Κυριακή 7 Οχτώβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Το καροτσάκι

Τρέχω ανεμίζοντας το ενδειχτικό μου που είναι με έξι, δηλαδή άριστα. Τελείωσα πια την τετάρτη δημοτικού και πάω στην πέμπτη. Οπως περνώ απ' την πλατεία, με φωνάζουνε από το καφενείο:

-- Για έλα δω, Ξάνθο, να δούμε με τι το πήρες! Α, μπράβο, με άριστα! Τότε θα ξέρεις να μας πεις, τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιόνα είχανε πατέρα.

Ντράπηκα. Πήρα το ενδειχτικό κι έφυγα χωρίς να μάθω ποιος ήτανε ο πατέρας αυτών των παιδιών.

Λίγο πιο κάτω ένας μαραγκός έχει στήσει το εργαστήρι του. Κάνω κι εδώ μια στάση. Μ' αρέσει αυτή η τέχνη. Κι ακόμα, η μυρουδιά του ξύλου, το ροκανίδι που βγαίνει όλο μπούκλες όπως πλανίζει. Τον παρακολουθώ πώς δουλεύει. Πώς κόβει τα ξύλα, πώς τα μαστορεύει, πώς τα ταιριάζει και φτιάχνει τα έργα του. Τραπέζια, σκαμνάκια, ντουλάπια, απλά έπιπλα για τους χωριανούς. Με προσέχει κι αυτός.

-- Σ' αρέσει η δουλιά μου;

-- Μ' αρέσει.

-- Να, πάρε απ' αυτά τα ξύλα - αποκόμματα είναι - και φτιάξε ό,τι θέλεις. Μόνο πρόσεξε τα εργαλεία, μην κοπείς. Εντάξει;

-- ...

-- Καλά, άμα τελειώσεις το σχολείο, έλα να σου μάθω, να γίνεις βοηθός μου. Μα δε μου λες, πήρες, βλέπω το ενδειχτικό σου, ο βαθμός καλός;

-- Ναι, πήρα άριστα.

-- Ε, τότε εσύ δεν είσαι γι' αυτή τη δουλιά. Να μάθεις γράμματα. Μη βλέπεις εμένα, εγώ δεν τα 'παιρνα, και με βάλανε στην τέχνη.

Ομως εμένα μου άρεσε αυτή η δουλιά. Κι είχα και μια μανία: να φτιάξω ένα καρότσι. Του ζητώ λίγα σανιδάκια και μου τα δίνει. Στο σπίτι έχω και κάτι άλλα. Πριονίζω, καρφώνω, ματώνω. Στο τέλος σκαρώνω κάτι που μοιάζει με καρότσι.

Παίρνω τον πατέρα και πάμε στο σιδερά. Αυτός ψάχνει σε κάτι σαβούρες, βρίσκει δυο ρόδες, λίγο παράταιρες είναι η αλήθεια, και τις κοτσάρει από κάτω. Μ' ένα χοντρό πινέλο της μητέρας φτιάχνω μπροστά έναν ωραίο δικέφαλο αετό - «Τι τέρας είν' αυτό!», λέει η μάνα μου - και στα πλάγια γράφω ΑΕΚ. Επειτα, ό,τι απομεινάρια από μπογιές βρήκα στην αποθήκη τα παίρνω και το βάφω, αλλού κόκκινο, αλλού πράσινο, να γίνει παρδαλό. Μετά, το στολίζω με κάμποσα καπάκια μπίρας που είχα, όλα χρυσά και φιγουράτα. Σίγουρα, τέτοιο καρότσι δεν υπάρχει σ' όλο το χωριό.

Εμένα τώρα τ' άλλα τα παιδιά με καλοτυχίζουνε. Κουβαλάω εύκολα το νερό απ' το πηγάδι. Πάνε πια οι στάμνες κι οι κουβάδες με το στειλιάρι στην πλάτη. Φορτώνω ξύλα, τσαλιά και κουκουνάρες στο δάσος - με μια κουκουνάρα η μάνα μου ψήνει τον καφέ της. Χωράει πολλά πράματα το καροτσάκι μου. Ακόμα και την αδερφή μου βάζω μέσα. Τότε γίνεται αυτοκίνητο αγωνιστικό. Τρέχω με εκατόν πενήντα χιλιόμετρα την ώρα, παίρνω απότομες στροφές, γκρρρ, μουγκρίζει η μηχανή, μπιπ, μπιπ το κλάξον κι όλοι να θαυμάζουνε, ώσπου η Αρτεμη βάζει τις φωνές και τις τσιρίδες:

-- Σταμάτααα! φτάνειειει! σταμάτααα!

Αλλοτε πάλι το βλέπω να βγάζει ξάρτια και πανιά και να μπαίνει στη θάλασσα. Είναι η σκούνα που σαλπάρει για τα Στούρα. Οι ναύτες σηκώνουν με πολύ κόπο τις άγκυρες με τις βαριές καδένες. Ο καπετάνιος μου δίνει το τιμόνι. Ξέρει ότι μπορώ να κουμαντάρω το καράβι. Και το πάω μέχρι τα Στούρα, το Μαρμάρι, ακόμα και στην Κάρυστο!

Κι όταν πέρασε πάνω απ' τα κεφάλια μας, στο χωριό, εκείνο το «Τσέπελιν», το πελώριο αερόπλοιο, τόσο χαμηλά που ξεχωρίζαμε στα παράθυρα και τους επιβάτες, ενώ σιγά - σιγά ξεμάκρυνε, έγινε σαν πεπονάκι, και κρύφτηκε πίσω απ' την Πεντέλη, τότε - αλήθεια σας λέω! - βλέπω και το καροτσάκι μου να ξεκολλά απ' τη γη. Δεν αργώ, πηδώ κι εγώ μέσα, ανεβαίνω ψηλά, και τι βλέπουνε τα μάτια μου! Το σπίτι μας να μοιάζει με κοτέτσι, η γαϊδούρα του Ανέστη έγινε μικρή σαν γάτα κι οι γάτες σαν ποντίκια! Λέω, θα το πάω στην Αθήνα, την πολιτεία που ονειρεύομαι να δω, κι ο πατέρας όλο το αναβάλλει να με πάρει μαζί του. Να αντικρίσω τους αρχαίους ναούς και τ' αγάλματα. Τα τραμ και τους σιδερόδρομους. Κι ακόμα, το στάδιο που είναι - για φανταστείτε - όλο από κάτασπρο μάρμαρο χτισμένο! Και να 'ναι, λέει, γεμάτο κόσμο γιατί γίνονται οι βαλκανικοί αγώνες. Να τρέχουνε, να πηδάνε οι αθλητές, να ρίχνουνε το ακόντιο και το δίσκο, και να 'ρχονται πρώτοι οι Ελληνες, και πρώτοι απ' όλους ο Μάντικας κι ο Σύλλας! Ο κόσμος να ξεφωνίζει από χαρά και να πετά ψηλά τα καπέλα του! Κι εγώ να τα βλέπω όλ' αυτά για να τα διηγηθώ αργότερα, με όλα τα καθέκαστα, στα παιδιά, στο χωριό...

Ελα όμως που με τόσα δρομολόγια σε θάλασσα, γη και ουρανό, το καροτσάκι του Ξάνθου σαραβαλιάστηκε. Κι ο Ευδαίμονας με την Αρσινόη σκεφτήκανε να του φτιάξουνε ένα καινούργιο, στο μαραγκό. Εγινε πιο ευρύχωρο, από γερές πλανισμένες σανίδες κι έχει μεγάλες ρόδες.

-- Κοίταξε, μην το πασαλείψεις κι αυτό, του λέει η μητέρα του.

Οταν το 'πιασε, ο Ξάνθος, είδε ότι είναι πολύ βαρύ για τα χέρια του κι ούτε θυμίζει καθόλου το φιγουράτο, το μοναδικό του καροτσάκι. Και το χειρότερο, τούτο το καρότσι, αν και μεγαλύτερο, δεν έχει θέση για όνειρα.

Προτιμά το σαραβαλάκι, κι ας του φεύγει πότε η μια ρόδα και πότε η άλλη.

Αυτός θα το μερεμετίζει.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ