Από το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ
Με τη διευθέτηση και το χωρισμό του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου σε ενεργό-ανενεργό, ως οργάνωση του εργάσιμου χρόνου, η ΕΕ καταργεί και τους τελευταίους υποτυπώδεις περιορισμούς που υπήρχαν σχετικά με τα χρονικά όρια του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, χωρίς πληρωμή υπερωρίας. Βεβαίως, εκμεταλλευόμενο τον αρνητικό για τους εργαζόμενους συσχετισμό δύναμης σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο, το μεγάλο κεφάλαιο έχει προ πολλού καταργήσει το οχτάωρο, που κατακτήθηκε με αίμα. Ο δρόμος για δουλειά ήλιο με ήλιο έχει ανοίξει διάπλατα.
Με γενική γραμμή τη στρατηγική της Λισαβόνας και την «ευελφάλεια», το ευρωενωσιακό κεφάλαιο επιδιώκει να απαλλαγεί και από τα τελευταία αναχώματα, που το εμποδίζουν να οργανώσει το χρόνο εργασίας με τρόπο τέτοιο, ώστε να έχει τον εργαζόμενο στη διάθεσή του όση ώρα θέλει, όποτε θέλει και με το μικρότερο δυνατό κόστος, δημιουργώντας αφόρητες συνθήκες έντασης της εκμετάλλευσης για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατοϋπαλλήλων.
Ο εργάσιμος χρόνος αποτελείται από τον αναγκαίο, όπου ο εργάτης δουλεύει για το μεροκάματό του, και τον πρόσθετο, όπου βγαίνει η υπεραξία, την οποία καρπώνεται ο καπιταλιστής. Είναι το μέρος του εργάσιμου χρόνου για το κέρδος, στα πλαίσια του 8ωρου. Οσο αυξάνεται η εργάσιμη μέρα πέρα από το 8ωρο, αυξάνεται και ο πρόσθετος χρόνος, επομένως αυξάνεται η υπεραξία και το κέρδος. Γι' αυτό επιμένουν για το 65ωρο οι καπιταλιστές.
Τη ρύθμιση για 65 ώρες δουλειάς και ετήσια διευθέτηση έτσι ώστε να μην ξεπερνά συνολικά στο χρόνο η εβδομαδιαία απασχόληση τις 48 ώρες, την κάνουν για να χρησιμοποιούν την εργατική δύναμη για όσο χρόνο τη χρειάζονται λόγω των αναγκών της παραγωγής τους χωρίς να πληρώνουν υπερωρίες, με το δέλεαρ ότι το ανταποδίδουν σε ελεύθερο χρόνο, όταν πέφτει η παραγωγή τους. Δημιουργείται έτσι η απατηλή εντύπωση ότι στη διάρκεια ενός συγκεκριμένου χρόνου, 6μηνο, 12μηνο, ο εργάτης δουλεύει χωρίς να χάνει, αφού αυτός ο συνολικός εργάσιμος χρόνος αλλάζει, όπως δεν αλλάζει το μεροκάματο ή ο μισθός εργασίας. Είναι, όμως, έτσι ακριβώς; Το γεγονός ότι χάνοντας για κάποιο χρονικό διάστημα τον ελεύθερο χρόνο του, ο οποίος του παραχωρείται σε κάποιο άλλο διάστημα, σημαίνει ότι συνολικά οι όροι ζωής του δεν αλλάζουν; Οτι η θέση του μέσα στην παραγωγή από την άποψη του πλούτου που παράγει και του μεριδίου που καρπώνεται δε χειροτερεύει; Η εργατική δύναμη έχει φθορά που δεν αναπληρώνεται.
Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι εκτός από την αύξηση των κερδών του εργοδότη, η αυξομείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, ανεξάρτητα αν ο συνολικός σε διάστημα, π.χ., τετράμηνο ή ετήσιο, μπορεί να μην αλλάζει, όπως επίσης δεν αλλάζει και ο μισθός της εργασίας, είναι μια μορφή έντασης της εκμετάλλευσης, ακριβώς γιατί στη διάρκεια που ο εργάτης δουλεύει περισσότερες από την κανονική εργάσιμη μέρα ώρες, η αξία της εργατικής δύναμης μεγαλώνει πολλαπλάσια, αφού και η φθορά της μεγαλώνει. Αρα, ένα μέρος της δεν αναπληρώνεται, και τα βάσανα μεγαλώνουν αφενός γιατί ο εργάτης δεν πληρώνεται υπερωρία, αφετέρου η εργατική δύναμη καταστρέφεται, δηλαδή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε άλλο χρονικό διάστημα δουλεύει λιγότερες ώρες τη μέρα. Που σημαίνει και μείωση της ικανότητας του εργάτη να μπορεί να εργάζεται στο μέλλον με την ίδια ποιότητα και ποσότητα εργατικής δύναμης όπως πριν. Επομένως, εδώ δεν έχουμε υπερεκμετάλλευση μόνο. Εχουμε και γοργή φθορά στην υγεία του εργάτη, η οποία πράγματι δεν αναπληρώνεται. Και αυτό γιατί η αξία της εργατικής δύναμης μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της.
Η παράταση του εργάσιμου χρόνου πάνω από τον κανονικό, πάνω δηλαδή από το 8ωρο, αυξάνει πολλαπλάσια την αξία της εργατικής δύναμης, ενώ η φθορά της δεν αναπληρώνεται. Ο Μαρξ ανέδειξε τις δυσβάσταχτες συνέπειες για τους εργάτες από τη μη κανονικότητα στην εργασία στη διάρκεια της μέρας, γιατί η αναπλήρωση της εργατικής δύναμης γίνεται στη διάρκεια του 24ωρου. Ας το δούμε.
Στο δεύτερο τόμο του «Κεφαλαίου» σχετικά με τον εργάσιμο χρόνο αναφέρει: «Η εργάσιμη μέρα είναι η φυσική μονάδα μέτρησης για τη λειτουργία της εργατικής δύναμης...» (σελ. 153).
Σχετικά με τη φθορά της εργατικής δύναμης που δεν αναπληρώνεται, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει:
«Οταν στο κλάσμα
ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης
- - - - - - - - - - - - - - - -
εργάσιμη μέρα
μεγαλώνει ο παρονομαστής, μεγαλώνει ακόμα πιο γρήγορα ο αριθμητής. Η αξία της εργατικής δύναμης, εξαιτίας της φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της» (σελ. 563 - 564).
Ταυτόχρονα, ο Μαρξ ανέδειξε («Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, σελ. 277 - 279 και 282 - 283) ότι η φθορά της εργατικής δύναμης από την αύξηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου δεν αναπληρώνεται από την αντίστοιχη μείωση του εργάσιμου χρόνου, όταν δεν υπάρχει μεγάλη παραγωγή και δίνονται ρεπό ή άδειες ή ακόμη και δουλειά λιγότερες ώρες. Και ας φαίνεται ότι ο εργάτης δε χάνει τίποτα, ούτε σε μισθό, ούτε σε χρόνο εργασίας. Επομένως, εδώ έχουμε όχι απλά φθορά της εργατικής δύναμης που δεν αναπληρώνεται, αλλά ανεπανόρθωτη ζημιά στην υγεία του εργάτη που οδηγεί στη μείωση της διάρκειας της ζωής του. Ας το παρακολουθήσουμε.
«"Τι είναι μια εργάσιμη ημέρα;". Πόσος είναι ο χρόνος που στη διάρκειά του το κεφάλαιο επιτρέπεται να καταναλώνει την εργατική δύναμη που πληρώνει την ημερήσια αξία της; Πόσο μπορεί να παραταθεί η εργάσιμη ημέρα πέρα από το χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής δύναμης; Σ' αυτά τα ερωτήματα, όπως είδαμε, το κεφάλαιο απαντάει: Η εργάσιμη ημέρα αριθμεί καθημερινά 24 ολόκληρες ώρες, εκτός από λίγες ώρες ανάπαυσης, που χωρίς αυτές η εργατική δύναμη είναι απολύτως ανίκανη να επαναλάβει την υπηρεσία της. Πρώτα πρώτα είναι αυτονόητο πως σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του ο εργάτης δεν είναι τίποτ' άλλο από εργατική δύναμη, ότι επομένως όλος ο χρόνος που διαθέτει είναι φύσει και νόμω χρόνος εργασίας και γι' αυτό ανήκει στην αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου. Ο χρόνος για τη μόρφωση του ανθρώπου, για την πνευματική ανάπτυξη, για την εκπλήρωση κοινωνικών λειτουργιών, για την κοινωνική συναναστροφή, για το ελεύθερο παιχνίδι των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων, ακόμα και ο ελεύθερος χρόνος της Κυριακής - κι ας είναι στη χώρα που γιορτάζουν ακόμα και το Σάββατο - όλα αυτά είναι καθαρή ανοησία! Το κεφάλαιο όμως, με το απεριόριστα τυφλό πάθος του και με την πείνα δράκου για υπερεργασία, σπάει όχι μόνο τα ηθικά, μα και τα φυσικά ανώτατα όρια της εργάσιμης ημέρας. Σφετερίζεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τη διατήρηση της υγείας του σώματος. Ληστεύει το χρόνο που είναι απαραίτητος για την κατανάλωση καθαρού αέρα και ηλιακού φωτός. Τσιγκουνεύεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για το φαγητό και όπου μπορεί τον ενσωματώνει στο ίδιο το προτσές παραγωγής, έτσι που τον εργάτη τον τροφοδοτούν με φαγητό σαν απλό μέσο παραγωγής, όπως τροφοδοτούν με κάρβουνο το ατμοκάζανο και με γράσο ή λάδι τις μηχανές. Τον υγιεινό ύπνο που είναι απαραίτητος για τη συγκέντρωση, την ανανέωση και το φρεσκάρισμα της ζωικής δύναμης, τον περιορίζει το κεφάλαιο σε τόσες ώρες απονάρκωσης, όσες είναι οπωσδήποτε απαραίτητες για να ξαναζωντανέψει ένας απόλυτα εξαντλημένος οργανισμός. Αντί τα όρια της εργάσιμης ημέρας να τα καθορίζει εδώ η φυσιολογική συντήρηση της εργατικής δύναμης, αντίστροφα η μεγαλύτερη δυνατή ημερήσια κατανάλωση της εργατικής δύναμης - όσο νοσηρά βίαιη και επίπονη κι αν είναι η κατανάλωση αυτή - καθορίζει τα όρια για το χρόνο ανάπαυσης του εργάτη. Το κεφάλαιο δε ρωτάει πόσο διαρκεί η ζωή της εργατικής δύναμης. Αυτό που το ενδιαφέρει είναι αποκλειστικά και μόνο το ανώτατο όριο εργατικής δύναμης που μπορεί να ρευστοποιηθεί μέσα σε μια εργάσιμη ημέρα. Το σκοπό αυτό τον πετυχαίνει ελαττώνοντας τη διάρκεια της εργατικής δύναμης, όπως ένας άπληστος γεωργός πετυχαίνει μια μεγαλύτερη απόδοση του εδάφους καταληστεύοντας τη γονιμότητά του.
Ετσι, με την παράταση της εργάσιμης ημέρας η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, που είναι ουσιαστικά παραγωγή υπεραξίας, απορρόφηση υπερεργασίας, δεν προκαλεί απλώς το μαρασμό της ανθρώπινης εργατικής δύναμης, που της στερούν τους κανονικούς όρους της ηθικής και φυσικής ανάπτυξης και δραστηριότητάς της. Προκαλεί την πρόωρη εξάντληση και θανάτωση αυτής της ίδιας της εργατικής δύναμης. Παρατείνει για ένα ορισμένο διάστημα τον παραγωγικό χρόνο του εργάτη, συντομεύοντας το χρόνο της ζωής του.
Η αξία της εργατικής δύναμης όμως περιλαμβάνει την αξία των εμπορευμάτων που απαιτούνται για την αναπαραγωγή του εργάτη ή για την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Αν λοιπόν η παράταση της εργάσιμης ημέρας πέρα από τα φυσικά της όρια, που επιδιώκει κατ' ανάγκην το κεφάλαιο με την απεριόριστη τάση του ν' αυτοαξιοποιείται, συντομεύει τη διάρκεια της ζωής των ξεχωριστών εργατών και επομένως τη διάρκεια λειτουργίας της εργατικής τους δύναμης, γίνεται απαραίτητη η γρηγορότερη αναπλήρωση των φθαρμένων εργατικών δυνάμεων και επομένως η διάθεση μεγαλύτερων εξόδων φθοράς για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ακριβώς όπως το μέρος της αξίας μιας μηχανής που πρέπει ν' αναπαράγεται καθημερινά είναι τόσο πιο μεγάλο, όσο πιο γρήγορα φθείρεται η μηχανή. Θα νόμιζε λοιπόν κανένας ότι το κεφάλαιο απ' αυτό το ίδιο του το συμφέρον τείνει προς μια κανονική εργάσιμη ημέρα...».
«Το κεφάλαιο, όμως, που έχει τόσο "σοβαρούς λόγους" ν' αρνιέται τα βάσανα της εργατικής γενιάς που το περιβάλλει σήμερα, καθορίζεται τόσο λίγο στην πραχτική κίνησή του από την προοπτική του μελλοντικού σαπίσματος της ανθρωπότητας, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση από το ασυγκράτητο ξεκλήρισμα του πληθυσμού, όσο και από την ενδεχόμενη πτώση της Γης πάνω στον Ηλιο. Κάθε φορά που γίνεται κάποια χρηματιστηριακή απάτη με τις μετοχές όλοι ξέρουν ότι κάποτε θα ξεσπάσει οπωσδήποτε η μπόρα, όμως ο καθένας ελπίζει ότι θα ξεσπάσει στο κεφάλι του διπλανού του, αφού ο ίδιος προηγούμενα θα 'χει συλλέξει τη χρυσή βροχή και θα την έχει μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Aprs moi le deluge! (Υστερα από μένα ας γίνει κατακλυσμός!) - είναι το σύνθημα κάθε κεφαλαιοκράτη και κάθε κεφαλαιοκρατικού έθνους. Γι' αυτό το λόγο το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει η κοινωνία να τις υπολογίζει. Στην κατηγορία για σωματικό και πνευματικό μαρασμό, για πρόωρο θάνατο και για το μαρτύριο της υπερβολικής εργασίας απαντάει: Μήπως θα 'πρεπε να μας βασανίζει αυτό το βάσανο μια και αυξάνει τις απολαύσεις (τα κέρδη) μας; Γενικά όμως αυτό δεν εξαρτιέται από την καλή ή κακή θέληση του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη. Ο ελεύθερος συναγωνισμός επιβάλλει στον ξεχωριστό κεφαλαιοκράτη σαν εξωτερικό αναγκαστικό νόμο τους εσωτερικούς νόμους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής».
Το ζήτημα του εργάσιμου χρόνου υπόκειται στους νόμους της ταξικής πάλης. Δεν είναι τυχαίο ότι το κεφάλαιο, έχοντας τεράστιες δυσκολίες στην αναπαραγωγή του, επιδιώκει την ολοένα αυξανόμενη ένταση της εκμετάλλευσης, γι' αυτό και θέλει 65ωρη βδομάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι στις τωρινές συνθήκες οικονομικής κρίσης η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της μπορεί να διαφώνησαν για τον τρόπο ενίσχυσης (και όχι γι' αυτή καθεαυτή την ενίσχυση) του κεφαλαίου, αποκαλύπτοντας οξύτατους ανταγωνισμούς στους κόλπους της, ομονόησαν όμως, ήταν ενιαίοι και αποφασισμένοι σ' αυτό, να προωθήσουν αντεργατικές μεταρρυθμίσεις με θεμέλιο την παραπέρα αναδιάρθρωση και ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου.
Ας παρακολουθήσουμε πώς δίνει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» (τ. Α΄, σελ. 244-246) το ζήτημα της πάλης για τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο.
«Ετσι ο κεφαλαιοκράτης επικαλείται το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Προσπαθεί, όπως και κάθε άλλος αγοραστής, ν' αποσπάσει όσο το δυνατό μεγαλύτερο όφελος από την αξία χρήσης του εμπορεύματός του. Ξαφνικά όμως ακούεται η φωνή του εργάτη που είχε βουβαθεί μέσα στη θύελλα και στην ορμή του προτσές της παραγωγής:
Το εμπόρευμα που σου πούλησα διακρίνεται από τον υπόλοιπο συρφετό των εμπορευμάτων κατά το ότι η χρήση του δημιουργεί αξία και μάλιστα αξία μεγαλύτερη απ' ό,τι στοιχίζει το ίδιο. Αυτός ήταν ο λόγος που το αγόρασες. Αυτό που από την πλευρά σου εμφανίζεται σαν αξιοποίηση του κεφαλαίου, από τη δική μου πλευρά είναι παραπανίσιο ξόδεμα εργατικής δύναμης. Στην αγορά και εσύ και εγώ γνωρίζουμε μονάχα ένα νόμο, το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και η κατανάλωση των εμπορευμάτων δεν ανήκει στον πουλητή που τα εκποιεί, αλλά στον αγοραστή που τα αποχτάει. Σε σένα λοιπόν ανήκει η χρήση της καθημερινής μου εργατικής δύναμης. Ομως με την καθημερινή τιμή πούλησής της πρέπει να μπορώ να την αναπαράγω καθημερινά και έτσι να την ξαναπουλώ. Εκτός από τη φυσική φθορά λόγω ηλικίας κλπ., πρέπει να είμαι ικανός να εργάζομαι αύριο με την ίδια όπως και σήμερα φυσιολογική κατάσταση δύναμης, υγείας και φρεσκάδας. Μου κηρύχνεις διαρκώς το ευαγγέλιο της "οικονομίας" και της "εγκράτειας". Ωραία! Θα διαχειριστώ σαν λογικός οικονόμος νοικοκύρης τη μοναδική μου περιουσία, την εργατική δύναμη και θ' απόσχω από κάθε ανόητη σπατάλη της. Θα ρευστοποιώ, θα βάζω σε κίνηση, θα μετατρέπω σε εργασία καθημερινά μόνο τόση εργατική δύναμη, όση συμβιβάζεται με την κανονική της διάρκεια και τη φυσιολογική της ανάπτυξη. Με την άμετρη παράταση της εργάσιμης ημέρας μπορείς μέσα σε μια μέρα να ρευστοποιήσεις μια ποσότητα εργατικής δύναμης μεγαλύτερη απ' εκείνη που μπορώ να αναπληρώσω μέσα σε τρεις μέρες. Αυτό που έτσι κερδίζεις εσύ σε εργασία, το χάνω εγώ σε ουσία εργασίας. Η χρησιμοποίηση της εργατικής μου δύναμης και η καταλήστεψή της είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Αν η μέση διάρκεια που μπορεί να ζήσει ένας μέσος εργάτης με λογικό μέτρο εργασίας είναι 30 χρόνια, τότε η αξία της εργατικής μου δύναμης που μου πληρώνεις κάθε μέρα είναι 1/10.950 της συνολικής αξίας. Οταν όμως την καταναλώνεις μέσα σε 10 χρόνια μου πληρώνεις καθημερινά το 1/10.950 αντί το 1/3.650 της συνολικής της αξίας, δηλαδή μόνο το 1/3 της καθημερινής της αξίας και μου κλέβεις έτσι καθημερινά τα 2/3 της αξίας του εμπορεύματός μου. Μου πληρώνεις την εργατική δύναμη μιας ημέρας, τη στιγμή που καταναλώνεις τριών ημερών εργατική δύναμη. Αυτό είναι αντίθετο με το συμβόλαιό μας και με το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Ζητώ λοιπόν μια εργάσιμη ημέρα κανονικής διάρκειας και δεν τη ζητώ κάνοντας έκκληση στην καρδιά σου, γιατί σε χρηματικά ζητήματα δεν έχουν πέραση τα αισθήματα. Μπορεί να είσαι υπόδειγμα πολίτη, ίσως να είσαι μέλος του συλλόγου προστασίας των ζώων και ακόμα να έχεις τη φήμη αγίου, μα το πράγμα που αντιπροσωπεύεις απέναντί μου δεν έχει καρδιά στα στήθια. Αυτό που φαίνεται να χτυπάει εκεί μέσα είναι ο χτύπος της δικής μου καρδιάς. Ζητώ την κανονική εργάσιμη ημέρα, γιατί όπως και κάθε άλλος πουλητής ζητώ την αξία του εμπορεύματός μου.
Βλέπουμε πως αν παραβλέψουμε τα τελείως ελαστικά όρια της εργάσιμης ημέρας, η ίδια η φύση της ανταλλαγής εμπορευμάτων δε βάζει καθόλου όρια στην εργάσιμη ημέρα, επομένως και στην υπερεργασία. Ο κεφαλαιοκράτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν αγοραστής, όταν προσπαθεί να μεγαλώσει όσο γίνεται την εργάσιμη ημέρα, και αν είναι δυνατό, να κάνει τη μιαν εργάσιμη ημέρα δύο. Από την άλλη μεριά η ειδική φύση του εμπορεύματος που πουλήθηκε περικλείνει ένα όριο στην κατανάλωσή του από τον αγοραστή και ο εργάτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν πουλητής όταν προσπαθεί να περιορίσει την εργάσιμη ημέρα σ' ένα καθορισμένο κανονικό μέγεθος. Επομένως, έχουμε εδώ μιαν αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο, και τα δύο εξίσου κατοχυρωμένα από το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και ανάμεσα σε δύο ίσα δίκαια αποφασίζει η βία. Γι' αυτό, στην ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής η ρύθμιση της εργάσιμης ημέρας παρουσιάζεται σαν πάλη για τα όρια της εργάσιμης ημέρας - πάλη ανάμεσα στο συνολικό κεφαλαιοκράτη, δηλαδή την τάξη των κεφαλαιοκρατών, και στο συνολικό εργάτη, δηλαδή την εργατική τάξη».
Επομένως, απέναντι στην προώθηση του 65ωρου ο ξεσηκωμός γίνεται επιτακτικό καθήκον για κάθε εργάτη και εργάτρια. Ο δρόμος είναι ένας: Καταδίκη της πολιτικής της ΕΕ, των κυβερνήσεων και αποδυνάμωση των κομμάτων που την υπηρετούν και την εξωραΐζουν. Αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών πλειοψηφιών που συνειδητά βάζουν πλάτη στην προώθηση των αντιδραστικών μέτρων. Ενίσχυση του ΠΑΜΕ, συμμετοχή στους αγώνες του. Αλλά και πολιτική πάλη για τη διέξοδο που προωθεί το ΚΚΕ, Μέτωπο για λαϊκή εξουσία και οικονομία.