Τα υπόλοιπα είναι κατανοητά.
Στο νου μου έρχονται τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, πριν το νηπιαγωγείο, όταν οι τρεις αδελφές καθόμασταν γύρω από το μεγάλο οβάλ τραπέζι, τα πόδια μας κρέμονταν από τις καρέκλες, με επικεφαλής τον παππού μας, στο χωριό που μας έστελνε η μαμά να περάσουμε το καλοκαίρι, να μας μαθαίνει καλούς τρόπους για την ώρα του φαγητού και συχνά να μας λέει επιτιμητικά: Πρόσεξε το σίγμα σου, ή τι σίγμα είναι αυτό, ή πρόσεξε το νι σου ή τι νι είναι αυτό. Δε νομίζω ότι καταλαβαίναμε ακριβώς τι εννοούσε.
Αργότερα, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, που μας έστειλαν στην «Αλιάνς Φρανσέζ» για να μάθουμε γαλλικά, η προφορά της καινούριας γλώσσας είχε γίνει μια μάστιγα.
Ε (κλειστό) ρε (κλειστό) έλεγε η δασκάλα, ενοχλημένη από τον ήχο του κλειστού φωνήεντος. Μαλ ε (κλειστό) ρε (κλειστό) επέμενε. Ημασταν όλα malheureux, δυστυχισμένα.
Μερικά παιδιά βάζαμε τα κλάματα ή κάποια αποθαρρύνονταν και δεν ξανάρχονταν στα μαθήματα. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τη σπουδαιότητα της προφοράς των γαλλικών φωνηέντων ή συμφώνων, όπως το σίγμα.
Παθαίναμε ένα μικρό αίσθημα κατωτερότητας - ένας βαρύς όρος, βέβαια - και δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε.
Τον καιρό του πολέμου στο Βιετνάμ και της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, μια φίλη έπαιρνε μέρος στο χορό της τραγωδίας Τρωάδες του Ευριπίδη, που σκηνοθετούσε ο Μιχάλης Κακογιάννης (μπορεί να το διορθώσει, αν δε θυμάμαι καλά), στη Νέα Υόρκη, που έλεγε στο θίασο: Μη μιμείστε το ρο μου. Τόσο πολύ τον πρόσεχαν που υιοθετούσαν το ρο του, στη γλώσσα μας είναι πιο έντονο.
Τους ακούμε στην τηλεόραση να μιλάνε για τα εργατικά τους δικαιώματα ή εκείνα της στέγασής τους, των παιδιών τους που γεννιούνται στην Ελλάδα ή που ήρθαν, αγνοώντας πού, οικογενειακώς, τις επιδόσεις τους στο σχολείο, πολλά παιδιά είναι αριστούχα ή την κακομεταχείρισή τους από διάφορα όργανα της τάξης ή κάποιους άφρονες που νομίζουν ότι μπορούν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους.
Οι ανθρώπινες ανάγκες, αρχίζοντας από τις πλέον βασικές, τον καιρό της παγκοσμιοποίησης αφαιρούν τις επίπλαστες απομιμήσεις.