Κυριακή 26 Νοέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΑΛΕΞΗ ΛΟΪΖΟΥ: «Ακλόνητοι»*

«Είναι μερικές φορές η συνείδηση που καίει, σαν κοκκινισμένο σίδερο, που τρώει τα σπλάχνα σου κι είναι έπειτα μια μεγάλη φωτιά που κρατάει αναμένη και σου δείχνει το δρόμο σου, σαν αστέρι τη νύχτα, σα φανάρι μέσα στο πέλαγος. Αυτή τη φωτιά πάνε να τη σβύσουν, να μείνεις κατάμονος, σα βαπόρι που έχασε το τιμόνι του, καταμεσής του πελάγου με φουρτουνιασμένο καιρό. Είναι φορές που η φλόγα αυτή κατεβαίνει και γίνεται σαν το φωτάκι του μικρού καντηλιού, που τρεμοσβύνει και πάει να σβύσει. Μα τότες έρχεται η συνείδηση - πώς τόπα πιο πάνω - και σου ματώνει την καρδιά, σου τρώει σαν γύπας το σκότι και δε σ' αφήνει, δεν αφήνει τη φωτίτσα να σβύσει.

Πάνω σ' αυτό το νησί είχαν απομείνει πολλές αναμένες φωτίτσες και φυσούσε ο άνεμος δυνατός κι αντιμαχόταν με τη συνείδηση. Κι έτρεμαν οι φωτίτσες του καντηλιού που δεν έσβυνε.

Εκείνη τη νύχτα είχαμε μαζευτεί όλοι μες στη σκηνή. Εξω είχε πια πολύ σκοτεινιάσει. Η θάλασσα είχε μαυρίσει και μόνο το κύμα ακουγόταν με τη βοή του ανέμου, που έσκαζε πάνω στα μολυβένια τα βράχια. Ολόκληρη η μέρα είχε περάσει προσμένοντας τη θύελλα που θαρχόταν εκείνο το βράδυ ή τ' άλλο πρωί.

Είχε έρθει ο Μιχάλης περπατώντας πάνω στα δεκανίκια του, γιατί τα σπασμένα του πόδια είχαν κολλήσει χωρίς να μπούνε στο γύψο και δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν στητό. Ο Λευτέρης που έτρεμε σύγκορμος, σαν κάθε τόσο να περνούσε απ' το σώμα του το δυνατό θανατερό ρεύμα, ένα ηλεκτρικό καλώδιο και μόνο ο Πέτρος απ' όλους μας έλειπε, που τον περιμέναμε με αγωνία γιατί ξέραμε πως τον είχαν φωνάξει για τελευταία φορά.

Ο Λευτέρης είχε γείρει στο μουλιασμένο χώμα γιατί τον έτρωγε ο πυρετός και το κεφάλι του Τάσου είχε κρεμάσει μπροστά, γιατί δεν μπορούσε να το σηκώσει και να το κρατήσει ψηλά απ' τα φοβερά χτυπήματα πούχε δεχτεί πίσω στο σβέρκο. Το μπράτσο του Νίκου κρεμόταν σπασμένο μέσα σε μια λουρίδα πανί, κι άσε εκείνους που δεν μπορούσαν ούτε και να σουρθούν για να ρθούνε κοντά μας.

Είχαν μαζευτεί όλοι να κουβεντιάσουμε, να πούμε την άλλη μέρα το ναι και το όχι, και κανένας απ' όλους μας δεν είχε το θάρρος ν' ανοίξει πρώτος το στόμα του, σα να φοβόταν πως αυτό που θάλεγε ήταν τρομαχτικό και απαίσιο, πως θα σηκώνονταν οι υπόλοιποι και εκείνοι που κοίτονταν ακίνητοι, πως θα σηκώνονταν από μέσα απ' τους τάφους, να τον κομματιάσουν.

Ετσι, κανείς δεν τολμούσε ν' ανοίξει το στόμα του κι είχε πια περάσει ώρα πολλή, κόντευε κάπου μεσάνυχτα. Στο μεταξύ η θύελλα είχε ξεσπάσει κι είχε αρχίσει να βρέχει.

Ξαφνικά μέσα στη νύχτα, μια στριγγιά φωνή ακούστηκε, ένα ξεφωνητό παράξενο, ένα γέλιο και έπειτα ένα τρεχαλητό. Οσο κι αν μας ξάφνιασε αυτό, όμως δεν ήταν κάτι καινούργιο. Κάθε νύχτα κάποιος τρελαινόταν κι έβγαινε έξω ξεφωνίζοντας και γελώντας. Μετά ακούστηκε το τρελό του τραγούδι λυπητερό σα νάλεγε αντίο. Κι αμέσως σχεδόν ένας, δυο, τρεις πυροβολισμοί και το γέλιο εκόπηκε στη μέση απότομα και τίποτα δεν ξανακούστηκε έπειτα.

- Τον σκότωσαν! κάποιος ακούστηκε να λέει για πρώτη φορά.

Επειτα η σκηνή άνοιξε για λίγο και φάνηκε ο Πέτρος, που περιμέναμε. Ετσι που τον είδαμε να μπαίνει, παγώσαμε. Νιώσαμε τις τρίχες μας να σηκώνονται όρθιες. Το βλέμμα του ήταν το βλέμμα του τρελού. Απ' όλο του το κορμί έτρεχε αίμα. Οι σάρκες του ήταν σχισμένες, τα ρούχα του κουρελιασμένα. Και μ' όλο το κρύο, παγωμένος ιδρώτας είχε μουσκέψει το βασανισμένο κορμί του. Παραπατούσε και έπεσε με το κεφάλι μέσα στο χώμα. Ο Μιχάλης τον γύρισε και με το μαντίλι τού σκούπισε το πρόσωπο. Μα εκείνος όταν συνήρθε, γύρισε πάλι το πρόσωπό του στο χώμα σα να μην ήθελε να μας αντικρύσει, και τότες ένα αναφυλλητό άρχισε να τον ταράζει σύγκορμο. Και τότες πια καταλάβαμε πως ο Πέτρος είχε λυγίσει.

Η ώρα περπάτησε πολύ μετά τα μεσάνυχτα και κανένας δεν είχε ανοίξει το στόμα του ακόμα, και μόνο ο Πέτρος στεκόταν με το μούτρο στο χώμα μπροστά μας. Και μετά σκεφτόμαστε πως το πρωί μας περίμενε μια καινούργια δοκιμασία. Θα έφερναν στο νησί τους πρώτους "πολιτικούς", θα τους περνούσαν μπροστά μας κι εμείς με το όπλο στηριγμένο στην πλάτη μας θάπρεπε να τους γιουχάρουμε και να τους φτύσουμε. Εμείς, που μαζί τους είχαμε περάσει συντροφικά τόσες νύχτες κι είχαμε μοιράσει συντροφικά το ίδιο κρεβάτι.

Ξαφνικά ο Πέτρος σηκώθηκε. Το πρόσωπό του είχε γαληνέψει σα να είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση. Σηκώθηκε και μας φίλησε όλους και κατόπι κουτσαίνοντας, περπατώντας, άνοιξε τη σκηνή και προχώρησε έξω στη νύχτα. Τον είδαμε να φεύγει. Σκουντουφλούσε και έπεφτε. Σηκωνόταν και προχωρούσε. Απλωνε τα χέρια του σα για να πιαστεί. Δεν τον ξαναείδαμε έπειτα. Το σκοτάδι τον έθαψε. Την άλλη μέρα τα κύματα πέταξαν το τσακισμένο κορμί του πάνω στα βράχια.

Το πρωί η βροχή σταμάτησε, ο άνεμος έπεσε. Φάνηκε μάλιστα μια στιγμή ο ουρανός να ξανοίγει. Κάτι σα μια χρυσή αχτίδα πέρασε μέσα από τα βρώμικα σύνεφα. Πήγαινε να καλοσυνέψει. Κι εμείς ξάγρυπνοι, αγριεμένοι, είχαμε μπει στη γραμμή με τους άλλους και περιμέναμε. Περιμέναμε τους "πολιτικούς" που θα περνούσαν μπροστά μας. Πίσω μας είχανε σταθεί τα αυτόματα. Οι ξιφολόγχες είχαν αρχίσει να τρυπάνε τις σάρκες μας.

Επρεπε η στάση μας να τους τσακίσει, να λυγίσει αυτές τις ψηλόκορμες δρεις, πούχαν σταθεί σ' όλες τις χειμωνιάτικες μπόρες του δάσους αλύγιστες, πούχαν τσακίσει τον άνεμο, στέκοντας ασάλευτες στο βοητό του και τους θυμούς του.

Να καταλάβουν πως τους είχαμε όλοι προδόσει και τότε να σπάσει η καρδιά από λύπη. Να νιώσουν το τσάκισμα που φέρνει ο πόνος της ψυχής και όχι τα βασανιστήρια.

Το πλοίο είχε αράξει και έβγαιναν ένας ένας έξω στην παραλία. Είχε στεγνώσει ο λαιμός μας, τα χείλη μας έκαιγαν. Νιώθαμε μια τρομαχτική αγωνία, όχι για μας, μα για το διπλανό μας, για εκείνους που θα περνούσαν σε λίγο μπροστά μας. Η καρδιά μας χτυπούσε με βία και δυνατά. Στεκόμασταν όλοι μας και όσοι είχαν υπογράψει και εμείς πούχαμε περάσει μια νύχτα παλαίβοντας με τη συνείδηση, κι οι τρελοί που είχαν χάσει το λογικό τους και οι σακάτηδες, και ακόμα ήταν αδειανή η θέση του Πέτρου...

Τώρα πια το μπουλούκι ανηφόριζε. Επλησίαζαν. Φύσαγε ένα δροσερό αυγινό αεράκι. Μπροστά περπατούσε ένας γέροντας με άσπρα μαλλιά και κάτασπρα γένια. Ψηλός, βουνίσιο δεντρί, κρατούσε ένα ραβδί από άγρια ελιά και προχώραγε. Περήφανος, προχωρούσε μπροστά με γυμνωμένο τ' ασπρόμαλλο στήθος του, με τα μαλλιά να ανεμίζουν στο αυγινό αεράκι. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν ο ουρανός γελαστός. Και πίσωθέ του ακολουθούσαν πρόσωπα βασανισμένα, τυραγνισμένα, στεγνά, μα που τα μάτια τους είχαν μια παράξενη γλυκάδα και τρυφερότητα.

Αχ, πώς με κοίταζαν εκείνα τα μάτια! Είχανε φτάσει μπροστά μου και από πίσω μας οι κάνες των τόμιγκαν επίεζαν, είχαν χωθεί στο χώρισμα της πλάτης μας. Και οι ξιφολόγχες είχαν αρχίσει να τρυπάνε το κρέας μας. Μα εμείς εκρατήσαμε. Κι άλλος εδάγκωσε τα χείλια του να μην ξεφωνήσει κι οι περισσότεροι έκλαιγαν, από εκείνους που είχαν υπογράψει. Και οι σακατάτηδες κουνούσαν τα χέρια τους σ' αυτούς που περνούσαν, κι οι τρελοί είχαν ξανάβρει το λογικό τους.

Από πίσω οι ξιφολόγχες ετρύπαγαν, έσταζε αίμα στο χώμα, φωνές, σφυριχτά βούιζαν μέσα στ' αφτιά μας. Και ξέραμε... Μα κανένας δεν επρόγκιξε, και το μόνο π' ακούστηκε ήταν οι φωνές εκείνων που τους εφίμωναν για να μην φωνάζουνε "Ζήτω".

Και μετά... κανείς δεν υπόγραψε.

Αυτό που στην αρχή είπα πως είναι συνείδηση. Πως το φωτάκι δε σβύνει, και κρατάει αναμένο και σου δείχνει το δρόμο, στο φουρτουνιασμένο το πέλαγος».

* Βιογραφικά στοιχεία για τον Αλέξη Λοΐζο δε στάθηκε δυνατόν να βρούμε. Το διήγημα, προφανώς βιωματική μαρτυρία από τη Μακρόνησο, περιλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων «Πεζογράφοι της Αντίστασης», από τις εκδόσεις «Νέα Ελλάδα» (1952).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ