Οι ανορεξικοί, παρότι εξόφθαλμα κάτισχνοι, θεωρούν τον εαυτό τους παχύ. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι νιώθουν μεγαλύτερη εγρήγορση και ευεξία, όταν νηστεύουν. Με άλλα λόγια θεωρούν ότι η πείνα αυξάνει το ρυθμό του μεταβολισμού τους, σε αντίθεση με την επιβράδυνση του μεταβολισμού που συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων κατά τη διάρκεια μιας νηστείας.
Οι μελέτες που έγιναν τα τελευταία χρόνια, για να εντοπιστούν διαφορές στη λειτουργία του εγκεφάλου των ανορεξικών, στοιχειοθετούν μια νέα εικόνα για τη νευρική ανορεξία, ως μια πολύπλευρη ψυχική ασθένεια, της οποίας οι συνέπειες εκτείνονται πολύ πέρα από την όρεξη. Η ασθένεια αυτή συνοδεύεται από διαταραχές στο «κύκλωμα ανταμοιβής» του εγκεφάλου, που ίσως οδηγούν σε γενική ανικανότητα να νιώθει κανείς ευχαρίστηση από τις χαρές της ζωής, είτε πρόκειται για το φαγητό, το σεξ ή κάποια σημαντική επιτυχία στη ζωή. Με αυτή την έννοια, η νευρική ανορεξία εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά με τον εθισμό σε ναρκωτικά, όπου στη θέση της ναρκωτικής ουσίας είναι η ίδια η αποστέρηση.
Οι περισσότεροι άνθρωποι αποστρέφονται τη δίαιτα. Και οι ανορεξικοί νιώθουν λιγούρα όταν υποσιτίζονται. Ομως βρίσκουν τρόπους για να την ξεπεράσουν. Η λιγοφαγία γίνεται γι' αυτούς το απόλυτο επίτευγμα, ένα «φτιάξιμο» το οποίο μαθαίνουν να λαχταρούν. Σχεδόν κάθε ψυχοτρόπο φάρμακο επηρεάζει το «κύκλωμα ανταπόδοσης» του εγκεφάλου, συνήθως αυξάνοντας τη συγκέντρωση ενός νευροδιαβιβαστή, που λέγεται ντοπαμίνη. Η απελευθέρωση ντοπαμίνης δημιουργεί μια αίσθηση ευεξίας, το «ανέβασμα» που νιώθουν οι τοξικομανείς. Μερικές από τις ψυχοτρόπους ουσίες, όπως το «Εκσταση» έχουν την επιπλέον ιδιότητα να μειώνουν την όρεξη, ένδειξη ότι η αποφυγή του φαγητού ίσως σχετίζεται με αντικανονική λειτουργία στο σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου.
Σε πειράματα με ποντίκια το 2007 διαπιστώθηκε ότι όταν τους χορηγήθηκε «Εκσταση» στην κατάλληλη περιοχή του εγκεφάλου, άρχισαν να συμπεριφέρονται ανορεξικά. Από το φαγητό που τους προσφέρθηκε δεν έφαγαν πολύ και όταν αφαιρέθηκε δεν έκαναν τίποτα σε αναζήτησή του. Το «Εκσταση» κατέπνιξε την όρεξη των τρωκτικών, ενεργοποιώντας τους υποδοχείς του νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη. Ως αποτέλεσμα αυξήθηκε η παραγωγή ενός άλλου νευροδιαβιβαστή, του CART, που σχετίζεται με τον εθισμό και είναι ακριβώς αυτός που τελικά περιόρισε το ενδιαφέρον των ποντικών για φαγητό.
Πρόκειται για μηχανισμό που συνδέει την ενεργοποίηση του κυκλώματος ανταμοιβής του εγκεφάλου με την έλλειψη όρεξης. Αν τα δύο φαινόμενα εκδηλωθούν ταυτόχρονα, μπορεί το άτομο που τα βιώνει να συνδέσει την έλλειψη φαγητού με την ευχαρίστηση. Ετσι, μπορεί να εθιστεί στην ίδια την πείνα.
Σε ομάδα 16 ανορεξικών που ξεπέρασαν το πρόβλημα και 16 γυναικών που πάντοτε έτρωγαν κανονικά δόθηκαν δείγματα νερού και ζαχαρόνερου και τους ζητήθηκε να αναφέρουν πότε ευχαριστιούνταν το ποτό. Την ίδια ώρα, οι επιστήμονες παρακολουθούσαν τη δραστηριότητα στον εγκέφαλό τους με τη βοήθεια τομογράφου μαγνητικού συντονισμού. Διαπιστώθηκε ότι στις μη ανορεξικές γυναίκες άρεσε περισσότερο το ζαχαρόνερο και η ευχάριστη γλυκιά αίσθηση ενεργοποιούσε το κέντρο γεύσης του εγκεφάλου τους. Αντίθετα, οι γυναίκες με ιστορικό ανορεξίας αντέδρασαν με λιγότερο ενθουσιασμό στο ζαχαρόνερο και αυτό καταγράφηκε και στη δραστηριότητα του κέντρου γεύσης του εγκεφάλου τους, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι αυτές οι γυναίκες δεν είχαν την ικανότητα να εκτιμούν πλήρως τις ωραίες γεύσεις.
Οι ανορεξικοί εμφανίζουν ομοιότητες σε ορισμένες πλευρές της προσωπικότητάς τους. Το 80% έως 90% είναι χρόνια αγχωτικοί (και πριν εκδηλώσουν ανορεξία) και επιδεικνύουν τελειομανία, που χαρακτηρίζεται από την ανάγκη να αποφύγουν λάθη και αρνητικές συνέπειες (όπως η αύξηση του βάρους). Παράλληλα, συνήθως είναι άνθρωποι που εστιάζουν στην επίτευξη στόχων. Αυτά τα χαρακτηριστικά ευνοούν την ανάπτυξη υπερβολικής ανησυχίας για την ανταπόκριση στα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα που επιβάλλουν πολύ λεπτή σιλουέτα.
Η ζωή ενός ανορεξικού περιστρέφεται γύρω από «τελετουργικά» που αποσκοπούν περισσότερο στην αποφυγή αρνητικών συναισθημάτων, όπως το έντονο άγχος ή η ενόχληση για τον αρνητικό κοινωνικό σχολιασμό. Από αυτήν την άποψη η ανορεξία δε σχετίζεται με την υπερβολική δίαιτα, όσο με την προσπάθεια να ανταποκριθεί κανείς σε αφόρητες συναισθηματικές πιέσεις. Η ζωή για τους ανορεξικούς δεν είναι ποτέ ευχάριστη.
Αν και ακόμα δεν υπάρχουν οριστικά συμπεράσματα, φαίνεται ότι η νευρική ανορεξία σχετίζεται ως ένα βαθμό με τα γονίδια που κωδικοποιούν τους υποδοχείς της σεροτονίνης, της ντοπαμίνης και μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται νευροτροφικός παράγοντας. Αλλά τα γονίδια απέχουν πολύ από το να εξηγούν την ανορεξία. Αναλύσεις του DNA ομοζυγωτικών διδύμων έδειξαν ότι οι γενετικές διαφορές μπορούν κατά μέγιστο να εξηγήσουν το 50% της ευπάθειας ενός ανθρώπου απέναντι στην ανορεξία. Το περιβάλλον, πέρα από τα γονίδια, έχει τεράστια επίδραση στον εγκέφαλο.
Η εφηβεία, ένα πολύπλοκο στάδιο ωρίμανσης, είναι από τους κυριότερους παράγοντες εκδήλωσης της ανορεξίας. Το 40% των ανορεξικών γυναικών εκδηλώνουν την πάθηση μεταξύ 15 και 19 ετών. Μελέτες έδειξαν ότι σε δίδυμα κορίτσια σχεδόν ποτέ δεν εκδηλώνεται ανορεξία πριν την εμφάνιση περιόδου. Σύμφωνα με μια ανεπιβεβαίωτη ακόμα θεωρία, τα οιστρογόνα πυροδοτούν την έκφραση των γονιδίων που σχετίζονται με την ανορεξία.
Ομως οι ορμόνες ίσως παίζουν ρόλο στην ανορεξία πολύ πριν την εφηβεία. Σε έρευνα με 582 δίδυμους 18 - 29 ετών διαπιστώθηκε ότι οι δίδυμες με αδερφό είχαν καλύτερη στάση απέναντι στο φαγητό σε σχέση με τις δίδυμες με αδερφή. Τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες, το πρόβλημα των διαταραχών στη διατροφή ήταν λιγότερο έντονο αν ο δίδυμός τους ήταν αγόρι. Τις χειρότερες συνήθειες διατροφής είχαν οι δίδυμες αδελφές, ακολουθούσαν οι δίδυμες με αδερφούς, οι δίδυμοι άντρες με αδερφές και την καλύτερη διατροφή είχαν τα αρσενικά δίδυμα. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, ενδέχεται η τεστοστερόνη που παράγει ένας δίδυμος αδερφός μέσα στη μήτρα να προστατεύει τη δίδυμη αδερφή του από διαταραχές της διατροφής. Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς ότι είναι τα σαφώς πιο χαλαρά κοινωνικά διατροφικά πρότυπα για τους άντρες, που επηρεάζουν θετικά τις δίδυμες αδελφές τους, όχι στη μήτρα, αλλά καθώς μεγαλώνουν μαζί στο ίδιο σπίτι.
Επειδή σε πειράματα που είχαν γίνει ήδη από το 1944 αποδείχτηκε ότι τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες η μακροχρόνια στέρηση φαγητού μπορεί να δημιουργήσει ανορεκτική συμπεριφορά, οι γιατροί συνιστούν στους προπονητές και τους γυμναστές να προσέχουν ιδιαίτερα όταν κανονίζουν τη διατροφή των νέων αθλητών και κυρίως των αθλητριών, περνώντας τους το μήνυμα ότι το λειψό φαγητό οδηγεί σε χαμηλότερες επιδόσεις και σε επικίνδυνο εθισμό στον υποσιτισμό.