Κυριακή 11 Μάη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Τι δεν έκανα
Το φιλί

Παπαγεωργίου Βασίλης

Είμαστε μια μεγάλη συντροφιά απ' τη σχολή, τότε στα χρόνια τα παλιά, σε μια εκδρομή στην Πεντέλη. Μέσα σε καταχνιές τρέχαμε, παιζογελούσαμε, τραγουδούσαμε. Κιθάρες, φυσαρμόνικες... Κατά το σούρουπο η κούραση βάρυνε τα μέλη μας. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς την Κηφισιά. Μείναμε μόνοι πίσω - πίσω εγώ και μια κοπέλα. Η πιο όμορφη της Σχολής, μπορώ να πω. Εκείνη η μοναξιά, η καταχνιά που δεν έβλεπες λίγο πιο πέρα, μας έκαναν να νιώθουμε πως βρισκόμαστε σ' έναν κόσμο εντελώς δικό μας. Κάτι το ονειρεμένο. Παραπάτησε και την έπιασα. Τραβώ το χέρι μου και δεν τ' αφήνει. Ξαφνικά μου λέει «φίλησέ με». Τόσο απλά.

Εγώ την αγκάλιασα τρυφερά, της χάιδεψα τα μαλλιά και της έδωσα μερικά ανεπαίσθητα φιλιά στα μάγουλα, στα χείλη.

Κι όμως, δεν το έκανα.

Ο χασοδίκης

Είμαι εγώ και ο δικηγόρος μου στα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων. Βρισκόμαστε στο κυλικείο και περιμένουμε τη σειρά μας, ώσπου να μας καλέσει ο πρόεδρος. Ο δικηγόρος μου είδε τον πίνακα.

-- Εχουμε μισή ώρα καιρό, μου είπε, και συνέχισε:

-- Δεν παίζουμε και κανένα ταβλάκι να περάσει η ώρα;

Του απάντησα ότι στα δικαστήρια δεν πρέπει να υπάρχουν τάβλια, κι ούτε εγώ έχω καμιά διάθεση για παιχνίδι, τη στιγμή που από τη δίκη αυτή περιμένω να δικαιωθώ σε θέμα οικονομικής φύσης, δηλαδή κάποιοι μου κατακρατούν χρήματα που μου οφείλουν.

Πέρασε μισή ώρα και παρουσιαζόμαστε στον πρόεδρο.

-- Πού είστε εσείς τόσην ώρα; Δε μ' ακούγατε που φώναζα;

Κοιτάω το δικηγόρο, με κοιτάει κι αυτός μ' ένα βλέμμα απλανές.

-- Θα φτάσουμε μέχρι τον Αρειο Πάγο, μου λέει.

Εγώ τώρα, τι έπρεπε να κάνω; Δεν έπρεπε να του χώσω το καπέλο μέχρι τ' αφτιά και να του πω, καλή αντάμωση στον Αρειο Πάγο;

Και όμως, δεν το έκανα.

Ο μόδιστρος

Εγώ, που με βλέπετε, είμαι μόδιστγος. Δεν είμαι όποιος κι όποιος. Σπούδασα στο Μιλάνο και στο Παγίσι. Από δουλειές καλά, ντύνω όλο το Κολωνάκι, κι έτσι, άνετα, μπογώ να κάνω και το χόμπι μου, δηλαδή το ψάγεμα. Ξεκίνησα και σήμερα πγωί - πγωί, μα δεν έπιασα ούτε λέπι. Ευτυχώς όμως, βγήκα κάμποσους αχινούς, μεγάλους και αβγωμένους. Είναι τόσο διακοσμητικοί που τους έβαλα σ' ένα μικγό τγαπεζάκι, καταμεσής στο ατελιέ μου.

Κάποια στιγμή μπαίνει στο ατελιέ μου ένας κύγιος πολύ παλιομοδίτικος. Αφού μου συστήθηκε, μου λέει:

-- Ξέρετε, εγώ είμαι ευπατρίδης και θέλω να ντυθώ αναλόγως. Εχω να σας πω πως όλοι οι ευπατρίδαι ντύνονται με τα ακριβότερα υφάσματα, και το ράψιμο γίνεται κατά παραγγελίαν. Θα ήθελα να μου ράψετε κάτι που να ταιριάζει στην προσωπικότητά μου, δηλαδή κοστούμι, γραβάτα και λοιπά αξεσουάρ.

-- Μάλιστα, του λέω εγώ, Πεγάστε σε τγεις μέγες να τα παγαλάβετε.

Εγώ σκέφθηκα να τον εκσυχγονίσω και του γάβω ένα ωγαίο κατακόκκινο πουκάμισο. Επίσης, του έγαψα πανταλόνι και μπουφάν μπλου - τζιν.

Εγχεται τη μέγα που είπαμε και του παγουσιάζω τις δημιουγίες μου.

Αυτός χωγίς άλλη κουβέντα αγπάζει το πουκάμισο και το σκίζει.

Εγώ τότε, τι έπγεπε να κάνω;

Δεν έπγεπε να τον κάτσω στους αχινούς;

Και όμως, δεν το έκανα.


Του
Γιάννη ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ