Ετσι, λοιπόν, δε χρειάζεται ν' αναρωτηθεί κανείς πολύ, για να διαπιστώσει πως και η δημόσια επιβράβευση για τις αξιοθαύμαστες επιδόσεις σε κάποιον τομέα, ή για την προσφορά στην ανθρωπότητα γεννιέται από συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες ώστε να τις υπηρετήσει, ενώ σπάνια σχετίζεται με ουσιαστικά δεδομένα ή με την πραγματική αξία του εκάστοτε υποψηφίου για κάποια διάκριση.
Συχνά οι διάφορες εκδηλώσεις (καλλιτεχνικοί διαγωνισμοί, βραβεύσεις δημοσίων προσώπων κ.τ.λ.) αποτελούν περίτρανη απόδειξη για τα παραπάνω. Υπάρχουν για να προβάλλουν τα παρακμιακά πολιτιστικά πρότυπα της μόδας σε βάρος οποιασδήποτε υγιούς πρότασης, και για να ωραιοποιούν τις κατευθύνσεις που επιλέγονται από το εκφυλισμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα στο οποίο ζούμε.
Εδώ θα σταθούμε ξεχωριστά σε έναν κατ' εξοχήν πολιτικό θεσμό, ο οποίος πολύ κακώς θεωρείται απαλλαγμένος από πολιτικές σκοπιμότητες και διαφοροποιήσεις, αυτόν του βραβείου Νόμπελ, του βραβείου που δίδεται «χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής ή πολιτικής τοποθέτησης στις πέντε προσωπικότητες που προσέφεραν τη μεγαλύτερη υπηρεσία στην ανθρωπότητα κατά το έτος που πέρασε». Βέβαια, τα βραβεία που επηρεάζονται περισσότερο από την πολιτική είναι αυτά της Ειρήνης και της Λογοτεχνίας, αν και δε λείπουν οι «συζητήσιμες» περιπτώσεις και στα άλλα βραβεία (Ιατρικής, Φυσικής, Χημείας) παρά τον περισσότερο αντικειμενικό τους χαρακτήρα.
Είναι ολοφάνερο πως πολλές σπουδαίες λογοτεχνικές προσωπικότητες που προσέφεραν πράγματι πολλά στον κόσμο μέσω του έργου τους, παραμερίστηκαν από μετριότητες εξ αιτίας της πολιτικής και κοινωνικής τους «ιδιαιτερότητας».
Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, παρά την ιδεολογική του αστάθεια είχε αρκετά ανατρεπτικά και επαναστατικά ξεσπάσματα, τα οποία παρά τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα τους στάθηκαν αρκετά για να του στερήσουν το Νόμπελ για το οποίο είχε πολλές φορές προταθεί, ιδίως μετά τον πόλεμο.
Ο Γιάννης Ρίτσος, επίσης, δεν τιμήθηκε ποτέ με το βραβείο αυτό, παρά την παγκόσμια αναγνώριση του έργου του το οποίο είχε βραβευτεί πολλές φορές σε διεθνές επίπεδο (Διεθνές βραβείο ποίησης, Βραβείο «Λένιν» κ.ά.). Ο σαφής πολιτικός και ταξικός προσανατολισμός της ποίησής του ήταν στοιχεία πιο ισχυρά από τις πολλές προτάσεις που επίσης είχαν γίνει μεταπολεμικά για τη βράβευση του έργου του.
Δρόμο παράλληλο πορεύεται κι ένας άλλος κορυφαίος ποιητής, ο Αγγελος Σικελιανός ο οποίος «πλήρωσε» τη συμμετοχή του στο ΕΑΜ και στους λαϊκούς αγώνες της εποχής, αφού όταν προτάθηκε για το Νόμπελ το 1952, η ελληνική κυβέρνηση έστειλε τον δοσίλογο και κατοπινό εκδότη του περιοδικού «Ελληνική Δημιουργία» Σπύρο Μελά, στη Στοκχόλμη, για να ματαιώσει την υποψηφιότητά του.
Αυτοί και πολλοί άλλοι λογοτέχνες με αναμφισβήτητη αξία και προσφορά, όπως ο Βλ. Μαγιακόφσκι, ο Η. Ερεμπουργκ, ο Μ.Γκόρκι, ο Ν. Χικμέτ κ.ά. δεν τιμήθηκαν ποτέ με το εν λόγω βραβείο εξ αιτίας της πολιτικής τους τοποθέτησης η οποία δεν ήταν δυνατό να επιβραβευτεί, ιδίως σε περιόδους έντονων ιδεολογικών ζυμώσεων και ταξικών συγκρούσεων.
Ενα άλλο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό του Τούρκου συγγραφέα Ορχάν Παμούκ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2006) στο έργο του οποίου, αν εξαιρέσει κανείς τις τυποποιημένες δημοκρατικές αναφορές, αυτό που απομένει είναι μια καμουφλαρισμένη κολακεία υπέρ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του κοσμοπολιτισμού.
Τέλος, δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις λογοτεχνών πολύ μικρότερης ολκής, οι οποίοι ωστόσο βραβεύτηκαν, ενισχύοντας έτσι τον διάτρητο χαρακτήρα του θεσμού (Π. Λάγκερβιστ, Χ.Κ. Λάξνες κ.ά.)
Η λεπτομέρεια αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού ακόμα και σε περιόδους που δρούσαν και έγραφαν πολλοί από τους «χαρακτηρισμένους» συγγραφείς που αναφέραμε, το βραβείο δινόταν σε οποιονδήποτε άλλο, ανεξάρτητα από την αξία του.
Κλείνοντας, πρέπει να τονίσουμε πως θα ήταν εντελώς λανθασμένο να ισχυριστεί κανείς πως και στα 107 χρόνια ζωής των βραβείων γίνονται οι ίδιες ελεγχόμενες επιλογές. Υπήρξαν και περιπτώσεις απολύτως δικαιολογημένων βραβεύσεων (Ρ. Ταγκόρ, Α. Καμί, Τζ. Στάινμπεκ, Μ. Σόλοχοφ, Π. Νερούντα, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Χάρολντ Πίντερ για τη λογοτεχνία, Α. Σβάιτσερ για την Ειρήνη κ.ά.).