Προχτές που κατέβαινα τη Σταδίου νιώθω ένα χέρι να με τραβάει. Γυρίζω, σχεδόν θυμωμένος, γιατί έτσι που ήμουν βουτηγμένος στις σκέψεις μου, ξαφνιάστηκα. Τι ξαφνιάστηκα, φοβήθηκα σωστότερα. «Συγνώμη, φοβήθηκες;» με ρώτησε. «Φυσικά! Λίγο το 'χεις»; «Το χέρι σου τράβηξα, όχι την τσάντα». «Αυτό θα 'λειψε! Τέλος πάντων, τι θέλεις»; «Καλά, δε με γνώρισες»; «Θα 'πρεπε»; «Δε θα 'πρεπε»; «Ξέρω γω»! «Ο Γιώργος είμαι! Ο Γιώργος ο «τι θα γίνεις»! «Βρε, Γιώργο»!..
Είπαμε τα τυπικά, που λέμε σε παρόμοιες περιπτώσεις. Οτι «είχαμε χαθεί με τους γονείς του», ότι ο «καθένας τρέχει, πού καιρός», αλλά «πάντα ρωτούσα», όμως «αλλάξατε γειτονιά, αλλάξατε και τηλέφωνο», και φτάσαμε στο σήμερα: «καλά είναι οι δικοί σου»; «Καλά»! «Εσύ καλά είσαι»; «Καλά»! «Αλήθεια, τι "έγινες" Γιώργο»; Δε βιάστηκε να μου απαντήσει. Πρώτα κοίταξε μυστήρια γύρω του, ύστερα κοίταξε δύσπιστα εμένα, μετά ξανά γύρω του και, τέλος, κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου: σωματοφύλακας(!) μου λέει με το ίδιο ύφος, που μου απαντούσε όταν ήταν παιδί.
«Ρε, Γιώργο, μεγάλωσες, πια, συνεχίζεις τις πλάκες»; «Δεν κάνω πλάκα, σωματοφύλακας, αλήθεια»! «Και ποιον φυλάς, για να έχουμε καλό ερώτημα»; Δεν απάντησε. Εδειξε να προβληματίζεται. «Ποιον φυλάς, ρε;» του λέω. «Τώρα, πια, κανέναν. Δε διάβασες»; «Τι να διαβάσω, εξηγήσου, να πάρει ο διάολος». Με πιάνει αγκαζέ και με πάει στην άκρη. «Εδώ είναι καλύτερα για να μην εμποδίζουμε» μου λέει. «Ρε, ποιον φυλάς, ποιον φύλαγες τέλος πάντων;» ξαναρωτάω πνιγμένος στην περιέργεια. «Τον νονό που σκότωσαν». «Ποιον απ' τους δυο»; «Δε θα σου πω, έναν απ' τους δυο. Τώρα είμαι χωρίς δουλιά»! «Να πας σε έναν άλλον». «Δε γίνεται, δε διάβασες»; «Γιατί δε γίνεται; Τι να διαβάσω»;
«Καλά είσαι τελείως άσχετος»; φωνάζει νευριασμένα. «Εύκολο είναι να φυλάξεις πλούσιο; Βιομήχανο, ας πούμε. Ανθρωπο που πουλάει σάπια κρέατα; Εφοπλιστή που βουλιάζει καράβια; Μεγαλοδικηγόρο που "σκεπάζει" κομπίνες; Μεσολαβητή σε αγοραπωλησίες όπλων; Εύκολο είναι να φυλάξεις άνθρωπο, που κλείνει δουλιές με πετρέλαια; Μιλάμε για δισεκατομμύρια, τι να πάρει ο νονός; Ψίχουλα παίρνει! Ψίχουλα παίρνει και ψίχουλα δίνει! Για να είσαι σωματοφύλακας σε τέτοιο κελεπούρι πρέπει να έχεις τελειώσει το "Χάρβαρντ". Να έχεις λάβει μέρος τουλάχιστον σε ένα πραξικόπημα, να έχεις πάρει μέρος σε μια απόπειρα δολοφονίας κατά του Κάστρο, να έχεις κάνει Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή, να ήσουν έμμισθος σε κάποια επίσημη μυστική υπηρεσία, δε σε δέχονται έτσι! Οι περισσότεροι σωματοφύλακες αυτών των ανθρώπων είναι ξένοι! Εμείς και οι αστυφύλακες φυλάμε τις γυναίκες και τα παιδιά. Θελήματα κάνουμε. Αλλος σκάβει τον κήπο, άλλος πάει στο σούπερ μάρκετ, άλλος τα σκυλιά βόλτα. Είμαι βαθιά απογοητευμένος, σου λέω»!
«Ενώ με το νονό;» του λέω για να τον πειράξω! «Με το νονό δουλεύεις στη δουλιά σου, καημένε! Γράψε, σε παρακαλώ, κάτι. Γράψε ένα άρθρο, για τον Πολύδωρα. Εμείς τη νύχτα θέλουμε, τα υπόλοιπα δικά του. Εμείς τους νονούς, και αυτός τους μεγάλους»!