Λίγο - πολύ στη «λογική» αυτού του εξωραϊσμού κινείται το έργο του «σημαντικότερου εκπροσώπου της σύγχρονης σκοτσέζικης δραματουργίας» και διεθνώς εξαγώγιμου Ντέιβιντ Χάροουερ «Το μαυροπούλι», που παρουσιάζεται στο «Απλό Θέατρο», σε μετάφραση Λευτέρη Γιοβανίδη, σκηνοθεσία Βίκης Γεωργιάδη, εύστοχο σκηνικό και κοστούμια της Μαγιού Τρικεριώτη, μουσική Κώστα Ανδρέου, φωτισμούς Μελίνας Μάσχα.
Ο συγγραφέας δεν επαινεί αλλά ούτε καταδικάζει τη σεξουαλική κακοποίηση, ούτε θέλει να δει τα βαθύτερα κοινωνικά αίτιά της και πονηρούτσικα ισομοιράζει την ευθύνη μεταξύ των δύο προσώπων του έργου του. Του θύτη και του θύματος. Του Ρέι, ο οποίος στα 42 χρόνια του βίασε σεξουαλικά ένα 12χρονο κορίτσι που - σύμφωνα με τον αλλοεξομολογητικό διάλογο που συνθέτει ο συγγραφέας - φορτικά παρενοχλούσε σεξουαλικά τον Ρέι, ο οποίος, αφού «χόρτασε» τη μικρή εξαφανίστηκε. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 27χρονο πια θύμα του τον εντοπίζει και μέσα από μια κρίση μίσους και στρεβλωμένου ερωτισμού τον κατηγορεί αλλά και τον διεκδικεί. Κατά τον συγγραφέα, την «παιδοφιλική» πράξη του Ρέι, πριν δεκαπέντε χρόνια προκάλεσε η 12χρονη τότε Ούνα με τις φορτικές ερωτικές παρενοχλήσεις της, όπως και η άλλη μικρή που εισβάλει την ώρα της σύγκρουσής του με το παλιό του θύμα. Χωρίς ίχνος κοινωνιολογικής αναφοράς και ψυχολογικά ρηχό, το έργο σώζεται - όσο σώζεται - μόνο χάρη στην ερμηνευτική προσπάθεια του Δημήτρη Καταλειφού, που εμφανέστατα παλεύει για να του δώσει τουλάχιστον κάποιο ψυχολογικό βάθος και στην αισθαντική Μαρία Καλλιμάνη.