Κυριακή 8 Αυγούστου 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θερινά σχόλια

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Δέκα μέτρα πιο πέρα είναι η λίμνη. Οι καλαμιές και τα ραγκότσια έχουν αγριέψει για τα καλά, γι' αυτό και η όχθη της λίμνης δε σου δίνει το θάρρος να την πλησιάσεις, όπου σάπια κουφάρια λιμναίων καραβιών, ανόρεκτοι κύκνοι και μικρά φλύαρα παπάκια συνωθούνται, στιγματίζοντας το τοπίο και κραυγάζοντας με ρυθμούς δειλινούς τη γαλήνη ενός ελληνικού κόσμου αυθεντικού. Στη μέση έχουμε στήσει ένα κατάλευκο πλαστικό τραπέζι όπως αυτά που πουλάνε οι τσιγγάνοι σ' όλη την επικράτεια διαλαλώντας το εμπόριό τους στη διαπασών μέσα από μεταλλικούς κρωγμούς μεγαφώνων, ετοιμοθάνατα μοτέρ τογιότα και ντάτσουν, όπως θα λέγαμε Μαριάνθη και Θεοδώρα, Κλεάνθης και Νικηφόρος. Γιατί αυτά τα υπερφορτωμένα φορτηγάκια της νομαδικής εμπορίας των πλαστικών επίπλων των χαρτιών υγείας, των χαλιών, των τσεβρέδων, των λουλουδιών, των καρπουζιών και της φρέσκιας πατάτας, των κρεμμυδιών και των βασιλικών σού δίνουν την εντύπωση ενός εποχούμενου πολιτισμού που αντιστοιχεί σε ονόματα ανθρώπων με φούστες κλαρωτές, γαρίφαλα στ' αυτί και "ψιθύρους καρδιάς" κατά το τηλεοπτικώς λεγόμενον.

Και γύρω από το πλαστικό τραπεζάκι της απαστράπτουσας καλοκαιρινής λευκότητας, οι γνωστές πλαστικές καρέκλες χρώματος επίσης λευκού, μοβ, βαθέος πρασίνου και ερυθρού που τις συναντάει κανείς με ελάχιστες εθνικές διαφορές από την κομψή πλατεία της Σορβόνης και τα μπιστρό του μπουλβάρ Σεν Μισέλ του Παρισιού, μέχρι την πλατεία της Γκεντέχτνις Κίρχε του Βερολίνου και την πλατεία του Λαού της Λαμίας και την καφετέρια Μουλέν Ρουζ των Γιαννιτσών. Κι αυτό όχι, γιατί οι αγοραστές αυτών των πανευρωπαϊκών πλαστικών καθισμάτων αδιαφορούν για τις οικολογικές επιπτώσεις της βιομηχανίας των πλαστικών ούτε γιατί αγνοούν τη φτηνή αισθητική που επιβάλλεται με παρόμοιους ποδαράτους εξοπλισμούς. Αλλά για ένα και μοναδικό λόγο, γιατί οι καρέκλες αυτές έχουν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί με έναν τέτοιο επιτυχή τρόπο, ώστε να αποτελούν τις πλέον ιδεώδεις υποδοχές αρσενικών και θηλυκών οπισθίων, όπου μπορείς και ευκόλως να ονειρεύεσαι και να αναπολείς, να ρεμβάζεις και να μετράς μέρες πυρπολημένων ονείρων και καταδικασμένων ερώτων.

Ετσι και το απόγευμα της 7ης Αυγούστου δίπλα στη Λίμνη της Καστοριάς, στο νότιο τόξο της, καθισμένοι αργόσχολοι και αρειμάνιοι, λόγω της καλοκαιρινής απράκτου ραστώνης, επί των πλαστικών καθισμάτων της αθιγγανικής εμπορίας, καταπιαστήκαμε να σχολιάσουμε ό,τι περνούσε από το μυαλό μας σχετικά με το μέλλον της ταλαιπωρημένης ελληνικής κουλτούρας, χωρίς τα σχόλια αυτά του Αυγούστου να αυθαιρετούν και να υπερβάλλουν. Ηταν σχόλια οδύνης όπως προέρχονταν από τις πρόσφατες εμπειρίες των καλοκαιρινών πανηγύρεων και "φεστιβάλ", που κάθε Κυριακή σχεδόν πραγματοποιούνται στην ηρωική μας ύπαιθρο, στις ορεινές κωμοπόλεις, στις καμπίσιες μικροκοινότητες, που τώρα με τα καποδιστριακά τους ονόματα συναγωνίζονται ποια από αυτές θα δείξει πιο έντονα το μεταλλαγμένο πολιτιστικό της προφίλ. Και βέβαια δε σχολιάσαμε ούτε κλάψαμε για τα χαμένα κλαρίνα ούτε τις παραδοσιακές ψησταριές. Δεν είπαμε ότι μας έλειψε η χαμένη μυρωδιά της γραφικής κοπριάς και των αρρενωπών τράγων, ούτε αναζητήσαμε τις λερωμένες φουστανέλες των χιλιοτραγουδισμένων τσελιγκάδων της Γκόλφως και της Πενταγιώτισσας. Σχολιάσαμε όμως και κλάψαμε ο καθένας κρυφά από τον άλλο για ό,τι ουσιαστικό χάνεται και ξεχνιέται. Για ό,τι σφαδάζει κάτω από την μπόχα των νεοαποικιακών προϊόντων της μουσικής και των χρωμάτων, των γεύσεων και των μηχανικών ερώτων.

Σχολιάσαμε και κλάψαμε πικρά, δίπλα στο νότιο τόξο της λίμνης, για την ουσία της εθνικής μας κουλτούρας που δεν ήταν μόνο ήχος μουσικός και οσμή αγριοβοτάνων, δεν ήταν μόνο λίκνισμα χορευτικό, γλυκό σφύριγμα με τα δύο δάχτυλα σφηνωμένα ανάμεσα σε άπλυτα δόντια γεμάτα από τις ίνες καλοψημένων σφαγίων. Ητανε κάτι πιο μυστικό και πιο κοντά στην αλήθεια. Ητανε λέξεις πιπεράτες, μπουκάλες γεμάτες με άλικο κρασί, μυρωδιές μαζεμένες σε στιλπνές κοριτσίστικες αγκαλιές, τραγούδια να κρέμονται σε ξύλινα περβάζια και αυθεντικές μυρωδιές μέσα σε αυλές, σε μπαλκόνια. Αυτό που χάνεται δεν είναι το μίζερο, το χαμηλό και το ξεπερασμένο. Ισα ίσα, χάνεται το υψηλό και το ανεπανάληπτο, το μοναδικό. Ο,τι σπαράζει όμως τώρα και ό,τι αργοπεθαίνοντας επιδεικνύεται στην πανηγυρίζουσα και "φεστιβαλλόμενη" Ελλάδα δεν είναι πολιτισμός, είναι αποχαιρετισμός, είναι αφορμή για θρηνωδίες της χαμένης δροσιάς και του γκαρδιακού πλούτου!

Αυτό που χάνεται δεν είναι το μίζερο, το χαμηλό και το ξεπερασμένο. Ισα ίσα, χάνεται το υψηλό και το ανεπανάληπτο, το μοναδικό. Ο,τι σπαράζει όμως τώρα και ό,τι αργοπεθαίνοντας επιδεικνύεται στην πανηγυρίζουσα και "φεστιβαλλόμενη" Ελλάδα δεν είναι πολιτισμός, είναι αποχαιρετισμός, είναι αφορμή για θρηνωδίες της χαμένης δροσιάς και του γκαρδιακού πλούτου!


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ