε καν, σκέφτηκε, στην πραγματικότητα ποτέ της δε με γνώρισε. Τίποτε δεν κατάλαβε. Καθώς, η Ερατώ κατευθυνόταν προς την πόρτα, έπεσε πάνω στην Ιφιγένεια και κόντεψε να τη λιώσει. Η λεπτεπίλεπτη μινιφορούσα, η χαμηλοβλεπούσα, με τη μαύρη κρεπαρισμένη χαίτη των μαλλιών της αμολημένη στους ώμους, η έντονα μακιγιαρισμένη, τρακαρισμένη και ελαφρώς συγκινημένη αυτή κοκέτα γυναίκα, τον πλησίασε. Τον χάιδεψε νοερά με καλοσύνη στο μέτωπο και έπειτα άφησε ένα τάπερ πάνω στο κομοδίνο. Του έστειλε ένα φιλί, σκούπισε ένα ανύπαρκτο δάκρυ, που αν ήταν υπαρκτό θα της χαλούσε το ρίμελ, λέγοντας: "Σου έφερα σουτζουκάκια Σμυρναίικα, θα 'ναι χάλια το φαγητό εδώ φαντάζομαι. Πρέπει να φύγω, το ταξί με περιμένει κάτω... Περαστικά". Ανεβασμένη στο ψηλό, λεπτό τακούνι στιλέτο, διέσχισε το δωμάτιο. Πάντα καλή η καημένη ήρθε με ταξί τόσο δρόμο... Πείνασε. Να έτρωγε τα σουτζουκάκια; Μα τρώγονται τα σουτζουκάκια με καλαμάκι; Αύριο, καθησύχασε το στομάχι του... Αύριο... Θα υπάρξει αύριο; Τα φίδια τον έζωσαν. Οι επισκέψεις συνεχίστηκαν μέχρι αργά. Κάθε στιγμή και μια άλλη παλιά, ξεχασμένη αγάπη, όμορφη πάντα, εμφανιζόταν και του 'λεγε λόγια πικρά και τον ξεφορτωνόταν βιαστικά. Ενιωσε μια μεγάλη θλίψη και μια απέραντη μοναξιά τον περικύκλωσε. Ο Καρυωτάκης του ψιθύρισε: Φθονώ την τύχη σας προνομιούχα πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές. /Κομψά ρόδινα μέλη, πλαστικές γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα/ Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα, γλοιώδη στόματα υποκριτικά, ανυποψίαστα μηδενικά πλάσματα, και γι' αυτό προνομιούχα.
Καλύτερα να μη μας καταλαβαίνουν καθόλου, παρά να μας μισοκαταλαβαίνουν... Και εδώ, στην Πινακοθήκη, παρατηρούσε τους καλεσμένους και δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Ούτε ένας, ούτε μια δεν είχαν ρίξει έστω ένα βλέμμα στους πίνακες. Είχαν δεχτεί την πρόσκληση όχι για τα εκθέματα, αλλά για να εκθέσουν τον εαυτό τους και τα αγαθά τους. Να συγκρίνουν τα μεγέθη, να κρίνουν και βαθμολογήσουν την πορεία τους. Καλά τα είχαν καταφέρει. Οι εκπρόσωποι του διπλωματικού σώματος ήταν οι πλέον ανώδυνοι, σχεδόν γραφικοί είχαν γίνει. Στέκονταν όρθιοι, το Σώμα με το σώμα της γυναίκας τους που ήταν πολυτελώς καλυμμένο, συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων, τη στιγμή που έξω ο άνεμος λυσσομανούσε και ο ουρανός έριχνε απίστευτες ποσότητες νερού. Τι κι αν πνίγονταν μερικοί άνθρωποι... χαράς το πράγμα. Αυτά συμβαίνουν με την πρώτη αθηναϊκή μπόρα. Επιχειρηματίες, μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι, συλλέκτες, διανοούμενοι της συμφοράς και του συρμού, αεριτζήδες με αέρα Λουδοβίκου Καπέτου, την περιτριγύριζαν, τη ζάλιζαν, την αποσπούσαν από εκείνα στα οποία θα ήθελε να συγκεντρωθεί. Ξαφνικά, οι φωνές χαμήλωσαν, έγιναν ψίθυροι, έγιναν ικεσίες, παρακλήσεις. Οι υπουργοί έκαναν την καλλιτεχνική εμφάνισή τους. Αργοπόρησαν. Πολιτικοί άνδρες ήταν, ό,τι ήθελαν έκαναν. Και ο καινούριος χρόνος να μη βιάζεται, να περιμένει... Ο πρώην σύζυγός της και νυν υπουργός Δικαιοσύνης, ο απολίτιστος υπουργός Πολιτισμού, και πλήθος άλλων παρατρεχάμενων έρχονταν να "θαυμάσουν" τα έργα. Να θαυμάσουν και να αποσπάσουν το θαυμασμό των υπηκόων τους. Φύλαρχοι είναι, σκέφτηκε η Ευγενία με φρίκη. Αυτές τις δύσκολες ώρες, που ήταν ώρες απολογισμού, περισυλλογής, αναμονής, υπομονής και προσμονής όφειλε να της περάσει ευπρεπώς και όχι ευτελώς. Ας όψεται ο αρχισυντάκτης που την έστειλε. Τι να πει σε τούτον τον κακόγουστο κύριο με το σκούρο πουκάμισο και τη γραβάτα σε παρεμφερή απόχρωση που κρέμονταν από τον παχύ λαιμό του, λαιμό που στήριζε το κενόδοξο πρόσωπό του. Για το όνομα του Θεού τι στο καλό θα μπορούσε να μοιραστεί με τούτους τους ανθρώπους που ήταν όλοι ντυμένοι ίδια και απαράλλαχτα και έμοιαζαν με μελανοχιτώνες ή τηλεπαρουσιαστές. Αξιοθρήνητοι κάτοικοι του σύγχρονου Αουσβιτς. Φιλοξενούμενοι στο στρατόπεδο της οικονομικής επιτυχίας ήταν. Ολοι οιεπιτυχημένοι της Αθήνας ήταν εκεί. Ανατριχιαστικό το θέαμα. Μύριζε χρήμα και ανοησία. Εκείνη όφειλε να δραπετεύσει και αυτό έκανε. Δεν την ενδιέφερε που ο Γιάννης, ο πρώην, καθυστέρησε να τη χαιρετήσει, ένιωθε ανακούφιση που με δυσκολία έφτανε επιτέλους στην έξοδο. Ο φωτογράφος της εφημερίδας, φορτωμένος με τις μηχανές του ανέβαινε ασθμαίνοντας τα σκαλοπάτια. "Ευγενία μου άργησα; Είχε τόση κίνηση".Την πλημμύρισε μια λύπη για τον συνάδελφο που τσακίστηκε χρονιάρα μέρα για να έρθει να φωτογραφίσει τους απερίγραπτους. "Μην ανησυχείς, είπε, είναι όλοι εδώ. Κανείς δεν αποφάσισε να δραπετεύσει. Δικό τους το γκέτο, δική τους η επιτυχία, δική τους η μωροφιλοδοξία, δικό τους και το Νέο Ετος. Αντε Κώστα, καλή χρονιά να 'χουμε"."Μακάρι. Ευγενούλα μου. Να φανταστείς ότι μέχρι αυτή τη στιγμή έχουμε 145 τροχαία. Πριν φύγω από την εφημερίδα είδα στην τηλεόραση ένα VOLVO, σαν κι εκείνο που έχει εκείνος ο φίλος σου που είχε έρθει τις προάλλες στην εφημερίδα, ξέρεις, ο... πώς τον λένε. Τέλος πάντων, μπήκε κάτω από ένα φορτηγό έξω από τα Γιάννενα. Πάει το αυτοκίνητο. Τι κρίμα."
Ο επίγειος άγγελος ήταν κατηγορηματικός: Να μη δεχτείτε πολλές επισκέψεις είχε διατάξει και του είχε ζητήσει να ειδοποιήσει ένα δικό του άνθρωπο. Ολες αυτές οι κυρίες, που ενώ τον επισκέφτηκαν και έκαναν ότι έφευγαν, γιατί εγκαταστάθηκαν μέσα στο δωμάτιό του; Κάπνιζαν το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο και φλυαρούσαν συνεχώς. Είχαν γίνει φίλες. Περιστασιακές φιλίες, σκέφτηκε, έτσι μόνο και μόνο για να περάσουν την ώρα κατηγορώντας τον για πράγματα που δεν είχε κάνει, για υποσχέσεις που έδωσε, αλλά δεν τήρησε και για άλλες τρομερές πράξεις τις οποίες αγνοούσε. Αγωνιούσε. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του. Τα βλέφαρά του ήταν τόσο βαριά, λες και ήταν βελούδινη αυλαία θεάτρου. Το πρόσωπό της, απέναντί του, έμοιαζε κουρασμένο και γερασμένο, αλλά μια ηρεμία ήταν απλωμένη πάνω του. Ηταν ήρεμη, άρα δεν κινδύνευε άμεσα...

Ηθελε να την παρακαλέσει να διώξει τις επισκέψεις, να ανοίξει το παράθυρο κι ας έκανε κρύο, να του βάλει μια κουβέρτα ακόμη, να τη ρωτήσει ποσό σοβαρή ήταν η κατάστασή του, πότε και πού θα έκανε επεμβάσεις μα δεν τόλμησε.

"Πώς από δω;". Εκείνη χαμογέλασε. Το χαμόγελό της έδιωξε όλες τιςανησυχίες, ο χώρος άδειασε, η μυρωδιά των διαφορετικών αρωμάτων εξατμίστηκε. Η ατμόσφαιρα έγινε φιλική, ζεστή, καθαρή, τρυφερή, ανιδιοτελής. Δεν υπήρχαν κατηγορίες για ελλείψεις και παραλείψεις. Η κούραση εγκατέλειψε το πρόσωπό της, φώτισε το δωμάτιο και έδωσε μια έμμεση απάντηση στα ερωτήματά του.

"Περαστική ήμουν και καθώς ήσουν μόνος είπα να μπω. Εχουμε να ιδωθούμε από πέρσι, το ξέρεις; Θες ναρθείς μαζί μου στην Αθήνα αύριο; Εχει μια εξαιρετική έκθεση στην Πινακοθήκη. Θέλεις;".

"Αν θέλω, λέει...".Προτάσεις ευγενικές, προτάσεις χωρίς όρους...

"Υπό έναν όρο όμως...".Νάτα μας... "Λέγε""Δε θέλω γκρίνια για τον τρόπο που οδηγώ... Υποδείξεις δέχομαι πάντα, βέβαια... Πάω να πληρώσω για να πάρω το εξιτήριο. Καλή χρονιά Βλάση".

Μόνο τότε ο Βλάσης κοιμήθηκε ήρεμα και γλυκά για ένα τέταρτο, ένα ωραίο ύπνο βαθύ που τον διέκοψε με χάρη ο επίγειος άγγελος, ντυμένος πάντα στα λευκά: "Ευτυχισμένος ο καινούριος Χρόνος. Να σας βοηθήσω να ντυθείτε, η αδελφή σας περιμένει κάτω. Δημοσιογράφος δεν είναι;".

"Σχεδόν... Με συγχωρείτε άλλο εννοούσα, αλλού πήγαινε το σχεδόν.. Ευτυχισμένο το 1999. Ευχαριστώ για όλα".

Τιτίνα ΔΑΝΕΛΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ